Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Μέρες αργίας (Διονύσης Καψάλης)

Μέρες αργίας (Διονύσης Καψάλης)

1995

I.
Μέρες αργές, και πιο αργές του Οκτωβρίου
αυτές οι μέρες που περνούν· επιβιώνω
μετά τον έρωτα, την ποίηση, τον πόνο,
με λίγες μόνο αμυχές προτέρου βίου.

Κυλούν οι ώρες σ' ένα πέλαγος Κυρίου,
χάρτινοι κόσμοι κυματίζουν, επανδρώνω
παλιά απόρρητα γραμμένα σ' άλλο χρόνο,
κάτι κρυφούς εορτασμούς εργαστηρίου,

κι αύτανδρος μέσα μου βυθίζομαι. Πατέρα
άλλον δεν είδα να με θέλει πο κοντά του
απ' τον απρόσιτο προσήγορο αιθέρα·

κι όλα που κράτησα πατρώα και μητρώα,
όσα μιλούσαν κι όσα σώπασαν αθρόα,
καίνε στον ύπνο μια παράσταση θανάτου.

ΙΙ.
Τα σεραφείμ, τα χερουβείμ, οι μαύρες σκέψεις,
μέσα στο λίγο που κοιμάμαι συγυρίζουν·
βάζουν παράθυρα της νύχτας, ευμενίζουν
κλεισμένες πόρτες - περιμένουν επισκέψεις.

Κι ας διαφωνώ με τόση πένθιμη σοφία,
φιλοτεχνώ πειθήνια σε κάποιο βάζο
λουλούδια της γεντιανής κι επισκευάζω
ημερολόγια, αισθήματα, λοφία.

Λέω, θ' ανοίξει σαν αυλαία τ' όνειρό μου,
και θα παιχτεί ξανά ο πρώτος εαυτός μου,
θ' αποδοθεί επακριβώς και θα τελειώσει·

κι αυτό το άθλιο παράπηγμα του τρόμου,
αυτό το θέατρο του ειπωμένου κόσμου,
με μια πνοή βρεγμένου δρόμου θα παλιώσει.

ΙΙΙ.
Κάποτε θα 'φτασα ψηλα στην ομορφιά·
ακόμη βλέπω το κενό να κατεβάζει
πυρακτωμένο φως, κι ο ύπνος αποστάζει
πυρήνες κόσμου γαληνεύοντας βαθιά.

Μα τόσος κόπος, τόσος θάνατος, παρείλκε:
έτσι κι αλλιώς ο τόπος θα 'πιανε τραγούδι,
μόλις αμίλητος στα χείλη σαν το χνούδι,
κι αρκούσε λίγος Σολωμός ή λίγος Ρίλκε.

Ό,τι ευτύχησα να πάθω περιττεύει,
ό,τι καρπώθηκα νωρίς με καταργεί·
ένα απόγευμα ζωής να με μαγεύει,

μια καλοσύνη της ακάλεστης κι αργή,
και το τραγούδι ανεπίδοτο θ' ανέβει
μέσα σε νάρκη φθινοπώρου και σιγή.

ΙV.
Ο ουρανός δεν έχει άλλες ιστορίες,
άλλο σκοτάδι, φως κρυφό που δεν ειπώθη,
άλλη ψυχή να του χαλάμε για να κλώθει
πολέμους, έρωτες, λαμπρές εκεχειρίες.

Όμως απόψε που είχε θέατρο να φύγει,
πορφύρας άπλωμα για την υπόκλισή του,
με πυρπολεί το φως με δάφνες του απροσίτου,
όλα ισχύουν και μια δόξα τα τυλίγει.

Όλα πυργώνουν, πάλι πέφτουν, και βραδιάζει
στα χρονικά του έρωτα και του θανάτου,
σκόνη και σκύβαλα, συντρίμματα και χνώτα·

ένα μικρό παιδί μες στα σκεπάσματά του
ανοίγει πάλι λίγο κόσμο και διαβάζει
πριν κοιμηθεί σ' ένα παράπονο από φώτα.

V.
- Αλλοτε θα 'παιρνες αργόπλοα τα χρόνια
όπως ανέβαιναν του ύπνου το ποτάμι·
θαμποί παράδεισοι θα 'φεγγαν απ' το τζάμι,
όχθες με λίκνισμα του θέρους και τριζόνια.

Τώρα στο βύθισμα του υπνοδότη νόμου
ακούς τη φρίκη των βωμών, όλους τους κρότους
του σαρκασμού, και στην αργή καρδιά του σκότους
μετρά τις μέρες η κραυγή του υλοτόμου.

- Αλλοτε, τώρα, χρόνια μπρος και χρόνια πίσω,
ασκώ μια μάταιη χημεία· τις εικόνες
τις εμφανίζει ο ουρανός - και ποιόν θα πείσω·

όταν κοιμάμαι κι ονειρεύεσαι αιώνες,
πρώτο μου πρόσωπο κομμένο στους αγκώνες,
μαντεύω λίγο ουρανό για ν' αγαπήσω.

VΙ.
Φτάνοντας, στάθηκε πριν μπει· από τις γρίλιες
το ξεχασμένο φως σκορπούσε θαλπωρή
έξω στο δρόμο που ξημέρωνε· μπορεί
σαν από πλήκτρα τ' ουρανού ν' άκουσε τρίλιες,

και σαν το θρόισμα ομήγυρης που χίλιες
και μία νύχτες γιόρτασε κι αποχωρεί·
κι ίσως φαντάστηκε να σβήνουν οι χοροί,
οι τελευταίες - σ' ένα βύθισμα - καντρίλιες.

Κάποιο σκοτάδι του σπιτιού τους είχε πάρει,
σε κάποιο γύρισμα καιρού είχαν χαθεί·
γιατί ανοίγοντας την πόρτα, στο βαθύ

που πήρε η ημέρα να χαράζει κεχριμπάρι,
είδε μεμιάς όπως αστράφτει ένα σπαθί
τη δόξα όλη να 'χει φύγει και τη χάρη.

VΙΙ.
Ένα συναίσθημα αργό, καθώς τελειώνει
κάτι που άρχισε - δεν ξέρω πόσα χρόνια·
κι είναι νωρίς ακόμη· νύχτες με τριζόνια
θα 'ρθουν πολλές, και πάντα η μνήμη θ' αλλοιώνει.

Είναι πολύ νωρίς, κι η μνήμη που αραδιάζει
θαμπές μορφές απ' το βιβλίο των νεκρών,
αποτραβιέται, σαν σε γύρισμα νερών,
μ' ένα συναίσθημα αργό καθώς βραδιάζει.

Να 'ναι το σχήμα της θλιμμένης εποχής,
να 'ναι το σπίτι στη βροχή που σαν θαλάμη
μαζεύει φόβο, κι ο βυθός μιας ενοχής;

Κλείνω στο χέρι μου μια παιδική παλάμη,
και απαλά μέσα στον ύπνο της ψυχής
με νανουρίζει χαμηλόφωνο ποτάμι.

VΙΙΙ.
Κάποτε γίνεται ο φόβος του θανάτου
ύπνος βαθύς και τον σκεπάζει ο Τειρεσίας·
σαν νυχτοφύλακας σε ώρα υπηρεσίας
που αποκοιμήθηκε στην άγρυπνη σκιά του.

Γι' αυτό προσφεύγουμε στη λύπη των ονείρων
μ' ένα υπόλοιπο ντροπής κι αθανασίας,
κι ο μελανόπτερος επάνω μας σωσίας
άλλοτε σκύβει λυρικός κι άλλωτε είρων.

Κι όταν βραδιάζει σαν αθώωση του ασώτου,
κι ο ουρανός μετεωρίζεται και παίρνει
όλο το μέσα της ζωής για να νυχτώσει,

είναι επόμενο να στρέφουμε με τόση
πνοή στη μαντική του δύναμη, ωσότου
ο σπαραγμός του την καινούρια μέρα σπέρνει.

ΙΧ.
Ξέρω πως θα 'ρθει και δεν θα' μαι όπως είμαι,
να τον δεχτώ με το καλύτερο παλτό μου·
μήτε σκυμμένος στις σελίδες κάποιου τόμου,
εκεί που υψώνομαι να μάθω ότι κείμαι.

Δεν θα προσεύχομαι σε σύμπαν που θαμπώνει,
δεν θα ρωτήσω αναιδώς, που το κεντρί σου;
γονιός δεν θα 'ναι να μου πει, σήκω και ντύσου
καιρός να ζήσουμε, παιδί μου, ξημερώνει.

Θα 'ρθει την ώρα που σπαράσσεται το φως μου,
κι εκλιπαρώ φανατικά λίγη γαλήνη,
θα 'ρθει σαν πύρινο παράγγελμα που λύνει

όρους ζωής και την αδρή χαρά του κόσμου·
δεν θα μαζεύει ουρανό για να με πλύνει,
δεν θα κρατά βασιλικό ή φύλλα δυόσμου.

Χ.
Πολλά τα θραύσματα κι ανεύρετα· οι πόνοι
δεν έχουν τίποτε να πουν για την πληγή·
κάποιο σκοτάδι σου θα είχε διαρραγεί,
για να θυμάσαι τέτοιο φως να σε σηκώνει.

Και πριν τα λόγια της αγάπης γίνουν σκόνη,
πως μεσιτεύουν οι σιωπές κι αυτομολείς
στον ουρανό, που καθρεφτίζεται πολύς,
και στον αιθέρα που παρήγορα νυχτώνει.

Κοιτάς, κι αμίλητος ο έναστρος καθρέφτης,
πέρα στη νύχτα, τόσο απέραντα παρών,
σε υποδέχεται βαθαίνοντας, και πέφτεις,

ο αφανής των κοσμημένων ημερών,
με τη βαρύτητα της πρώτης απορίας,
εδώ παράμερος, εκεί ψηλά παριάς.

ΧΙ.
Σου γράφω μέσ' από παράθυρα κλειστά,
εγώ που γιόρτασα πολύ με τους απέξω·
κι ένα που έστειλες απόψε για να παίξω
αγάπης φάντασμα, τι κόσμο συνιστά;

Σου γράφω ξέροντας, τα λόγια λιγοστά,
κλεισμένα βλέφαρα, σβησμένα μάτια - έξω
βραδιάζει δίχως αυτουργούς· σε τι να φταίξω,
ένας σωρός θλιμμένη σάρκα και οστά;

Μαντεύω πάνω μου το σχήμα τ' ουρανού,
και στο δωμάτιο πλανάται κάποιος πόνος:
είναι δικός μου, είναι μήπως αλλουνού;

Πριν κοιμηθώ σε συλλαβίζω επιμόνως,
Αγνή, Νάστια, Καρένινα, μαντάμ Αρνού.
Ποτέ δεν έμαθα να ζω τελείως μόνος.

ΧΙΙ.
Επικρατούσε μια θλιμμένη ποικιλία,
εκεί που έδυε το φως των ουρανών,
κι όπως στα νύχια σου περνούσες το μανόν,
ακολουθούσα μια κρυφή συνομιλία.

Θα μας αρκούσε μια γιορτή στη Σικελία,
ή μια παρέλαση εφίππων Ουκρανών·
μ' όλο το άφωνο βάρος των αδρανών
μελών μας πέφταμε νωρίς στην υπνηλία.

Αχαρος πίνακας ασήμαντου ζωγράφου·
να μας τιμούσε ο Μπονάρ ή ο Βερμέρ,
να μη μας έπνιγε η πρόνοια του τάφου.

Να 'ταν κι η θάλασσα η πικροκυματούσα,
να λικνιζόμαστε στους τόνους του La Mer,
κι από τα νύχια ως την κορφή να σε φιλούσα.

ΧΙΙΙ.
Οι αφανείς ημέρες, πρόθυμα ωραίες,
πόσο πιο δύσκολες στη μνήμη από τις άλλες,
που τις ακούει το μυαλό να σκάβουν σκάλες,
κι επαγρυπνούν μέσα στον ύπνο σαν κεραίες.

Κι όμως αυτές αφήνουν φως, στις πιο ακραίες
σιωπές του σώματος αργές όπως οι στάλες·
μέρες που πέρασαν αθόρυβα μεγάλες,
τόσο κοινές που δεν θα γίνουν αγοραίες.

Κι όταν ο νους κρυφά τις παίρνει και τις πλάθει,
όπως την ψίχα με τις άκρες των δαχτύλων,
σκέφτεται κάποτε πως ίσως με τα πάθη

που περισσεύουν, όταν θα 'χουν φύγει όλοι,
πάνω στην τράπεζα των ξένων και των φίλων,
βρεθούν μιας τέχνης του εφήμερης οι βόλοι.

ΧΙV.
Κι ο ουρανός προς τι τον άρρωστο καιρό,
στην τόση ένδεια του τώρα και του πέραν;
Πήγαν στον άνεμο προσκυνητές και φέραν
εικόνες κόσμου, κι ούτε μια σταλιά νερό.

Κι αυτός ο κόπος της ζωής που καρτερώ,
κι η τόση πρόγνωση εκείνων που δεν ξέραν;
Όσα ποιούμε κατ' εικόνα ημετέραν
και θα μιλούσαν, μια φορά κι έναν καιρό;

Ο μέγας θόλος ένα βύθισμα θανάτου,
ήλιοι, πλανήτες, νεφελώματα που σβήσαν,
και γαλαξίες μακρινοί τα όνειρά του.

Δεν λέω πέθανε, λέω αποκοιμήθη,
μέσα στο έναστρο στερνό του παραμύθι,
κι όλα τα πράγματα θα μείνουν όπως ήσαν.


ΧV.
Αυτό το δέντρο κι ο κρυφός κορυδαλλός του
κάτι πρεσβεύουν, προ καιρού συμφωνημένο·
μα εδώ που κάθομαι αιώνες, δεν προσμένω
κανένα μύνημα φυγής ή κάποιου νόστου.

Ξέρω, δεν είναι λειτουργοί μεγάλου αγνώστου,
να προφητεύουν το κυρίως δεδομένο·
θάλλουν ανάμεσα στο ίδιο και στο ξένο,
εκεί που ο κόσμος επαφίεται στο φως του.

Μα εδώ στο δέντρο που μου δίνει τη σκιά του,
ο χρόνος όλος σαν παράδεισος απλώνει,
σε μια παράξενη αναίρεση θανάτου·

πέλαγος, ψίθυροι, πλαγιές, αγέρας, κλώνοι,
επαληθεύουν, κι επιτέλους ανταμώνει
ο προ αιώνων μελωδός τη δέσποινά του.


Το απόσπασμα ΙΧ. έχει μελοποιηθεί από τα Διάφανα Κρίνα

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Η ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ [Ερ. Μαλατέστα]


Η ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ

ΕΡΡΙΚΟ ΜΑΛΑΤΕΣΤΑ

Οί αντίπαλοι μας, ιδιοτελείς υπερασπιστές του συστήματος, συνηθίζουν να λένε, προκειμένου να υπερασπίσουν το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, ότι αυτό αποτελεί συνθήκη και εγγύηση της ελευθερίας.

Συμφωνούμε μαζί τους. Μήπως διαρκώς δεν επαναλαμβάνουμε ότι ο φτωχός είναι δούλος; Τότε, γιατί είναι αντίπαλοι μας;Ο λόγος είναι σαφής και συνίσταται στο ότι, στην πραγματικότητα, η ιδιοκτησία την οποία υπερασπίζονται είναι η καπιταλιστική ιδιοκτησία, δηλαδή ιδιοκτησία η οποία επιτρέπει σε ορισμένους να ζουν από την εργασία των άλλων, και η οποία, επομένως, προϋποθέτει μια τάξη απόκληρων, ακτημόνων, αναγκασμένων να πωλούν στους ιδιοκτήτες την εργατική τους δύναμη λιγότερο, από όσο αξίζει.

Ο κύριος λόγος της βάρβαρης εκμετάλλευσης της φύσης, αλλά και των δεινών των εργατών, των ανταγωνισμών και των κοινωνικών αγώνων, είναι το δικαίωμα στην ιδιοκτησία που παρέχει στους ιδιοκτήτες της γης, των πρώτων υλών και όλων των μέσων παραγωγής, την δυνατότητα να εκμεταλλεύονται την εργασία των άλλων και να οργανώνουν την παραγωγή όχι χάριν της ευημερίας του συνόλου, αλλά για να εξασφαλίσουν ένα μέγιστο κέρδος στον εαυτό τους.
Η ιδιοκτησία συνεπώς πρέπει να καταργηθεί. Η αρχή χάριν της οποίας πρέπει να παλέψουμε και ως προς την οποία δεν μπορούμε να συμβιβασθούμε, είτε νικήσουμε είτε ηττηθούμε, είναι ότι όλοι, πρέπει να  κατέχουν τα μέσα παραγωγής, προκειμένου να εργάζονται χωρίς να υποτάσσονται στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, μικρή ή μεγάλη. Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, θα έρθει, εάν έρθει, από την πίεση των περιστάσεων, από τα απτά πλεονεκτήματα της κομμουνιστικής διεύθυνσης και  από το αναπτυσσόμενο πνεύμα αδελφοσύνης. Αλλά εκείνο που πρέπει να καταστραφεί αμέσως, ακόμη και βιαίως εάν χρειασθεί, είναι η καπιταλιστική ιδιοκτησία, το γεγονός δηλαδή ότι λίγοι ελέγχουν τον φυσικό πλούτο και τα εργαλεία παραγωγής και μπορούν να. υποχρεώνουν τους άλλους να εργάζονται γι' αυτούς.Ένας επιβεβλημένος κομμουνισμός θα ήταν η απεχθέστερη τυραννία που. θα μπορούσε να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Ο δε ελεύθερος και εθελούσιος κομμουνισμός δεν είναι παρά καθαρή ειρωνεία, εάν δεν έχει κανείς το δικαίωμα και την δυνατότητα να ζει σε ένα  διαφορετικό καθεστώς, κολεκτιβιστικό, μουτουελιστικό ή ατομικιστικό κατά το δοκούν, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίσταται καμία καταπίεση ή εκμετάλλευση των άλλων.

Ο αγρότης, λοιπόν, είναι ελεύθερος να καλλιεργήσει το χωράφι του μόνος του, εάν το επιθυμεί ο υποδηματοποιός είναι ελεύθερος να συνεχίσει να εργάζεται στο εργαστήριο του και ο σιδηρουργός στο μικρό σιδηρουργείο του. Απομένει να δούμε αν, αδυνατώντας να βρουν βοήθεια ή ανθρώπους για να εκμεταλλευθούν -και δεν θα έβρισκαν κανέναν, διότι ουδείς, έχοντας ένα δικαίωμα επί των μέσων παραγωγής και όντας ελεύθερος να εργασθεί μόνος του ή ως ίσος ανάμεσα σε άλλους στις μεγάλες παραγωγικές οργανώσεις, θα ήθελε να τον εκμεταλλεύεται ένας μικρός εργοδότης- έλεγα λοιπόν, απομένει να δούμε αν αυτοί οι απομονωμένοι εργάτες θα θεωρήσουν βολικότερο να συνδεθούν με άλλους, εντασσόμενοι εκουσίως σε κάποια από τις υφιστάμενες κοινότητες.
Η καταστροφή των τίτλων ιδιοκτησίας δεν θα έβλαπτε τον ανεξάρτητο εργάτη, του οποίου ο πραγματικός τίτλος είναι η ικανότητα του και η εργασία την οποία επιτελεί.

Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η καταστροφή των τίτλων των ιδιοκτητών, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την εργασία των άλλων και, προ πάντων, η απαλλοτρίωση τους για να περιέλθουν όντως η γη, τα κτήρια, τα εργοστάσια και όλα τα μέσα παραγωγής σε εκείνους οι οποίοι επιτελούν την εργασία.Είναι αυτονόητο ότι οι πρώην ιδιοκτήτες δεν θα έχουν παρά να συμμετέχουν στην παραγωγή, με όποιον τρόπο μπορούν, για να θεωρούνται ίσοι με όλους τους άλλους εργάτες.

Η ιδιοκτησία [κατά την επαναστατική περίοδο] πρέπει να είναι ατομική ή συλλογική; Και η κολεκτίβα, οποία θα έχει στην διάθεση της τα κοινά αγαθά, θα είναι τοπική ομάδα, η λειτουργική ομάδα, η βασιζόμενη στη πολιτική συγγένεια ομάδα, η οικογενειακή ομάδα - αποτελείται από ολόκληρο τον πληθυσμό ενός έθνος συνολικά και, τελικώς, από όλη την ανθρωπότητα;Ποιες μορφές θα προσλάβουν η παραγωγή και η διανομή; θα είναι ο θρίαμβος του κομμουνισμού (συνεργατική παραγωγή και ελεύθερη κατανάλωση για όλους),του κολεκτιβισμού (συλλογική παραγωγή και διανομή αγαθών βάσει της εργασίας που επιτελεί κάθε άτομο), ατομικισμού (στον καθένα ξεχωριστά η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και η απόλαυση όλων προϊόντων της εργασίας του), ή άλλων σύνθετων μορφών τις οποίες θα υποδείξουν το ατομικό συμφέρον και' κοινωνικό ένστικτο, φωτισμένα από την εμπειρία;

Πιθανώς, κάθε εφικτή μορφή κατοχής και αξιοποίησης των μέσων παραγωγής και κάθε τρόπος διανομής των προϊόντων, θα δοκιμασθούν ταυτοχρόνως σε μια ή πολλές περιοχές, συνδυαζόμενα και τροποποιούμενα μέχρις όπου η εμπειρία δείξει ποια μορφή ή μορφές είναι η  καταλληλότερη ή οι καταλληλότερες.Εν τω μεταξύ... η ανάγκη να μην διακοπεί η παραγωγή και η αδυναμία αναστολής της κατανάλωσης των αναγκαίων προς το ζην, θα καταστήσουν απαραίτητη την λήψη αποφάσεων για την συνέχιση της καθημερινής ζωής παράλληλα με την συνέχιση της απαλλοτρίωσης, θα πρέπει να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, στο μέτρο δε που θα εμποδίζεται η δημιουργία και η εδραίωση νέων προνομίων, θα υπάρχει χρόνος για να βρεθούν οι καλύτερες λύσεις.Ποια είναι κατά την γνώμη μου η καλύτερη λύση την οποία θα έπρεπε κανείς να προσπαθεί να προσεγγίσει;

Χαρακτηρίζω τον εαυτό μου κομμουνιστή, διότι ο κομμουνισμός μου φαίνεται ότι είναι το ιδανικό το οποίο πρέπει να επιδιώκει η ανθρωπότητα, καθώς η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων και η αφθονία των αγαθών θα τους απαλλάξουν από τον φόβο της πείνας, καταστρέφοντας έτσι το μείζον εμπόδιο για την αδελφοσύνη τους.

Αλλά, πραγματικά, πολύ σημαντικότερα και από τις πρακτικές μορφές οργάνωσης, οι οποίες πρέπει αναπόφευκτα να εναρμονισθούν με τις συνθήκες και οι οποίες θα βρίσκονται σε μια διαρκή κατάσταση αλλαγής, είναι το πνεύμα από το οποίο θα εμφορούνται οι οργανώσεις αυτές και η μέθοδος που θα χρησιμοποιηθεί για την δημιουργία τους• το πλέον σημαντικό, πιστεύω, είναι ότι θα πρέπει να κατευθύνονται από το πνεύμα της δικαιοσύνης και την επιθυμία του γενικού καλού, και ότι θα πρέπει να επιτυγχάνουν τους σκοπούς τους πάντοτε ελευθέρως κι εθελουσίως.
Εάν όντως θα υπάρχει ελευθερία και πνεύμα αδελφοσύνης, τότε όλες οι λύσεις θα έχουν τον ίδιο στόχο τη, χειραφέτησης και της διαφώτισης του ανθρώπου και  θα   καταλήξουν να εναρμονισθούν δια της συγχωνεύσεως Εάν, αντιθέτως, δεν θα υπάρχει ελευθερία και η επιθυμια για το καλό όλων θα απουσιάζει, η όποια μορφή  οργάνωσης δεν μπορεί παρά να έχει ως αποτέλεσμα την αδικία την εκμετάλλευση και τον δεσποτισμό.
                                                                           ΕΡΡΙΚΟ ΜΑΛΑΤΕΣΤΑ

Η ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ [Ερ. Μαλατέστα]


Η   ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

Του ΕΡΡΙΚΟ ΜΑΛΑΤΕΣΤΑ

Για να εκλείψει οριστικά η καταπίεση, χωρίς να υπάρχει κανένας κίνδυνος επανεμφάνισης της, πρέπει όλοι οι άνθρωποι να πεισθούν για το δικαίωμα τους επί των μέσων παραγωγής και να είναι προετοιμασμένοι να ασκήσουν αυτό το βασικό δικαίωμα, απαλλοτριώνοντας τους γαιοκτήμονες, τους βιομηχάνους και τους χρηματιστές και θέτοντας όλο τον κοινωνικό πλούτο στην διάθεση του λαού.'

[Στην Τέραμο] σε μια συγκέντρωση αγροτών, ο τοπικός γραμματέας των συνδικάτων, ο πρόεδρος του σοσια­λιστικού συνεταιρισμού και δύο σοσιαλιστές βουλευτές έλεγαν στους αγρότες: «Να είστε έτοιμοι. Όταν οι ηγέτες σας πουν να απεργήσετε, φύγετε από τα χωράφια, και αν, από την άλλη, σας πουν να μαζέψετε μόνο το μερίδιο σας (από την σοδειά), υπακούστε τους και αφήστε το υπόλοιπο αμάζευτο.» Αυτή είναι η συμβουλή των καλών ρεφορμιστών.

Διότι είναι γεγονός ότι όταν χάνεται η σοδειά, μπορεί κανείς ευκολότερα να πει στους ανθρώπους ότι η επανάσταση δεν μπορεί να γίνει, επειδή θα πεθάνουν από την πείνα. Πότε αυτοί οι κακοί ποιμένες θα αποφασίσουν να πουν στους αγρότες: «μαζέψτε όλη την σοδειά και μη δώσετε τίποτε στα αφεντικά, μετά προετοιμάστε την γη και σπείρετε την για την επόμενη χρονιά, με την απόλυτη βεβαιότητα ότι τα αφεντικά δεν πρέπει να ξαναπάρουν ποτέ τίποτε»; Εάν θέλουμε να αλλάξουμε ριζικά και όχι απλώς επιφανειακά το σύστημα, θα χρειασθεί να καταστρέψουμε εκ των πραγμάτων τον καπιταλισμό, απαλλοτριώνοντας εκείνους οι οποίοι τώρα ελέγχουν όλο τον κοινωνικό πλούτο, και ξεκινώντας αμέσως να οργανώνουμε, σε τοπική βάση και χωρίς να χρησιμοποιούμε τις νόμιμες οδούς, μια νέα κοινωνική ζωή. Πράγμα που σημαίνει ότι για να δημιουργήσουμε την «κοινωνική δημοκρατία», θα πρέπει προηγουμένως να  εγκαθιδρύσουμε  .. .την Αναρχία!

Μια από τις βασικές αρχές του αναρχισμού είναι η κατάργηση του μονοπωλίου επί της γης, των πρώτων υλών ή των μέσων παραγωγής, και συνεπώς η κατάργηση της εκμετάλλευσης της εργασίας των άλλων από εκείνους που κατέχουν τα μέσα παραγωγής. Η ιδιοποίηση της εργασίας των άλλων, όλων εκείνων των πραγμάτων τα οποία επιτρέπουν σε έναν άνθρωπο να ζει χωρίς να συνεισφέρει το μερίδιο του στην κοινωνία, αποτελεί, από αναρχική και σοσιαλιστική άποψη, κλοπή. Οι γαιοκτήμονες, οι καπιταλιστές, με βία και ατιμία έχουν καταληστέψει τον λαό από την γη και όλα τα μέσα παραγωγής, συνέπεια δε αυτής της αρχικής κλοπής είναι ότι μπορούν να αποσπούν καθημερινά από τους εργάτες το προϊόν της εργασίας τους- Ωστόσο υπήρξαν τυχεροί κλέφτες, έχουν γίνει ισχυροί, έχουν θεσπίσει νόμους για να νομιμοποιήσουν την θέση τους και έχουν οργανώσει ένα ολόκληρο σύστημα καταστολής για να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, τόσο από τις απαιτήσεις των εργατών όσο και από εκείνους που θα ήθελαν να τους αντικαταστήσουν, χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα. Τώρα η κλοπή των πρώτων ονομάζεται ιδιοκτησία, εμπόριο, βιομηχανία κ.ο.κ-, ενώ ο όρος ληστές στην καθομιλουμένη επιφυλάσσεται για εκείνους οι οποίοι θα ήθελαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των καπιταλιστών αλλά, έχοντας έλθει πολύ αργά και σε αντίξοες περιστάσεις, δεν μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο χωρίς να στραφούν εναντίον του νόμου.

Ωστόσο, τα διαφορετικά ονόματα με τα οποία συνήθως αναφέρονται, δεν μπορούν να απαλείψουν την ηθική και κοινωνική ταυτότητα των δυο θέσεων. Ο καπιταλιστής είναι ένας κλέφτης ο οποίος πέτυχε, χάρη στις δικές του προσπάθειες ή εκείνες των προγόνων του· ο κοινός κλέφτης είναι ένας επίδοξος καπιταλιστής ο οποίος απλώς προσδοκά να γίνει τέτοιος πραγματικά, να ζει, χωρίς να εργάζεται, από την «μπάζα» του, δηλαδή από την εργασία των άλλων. Ως εχθροί των καπιταλιστών, δεν μπορούμε να τρέφουμε συμπάθεια για τον κλέφτη που φιλοδοξεί να γίνει καπιταλιστής. Όντας θιασώτες της απαλλοτρίωσης από τον λαό προς όφελος όλων, δεν μπορούμε ως αναρχικοί να σχετιζόμαστε με ενέργειες οι οποίες απλώς αποσκοπούν στην μεταφορά πλούτου από τα χέρια του ενός αφεντικού στα χέρια ενός άλλου, Βεβαίως, αναφέρομαι στον επαγγελματία κλέφτη, το άτομο που δεν θέλει να εργάζεται και αναζητά τα μέσα για να ζει παρασιτικά από την εργασία των άλλων. Το ζήτημα είναι εντελώς διαφορετικό όταν ένας άνθρωπος, στον οποίο στερούν τα μέσα εργασίας, κλέβει προκειμένου αυτός ή τα μέλη της οικογένειας του να μην πεθάνουν από την πείνα. Σε αυτήν την περίπτωση, η κλοπή (αν μπορεί να ονομασθεί έτσι) είναι μια εξέγερση κατά της κοινωνικής αδικίας και μπορεί να αποβεί το ιερότερο δικαίωμα και το επιτακτικότερο καθήκον...Είναι αλήθεια ότι ο επαγγελματίας κλέφτης είναι και αυτός θύμα του κοινωνικού περιβάλλοντος. Το παράδείγμα που δίδουν οι ανώτεροι του, το μορφωτικό του υπόβαθρο, και οι απεχθείς συνθήκες μέσα στις οποίες πολλοί άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται, εύκολα εξηγούν τον λόγο για τον οποίο ορισμένοι άνθρωποι που δεν είναι ηθικά καλύτεροι από τους συγχρόνους τους, βρισκόμενοι μπροστά στην επιλογή να είναι εκμεταλλευτές ή υποκείμενοι στην εκμετάλλευση, επιλέγουν να είναι το πρώτο και επιδιώκουν να γίνουν εκμεταλλευτές με όποιο μέσο μπορούν. Όμως αυτά τα ελαφρυντικά θα μπορούσαν να ισχύουν εξίσου και για τους καπιταλιστές, αλλά κάνοντας κανείς κάτι τέτοιο απλώς καταδεικνύει σαφέστερα την βασική ταυτότητα των δύο επαγγελμάτων. Εφ' όσον οι αναρχικές ιδέες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ωθήσουν τους ανθρώπους να γίνουν καπιταλιστές, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ούτε για να κάνουν τους ανθρώπους κλέφτες. Αντιθέτως, προσφέροντας στους δυσαρεστημένους ανθρώπους ιδέες για μια καλύτερη ζωή και την ελπίδα για μια γενική χειραφέτηση, οι αναρχικές ιδέες υποστηρίζουν, αν μη τι άλλο, την παραίτηση από κάθε νόμιμη ή παράνομη πράξη, η οποία ενθαρρύνει την προσαρμογή στο καπιταλιστικό σύστημα και τείνει να το διαιωνίζει.

Παρ' όλα αυτά, το κοινωνικό περιβάλλον είναι τόσο ισχυρό και οι ατομικές ιδιοσυγκρασίες τόσο διαφορετικές, ώστε δεν υπάρχει κανένας λόγος για να μη γίνουν κλέφτες κάποιοι αναρχικοί, όπως ακριβώς υπάρχουν κάποιοι που γίνονται επιχειρηματίες ή  βιομήχανοι·  αλλά,  εν προκειμένω, τόσο οι μεν όσο και οι δε, ενεργούν έτσι, όχι εξ αιτίας κάποιων αναρχικών ιδεών αλλά ενάντια σε αυτές.  

Προς τους δασκάλους [Π. Κροποτκιν]


* Το απόσπασμα αυτό του κειμένου του Π. Κροπότκιν, με το σχόλιο που ακολουθεί, δημοσιεύτηκε σε φοιτητικό περιοδικό της δεκαετίας του ’80, του οποίου, όμως, αγνοώ τον τίτλο και την ημερομηνία έκδοσης (όποιος/α γνωρίζει ας ενημερώσει σχετικά). Το αναδημοσιεύω εδώ, πιστεύοντας ότι είναι ακόμα επίκαιρο και το κείμενο του Κροπότκιν και το σχόλιο.
«Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης», Ιούλιος 2004, Μελβούρνη.


Πιοτρ Κροπότκιν
Προς τους δασκάλους

«Τι να πω, επίσης, στο δάσκαλο, όχι στον άνθρωπο εκείνο που θεωρεί το επάγγελμά του βαρετό, αλλά σε αυτόν ο οποίος, όταν περιβάλλεται από μια χαρούμενη παρέα νέων, αισθάνεται αγαλλίαση από τα εύθυμα πρόσωπα και το χαριτωμένο τους χαμόγελο. Σ’ εκείνους που προσπαθεί να φυτέψει στο μικρό τους κεφάλι τις ιδέες εκείνες του ανθρωπισμού που και ο ίδιος αγάπησε όταν ήταν νέος.
Συχνά σε βλέπω λυπημένο και ξέρω τι είναι εκείνο που σε κάνει να κατσουφιάζεις. Σήμερα ο πιο αγαπημένος σου μαθητής που, αλήθεια, δεν είναι και πολύ καλός στα Λατινικά, αλλά που, παρ’ όλα αυτά, διαθέτει μια θαυμάσια καρδιά, διηγούνταν με ενθουσιασμό την ιστορία του Γουλιέλμου Τέλλου. Τα μάτια του βούρκωσαν, φαινόταν σαν να ήθελα να μαχαιρώσει όλους τους τυράννους που υπήρξαν ποτέ. Απέδωσε με τέτοιο πάθος τους φλογερούς στίχους του Σίλερ: «Μπροστά στο σκλάβο όταν σπάζει τα δεσμά του και όχι μπροστά στον ελεύθερο να τρέμεις». Αλλά όταν γύρισε σπίτι του, οι γονείς του και ο θείος του τον κατσάδιασαν άγρια για την έλλειψη σεβασμού που επέδειξε απέναντι στον υπουργό ή τον τοπικό χωροφύλακα. Τον έψελναν επί ώρες, μιλώντας του για «σύνεση, σεβασμό απέναντι στην εξουσία, υποταγή στους καλυτέρους του», ώσπου άφησε παράμερα το Σίλερ για να μελετήσει την τέχνη με την οποία θα προοδεύσει ο κόσμος.
Κι έπειτα, χθες ακόμα έμαθες ότι οι καλύτεροι μαθητές σου έχουν πάρει τον κακό δρόμο. Ο ένας δεν κάνει τίποτε άλλο από το ονειρεύεται τα γαλόνια του αξιωματικού, ο άλλος μαζί με το αφεντικό του κλέβει τον τιποτένιο μισθό των εργατών και εσύ, που έτρεφες τόσες ελπίδες γι’ αυτούς τους νέους, συλλογιέσαι τώρα τη θλιβερή αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στη ζωή σου και στο ιδανικό σου.
Ακόμα συλλογίζεσαι αυτή την αντίφαση, αλλά προμαντεύω ότι το πολύ σε δύο χρόνια, αφού θα έχεις υποστεί τη μια απογοήτευση μετά την άλλη, θα βάλεις τους αγαπημένους σου συγγραφείς στο ράφι και θα καταλήξεις να πεις ότι ο Τέλλος ήταν αληθινά ένας πολύ τίμιος άνθρωπος, αλλά πέρα από αυτό τίποτε άλλο: ότι η ποίηση αποτελεί μια πρώτης τάξεως απασχόληση για τις ώρες της ανάπαυσης, ιδιαίτερα όταν ένας άνθρωπος διδάσκει τη μέθοδο των τριών όλη την ημέρα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, οι ποιητές αεροβατούν πάντα και οι στίχοι τους δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή ζωή ούτε με την επόμενη επίσκεψη του σχολικού επιθεωρητή.
Ή, από την άλλη μεριά, τα όνειρα της νιότης σου θα γίνουν οι ακλόνητες πεποιθήσεις της ώριμης ηλικίας σου. Θα θέλεις να υπάρχει μια πλατιά, ανθρώπινη εκπαίδευση για όλους, μέσα στο σχολείο και έξω από αυτό και βλέποντας ότι αυτό είναι αδύνατο μέσα στις συνθήκες που επικρατούν, θα χτυπήσεις τα ίδια ακριβώς τα θεμέλια της αστικής κοινωνίας.
Τότε, διωγμένος καθώς θα είσαι από το Υπουργείο Παιδείας, θα εγκαταλείψεις το σχολείο σου και, προσχωρώντας στο στρατόπεδό μας, θα γίνεις ένας από μας. Θα πεις σε ανθρώπους, που είναι μεγαλύτεροι από σένα αλλά που έχουν πετύχει λιγότερα στη ζωή τους, πόσο δελεαστική είναι η γνώση, πώς όφειλε να είναι η ανθρωπότητα, αλλά και τι θα μπορούσαμε να είμαστε. Θα έρθεις και θα εργαστείς με τους επαναστάτες για τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό του επικρατούντος συστήματος. Θα αγωνιστείς δίπλα μας, για να πετύχουμε την αληθινή ισότητα, αδελφότητα και την ατελείωτη ελευθερία για όλο τον κόσμο».
Αν κι έχει περάσει ένας αιώνας (και πλέον) από τότε που ο Πιοτρ Κροπότκιν έγραψε αυτό το κείμενο για τους δασκάλους και τους παιδαγωγούς, νομίζουμε ότι αυτό παραμένει επίκαιρο. Πάντα αυτοί που χρίζονται δάσκαλοι ή καθηγητές και αναλαμβάνουν την αγωγή των νέων ανθρώπων στο σχολείο, ξεκινούν με μεγάλα όνειρα και ιδανικά, με την προσδοκία να βοηθήσουν τους μαθητές τους να γίνουν, όχι απλώς αποδέκτες μιας συγκεκριμένης γνώσης αλλά συνειδησιακά ανώτεροι άνθρωποι.
Τις περισσότερες φορές, όμως, καταλήγουν απλώς να γίνονται το λούκι μέσα από το οποίο η εκάστοτε εξουσία περνά τις αραχνιασμένες της ιδέες στους νέους των θρανίων να μετατρέπονται σε ιεροεξεταστές του παπαγαλισμού, της βαθμολογομανίας, του ανταγωνισμού, να γίνονται οι χωροφύλακες που έχουν υπό τις διαταγές τους χιλιάδες ανύποπτα μυαλά.
Αλήθεια, πότε, επιτέλους, ο κλάδος των καθηγητών θα αναλάβει την ευθύνη να κάνει συλλογικά της αυτοκριτική το. Σήμερα υπάρχουν μεμονωμένες μόνο περιπτώσεις καθηγητών που υιοθετούν αντιαυταρχικές μεθόδους διδασκαλίας και προσπαθούν να διαλύσουν μια αντίληψη που θέλει εχθρούς τους μαθητές με τους καθηγητές τους.
Όμως, τα πράγματα δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Οι βίοι των μαθητών και των καθηγητών δεν αείανι συγκρουόμενοι αλλά παράλληλοι. Κι οι δύο μαζί, ο καθένας, βέβαια, από την ιδιαίτερη θέση του, ζουν από κοινού την ίδια καθημερινότητα και τα ασφυκτικά πλαίσια, αυτού που κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται σχολείο και το οποίο είναι, στην ουσία, μια τεράστια φυλακή και γι’ αυτό, βέβαια, θα πρέπει να αναλάβουν συγχρόνως μια σειρά δραστηριοτήτων, με κύριο βάρος στην προβολή ενός άλλου οράματος για το χώρο της εκπαίδευσης.
Στο όραμα αυτό δεν θα υπάρχουν βαθμολογία, έλεγχοι, χειραγωγήσεις, η χειρωνακτική από την πνευματική εργασία δεν θα είναι διαχωρισμένες, το σχολείο δεν θα είναι αποκομμένο από την κοινωνία και τη φύση. Ίσως γι’ αυτό, μάλιστα, θα έπρεπε, για μια μεγάλη περίοδο, να καταργηθεί το τυπικό ωράριο, να βγει από τις αντιθέσεις της ζωής, να βγει στην παραγωγή, στα εργοστάσια, στην εξοχή, στα χωριά, τα εργαστήρια, στα θέατρα... Οι τρόποι διδασκαλίας να καθορίζονται από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους τους μαθητές και καθηγητές.
Αυτό το όραμα, βέβαια, δεν θα ισχύει σε μια μελλοντική κοινωνία αγγέλων, αλλά σε έναν κόσμο όπου οι αντιθέσεις θα λύνονται με το διάλογο και όχι με τη λεγόμενη «πειθώ».


«Κράτος και Επανάσταση» [Λ. Φαμπρι]


«Κράτος και Επανάσταση»

του Λουίτζι Φάμπρι

(Το κείμενο αυτό αποτελεί κριτική του Λουίτζι Φάμπρι στο βιβλίο του Λένιν «Κράτος και Επανάσταση». Το κείμενο αυτό γράφτηκε το 1920.)
 

Ένα βιβλίο γραμμένο από τον Λένιν μετά την επανάσταση (εννοεί την Ρωσική Επανάσταση του 1917) έχει πρόσφατα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Avanti (εκδόσεις του, τότε, Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας), ένα βιβλίο το οποίο, με τον τίτλο του και μόνο, υπόσχεται να εξαντλήσει το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στο Κράτος και την Επανάσταση.
Αλλά έχω δοκιμάσει μια μεγαλύτερη απογοήτευση. Η προσωπικότητα του Λένιν θα παραμείνει χαραγμένη με πύρινα γράμματα στην ιστορία και το γεγονός ότι τρία χρόνια τώρα το Κόμμα έχει εγκαθιδρύσει την εξουσία του πάνω σε 300 εκατομμύρια πληθυσμό, θα μπορούσε να είναι αρκετό για να αποδειχτεί η δυναμική, ηθική και φυσική ενέργεια αυτού του ανθρώπου, ο οποίος μια μέρα θα πάρει τη θέση του ανάμεσα στις περισσότερο γνωστές προσωπικότητες της ιστορίας.
Αλλά εκεί που οι θαυμαστές του έκαναν ένα λάθος, εξυψώνοντάς τον ως μαέστρο, είναι ακριβώς το ότι τον παρουσιάζουν ως τον «μεγαλύτερο λάτρη του σοσιαλισμού». Όμως, τα προηγούμενα αριστουργήματά του, που γράφτηκαν στα Ρωσικά και μεταφράστηκαν τώρα στα Γαλλικά και Ιταλικά, ό,τι έχει τώρα κυκλοφορήσει, μας παρουσιάζουν τον Λένιν ως έναν δυναμικό πολεμιστή, έναν άνθρωπο, ο οποίος μπορεί να χειριστεί έτσι τα κείμενα του μαρξισμού, ώστε να τα κάνει να λένε ό,τι θέλει αυτός, ένας συγγραφέας που χρησιμοποιεί την εφευρετική του επιχειρηματολογία, αλλά χωρίς τις δικές του ιδέες, χωρίς μια καλοδιάθετη ενόραση per ensemble και ένας μεν κοφτερός συγγραφέας, αλλά χωρίς αυτή την εσωτερική φλόγα που δίνει ζωή στα έργα του Ματσίνι και του Μπακούνιν, για παράδειγμα. Η παιδεία του, επίσης, φαίνεται απέραντη και βαθιά, βέβαια, αλλά μόνο σε σχέση με τον Μαρξισμό. Φαίνεται ότι τίποτα άλλο δεν υπάρχει γι’ αυτόν.
Μερικοί δε επιθυμούν να τον δουν ως συνεχιστή του Μαρξ. Τι λάθος! Δεν έχει τίποτα από τον Μαρξ, εκτός από τις λιγότερο ελκυστικές ιδέες: μια σκληρή αποκλειστικότητα, περιφρόνηση για εκείνους που δεν σκέφτονται όπως αυτός, ευελιξία φρασεολογίας, τάση να κατανικήσει τον εχθρό του με την ειρωνεία και το σαρκασμό, μη ανεκτικότητα προς την αντιπολίτευση. Και ως άνθρωπος της δράσης και ως ηγέτης ή οργανωτής των ανθρώπων της δράσης, ο Λένιν είναι, πράγματι, μια προσωπικότητα χωρίς άλλη ισάξιά του στην ιστορία του σοσιαλισμού. Ακόμα και ο Μαρξ ο ίδιος δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτόν, επειδή ήταν περισσότερο άνθρωπος της σκέψης παρά άνθρωπος της δράσης. Αλλά, ως θεωρητικός, ο Λένιν δεν πρόσθεσε τίποτα στη σκέψη του Μαρξ. Από αυτήν πήρε μόνο την αιτιολόγηση, το σχολιασμό και την ερμηνεία, εφόσον δεν είναι σοφιστής.
Έχω αμφισβητήσει διάφορα από το διάβασμα αυτού του βιβλίου, «Κράτος και Επανάσταση», μελετώντας το με ενδιαφέρον, καθώς φιλοδοξεί να επεξεργαστεί τα ζητήματα που μας ενδιαφέρουν: να γνωρίζουμε πραγματικά εάν το Κράτος θα είναι ίσως το όργανο της Επανάστασης ή εάν θα αποτελέσει εμπόδιο, ένα βάρος, μια συνεχή παρακώλυση της ανάπτυξής της (Επανάστασης), προσπαθώντας να την καταστρέψει διαμέσου μιας δυναμικής και διαρκούς αντιπολίτευσης.
Σε αντάλλαγμα, έχω βρει στο βιβλίο αυτό μόνο μια συνθήκη για «εσωτερική χρήση» στο σοσιαλιστικό κόμμα. Ο Λένιν προσπαθεί να αποδείξει ότι το δικτατορικό σύστημα βρίσκεται σε αρμονία με τη μαρξιστική θεωρία και τίποτα περισσότερο. Φαίνεται ότι το γεγονός, ότι μπορούμε να είμαστε σοσιαλιστές χωρίς να είμαστε μαρξιστές, ότι η Επανάσταση δεν μπορεί να επιτύχει αφού πρώτα την σακατέψουμε στο Προκρούστειο κρεβάτι μιας δογματικής και μονομερώς καθορισμένης σχολής σκέψης, δεν τον απασχολεί καθόλου. Οι αποδείξεις του Λένιν δεν μας ικανοποιούν, τουλάχιστον από την μαρξιστική θεώρηση των πραγμάτων, παρά τις κάποιες εκφράσεις που χρησιμοποιούνται περισσότερο για να ενδυναμώσουν το όλο κείμενο όσον αφορά τις προτάσεις του και λιγότερο από το να εκληφθεί με βάση την διανοουμενίστικη σημασία του. 
Ο Μαρξ διανοήθηκε μια δημοκρατική διαδικασία για την επανάσταση, η οποία θα μπορούσε κατ’ αυτόν να είναι το σιδερένιο χέρι ενάντια στην μπουρζουαζία, αλλά αυτό θα επέτρεπε για τους προλετάριους και τις άλλες ποικίλες κοινωνικές δυνάμεις και ρεύματα αυτές οι ελευθερίες που είχαν συνεχιστεί να υπάρχουν να ονομάζονται δημοκρατικές (ψήφος, Τύπος, επανένωση, σύνδεσμος, τοπική αυτονομία), καθώς βασίζονται στην πλειοψηφία μέσω αντιπροσώπων.
Εμείς, οι άλλοι, οι αναρχικοί, είμαστε αντίθετοι στο σύστημα αυτό, γιατί δεν αναγνωρίζουμε στην πλειοψηφία να καταπιέζει τις μειοψηφίες, επειδή πιστεύουμε ότι οι ελευθερίες αυτές στα αντιπροσωπευτικά συστήματα που δίνουν στη μειοψηφία το δικαίωμα να καταπιέζει και να κυβερνά σε βάρος της πλειοψηφίας, είναι απατηλές και ατελείς και εάν δεν θέλουμε αυτοί να καταπιέζουν τους άλλους, τότε, με βεβαιότητα, δεν θέλουμε και την αντιστροφή αυτού του συστήματος. Επιπροσθέτως, εάν το σύστημα της προλεταριακής δικτατορίας ήταν σύμφωνο με τα «ιερά» κείμενα του Μαρξισμού, τότε θα μπορούσε να αποδειχτεί ότι μια τέτοια κατεύθυνση, τόσο αυστηρά κρατιστική, θεωρείται ότι οδηγεί και αναπτύσσει την επανάσταση έτσι ώστε να απελευθερώσει τους προλετάριους από την οικονομική και πολιτική σκλαβιά, τη σκλαβιά στην ιδιοκτησία και το κράτος. Άσκοπα έχω ψάξει για μια τέτοια απόδειξη στο βιβλίο αυτό του Λένιν. Κυρίως αποτελεί (το βιβλίο) μια πολεμική ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες και τους ρεφορμιστές. Γι’ αυτό είναι, μάλλον, ένα ντοκουμέντο για εσωτερική χρήση στο σοσιαλιστικό κόμμα.
Υπάρχει στο βιβλίο πληθώρα αποσπασμάτων από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, έτσι που εάν μετρήσουμε όλες τις σελίδες με τα αποσπάσματα αυτά, το βιβλίο αυτό γίνεται μια αρκετά μέτρια εργασία. Μπορώ μόνο να συμφωνήσω με το πρώτο μέρος του βιβλίου, όπου δίνεται έμφαση στην αστική και δημοκρατική υποκρισία και το κράτος εμφανίζεται ως αντιπρόσωπος των ενδιαφερόντων όλων των πολιτών, αλλά, αντιθέτως, η πραγματικότητα είναι ένα όπλο της κυρίαρχης τάξης για να εκμεταλλεύεται τις καταπιεζόμενες τάξεις.
Αργότερα, ο Λένιν πέφτει στο Μαρξιστικό ή, μάλλον, λάθος του Ένγκελς, σύμφωνα με το οποίο οι προλετάριοι παίρνουν την κρατική εξουσία, θέτουν τα μέσα παραγωγής υπό κρατική ιδιοκτησία, κάνοντας το κράτος να εξαφανιστεί από μόνο του. Εάν το κράτος μετατραπεί σε ιδιοκτήτη, τότε θα έχουμε κρατικό καπιταλισμό, όχι σοσιαλισμό, ούτε κατάργηση του κράτους ούτε αναρχία! Θα έχουμε ένα αρκετά παράξενο σύστημα, καταργώντας έναν οργανισμό με το να πολλαπλασιάζουμε τις λειτουργίες του, δίνοντάς του νέα μέσα εξουσίας. Με το κράτος ως ιδιοκτήτη, όλοι οι προλετάριοι θα γίνουν κρατικοί υπάλληλοι, αντί για υπάλληλοι ιδιωτών καπιταλιστών. Το κράτος θα είναι ο εκμεταλλευτής και μαζί με τους πολλούς υψηλά ή χαμηλά ιστάμενους κυβερνήτες και ολόκληρη τη γραφειοκρατία με όλες τις ιεραρχικές της δομές, θα αποτελέσει τη νέα κυριαρχούσα και εκμεταλλευτική τάξη. Φαίνεται ότι κάτι παρόμοιο συνέβη στη Ρωσία, στις μεγάλες πόλεις και στη βαριά βιομηχανία.
Αυτό είναι το μεγάλο Μαρξιστικό λάθος, να θεωρείται το κράτος ως ένα μόνο απλό αποτέλεσμα του διαχωρισμού σε τάξεις, όταν αυτό από μόνο του προκαλεί αυτό το διαχωρισμό. Όχι μόνο το κράτος είναι ο υπηρέτης του καπιταλισμού, ενισχύοντας τα οικονομικά προνόμια των αστών κ.λπ., αλλά και επιπλέον χαρακτηρίζεται από προνόμια τα οποία συνθέτουν μια προνομιούχα τάξη ή κάστα, τρέφοντας την κυρίαρχη τάξη, δίνοντάς της νέα στοιχεία και θα συνεχίσει να το κάνει αυτό, εάν, εκτός από την πολιτική εξουσία, διατηρεί επίσης και την οικονομική εξουσία, δηλαδή την κοινωνική  αφθονία ως τον αποκλειστικό ιδιοκτήτη.
Ο Λένιν λέει ότι η δικτατορία (του προλεταριάτου) θα είναι αυτή των «οργανωμένων προλεταρίων ως μια κυρίαρχη τάξη». Αλλά αυτό αποτελεί αντίφαση όρων. Εάν οι προλετάριοι γίνουν η κυρίαρχη τάξη δεν θα είναι πλέον προλετάριοι, δεν θα είναι πλέον μη ιδιοκτήτες. Δηλαδή θα γίνουν ιδιοκτήτες. Επιπροσθέτως, εάν υπάρχουν κυρίαρχες τάξεις, αυτές που είναι τώρα κυρίαρχες τάξεις θα γίνουν προλετάριοι και έτσι ο διαχωρισμός σε τάξεις θα συνεχίσει να υφίσταται.
Τη μόνη εξήγηση που μπορούμε να δώσουμε σ’ αυτό το γρίφο είναι το ότι η μελλοντική κυρίαρχη τάξη θα σχηματιστεί από μια μειοψηφία προλετάριων, οι οποίοι θα ξεφορτωθούν την πραγματική αστική μειοψηφία, μια μειοψηφία στην οποία ο υπόλοιπος πληθυσμός θα σκλαβωθεί, δηλαδή οι παλιές τάξεις και η πλειοψηφία των προλεταρίων θα παραμείνουν σκλάβοι, πολιτικά κυριαρχούμενοι και οικονομικά σκλαβωμένοι. Εάν γίνει αυτό το τρομερό λάθος τότε η κοινωνία θα αιματοκυλιστεί άσκοπα. Θα στραφεί στην άλλη πλευρά, την πλευρά της αδικίας.
Ο Μ. Μπακούνιν προέβλεψε αυτές τις επιπτώσεις της εφαρμογής του Μαρξισμού, την κυβέρνηση από μέρους μερικών ομάδων προοδευτικών εργατών στις μεγάλες πόλεις, προς ζημία της πλειοψηφίας των εργατών της επαρχίας και των μικρών πόλεων.
Ο Λένιν, οδηγούμενος από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, υπενθυμίζει το παράδειγμα των Γαλλικών Επαναστάσεων του 1848 και 1871. Αλλά ακόμα από τις εμπειρίες αυτών των επαναστάσεων ήταν που γεννήθηκε ο αναρχισμός ως μια γνήσια αντίληψη για την επανάσταση. Αφού όλοι οι επαναστάτες θεωρητικοί μελέτησαν αυτές τις δύο επαναστάσεις και σημείωσαν τις κακές επιδράσεις που προκλήθηκαν από την ύπαρξη του κράτους ή από τη δικτατορική καθοδήγηση μιας επανάστασης, ο Μαρξ παρατίθεται χωρίς λόγο (στο βιβλίο), επειδή αυτός δεν πριμοδότησε τον συγκεντρωτισμό με κανέναν τρόπο – όπως ο Λένιν ισχυρίζεται – αλλά μόνο το σύστημα των κοινοτικών (τοπικών) εξουσιών. Ο Λένιν, έπειτα, μιλά για καταστροφή του κρατικού μηχανισμού, αλλά θέλει να καταστρέψει μόνο τον αστικό κρατικό μηχανισμό και να τον αντικαταστήσει με έναν άλλο, γραφειοκρατικό, αυτόν του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι μόνοι που θα ωφεληθούν από αυτή την αλλαγή θα είναι αυτοί που θα είναι οι μεγαλοϋπάλληλοι του νέου κράτους, της νέας γραφειοκρατίας.
Έρχεται τώρα στο μυαλό μου, καθώς μιλάμε γι’ αυτή την κατάσταση, το παραμύθι με το πληγωμένο άλογο, που, καλυμμένο από μύγες βοηθιέται από αυτούς που τις καταδιώκουν, τους λέει: «Οι μύγες που ήδη έχω είναι γεμάτες αίμα και εάν εσείς τις καταδιώξετε θα έρθουν άλλες πιο πεινασμένες και αδηφάγες».
Αυτή η προκατάληψη του Λένιν για τον συγκεντρωτισμό αποκαλύπτεται ακόμα σε μια προειδοποίηση που απευθύνει προς τους αναρχικούς: «Επειδή δεν θέλουν διεύθυνση!». Αλλά ποιος είπε στον Λένιν ότι οι αναρχικοί δεν θέλουν διεύθυνση; Δεν το ξέρω… Αλλά το λάθος έρχεται από το γεγονός ότι αυτός δεν μπορεί να διανοηθεί μια διεύθυνση χωρίς γραφειοκρατία, χωρίς κράτος, χωρίς εξουσίες και καθώς οι αναρχικοί είναι ενάντια σε γραφειοκρατία, εξουσία και κράτος, αυτός νομίζει ότι δεν θέλουν διεύθυνση. Αυτό είναι παραλογισμός.
Στην πραγματικότητα, η καλύτερη διεύθυνση, η καλύτερη οργάνωση, αυτή η οποία πραγματικά αξίζει αυτό το όνομα, είναι η λιγότερο συγκεντρωτική, η λιγότερο εξουσιαστική. Όταν λέει ο Λένιν, αντιγράφοντας τον Ένγκελς, ότι θέλει να εξαφανιστεί το κράτος, παραιτείται από μια τέτοια ευσεβή πρόθεση χωρίς πρακτικά αποτελέσματα, από τη στιγμή που έχει διαλέξει έναν τρόπο του να ενδυναμώσει το κράτος, σχηματίζοντας μια τάξη στη θέση μιας άλλης.
Σε μια αναρχική έκδοση, θα πρέπει να μιλήσω για το τι λέει ο Λένιν στο βιβλίο αυτό για τον αναρχισμό και τους αναρχικούς. Έχω, βέβαια, να πω πολλά για το ζήτημα αυτό, αλλά δεν μπορώ από το μη μιλήσω εδώ για την προσπάθεια που καταβάλει ο Λένιν να είναι «δίκαιος» με τους αναρχικούς, ίσως επειδή γνωρίζει από την εμπειρία του πόσο αξιόλογη μπορεί να είναι η βοήθειά τους. Αλλά δεν το κάνει πάντα, για παράδειγμα όταν λέει ότι οι αναρχικοί δεν έχουν καμία συνεισφορά στα συγκεκριμένα ζητήματα της αναγκαιότητας καταστροφής του κρατικού μηχανισμού και της αντικατάστασής του. Όμως, ολόκληρη η αναρχική φιλολογία είναι απόδειξη για το αντίθετο! Αλλά αποδίδει αυτή τη δικαιοσύνη στους αναρχικούς μετά από τριάντα χρόνια, αναγνωρίζοντας ότι η μπροσούρα του Πλεχάνωφ «Αναρχισμός και Σοσιαλισμός» - η οποία, μαζί με μια μικρή εργασία του Deville, είναι οι μόνες συνεισφορές σοσιαλιστικού χαρακτήρα όσον αφορά το ζήτημα αυτό - «είναι πιθανό να αντιστρέψει το πρόβλημα και να μη το κατανοήσουμε».
Ο Λένιν λέει ότι «ο Πλεχάνωφ είχε το κουράγιο να συνδιαλλαγεί με αυτό το ζήτημα, αποφεύγοντας τα περισσότερο πραγματικά και βασικότερα ζητήματα, από πολιτική άποψη, απαραίτητα στην πάλη ενάντια στον αναρχισμό, αρχίζοντας από τη στάση τους (των αναρχικών) στην επανάσταση ενάντια στο κράτος και το ζήτημα του κράτους γενικά».
Η μπροσούρα του Πλεχάνωφ περιέχει δύο μέρη: ένα ιστορικό-λογοτεχνικό - το οποίο περιέχει μια ακριβή τεκμηρίωση των ιδεών του Στίρνερ και του Προυντόν - και ένα μέρος με τις χειρότερες και τις πιο άξεστες απόψεις, όπου αδυνατεί να διακρίνει έναν αναρχικό από έναν ληστή. Αυτή η σύνθεση απόψεων χαρακτηρίζει καλύτερα τον Πλεχάνωφ και τη δραστηριότητά του: δογματισμός, αγένεια και πολιτικές απόψεις που συμβαδίζουν με τις αξίες της αστικής τάξης. Δεν γνωρίζω αν αυτό το πράγμα γίνεται σκόπιμα, αλλά το βιβλίο αυτού του χυδαίου και άξεστου Πλεχάνωφ ανατυπώθηκε αυτές τις μέρες, δεν ξέρω γιατί, από τις μπολσεβίκικες-λενινιστικές εκδόσεις Avanti (το 1920 στην Ιταλία).
Εάν ο Λένιν αναγνωρίζει ότι οι συνηθισμένες κριτικές για τον αναρχισμό εκπορεύονται από σοσιαλδημοκράτες σαν τον Πλεχάνωφ, τότε χρησιμοποιεί αστικές κοινοτοπίες και τα επιχειρήματά του δεν είναι και τα αποκλειστικότερα, επειδή διαλέγει ως στόχο έναν αναρχισμό μιας ειδικής κατασκευής, που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Επαναλαμβάνει τις κριτικές του Ένγκελς ενάντια στις απόψεις του Προυντόν, αποδίδοντας στους αναρχικούς την αυταπάτη της καταστροφής του κράτους από τη μια μέρα στην άλλη, χωρίς να έχουν καμιά ιδέα με τι θα το αντικαταστήσουν κ.λπ.
Αλλά για να αποδείξουμε και να γίνει κατανοητό του τι είναι οι αναρχικοί, πρέπει να γράψουμε πολλά από εδώ και στο εξής, κάτι που, σίγουρα, θα το κάνω κάποια άλλη στιγμή… εάν υπάρξει τέτοια στιγμή.

ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΡΧΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ [Λ. Φαμπρι]


ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΡΧΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Του Λουίτζι Φάμπρι

Διάβασα με ισχυρή αίσθηση καλής θέλησης το πρόγραμμα για μια αναρχική «Οργανωτική Πλατφόρμα», το οποίο δημοσίευσε πέρυσι μια ομάδα Ρώσων συντρόφων στο Παρίσι και το οποίο έχει γίνει η αιτία μια φλογερής συζήτησης μεταξύ αναρχικών από διάφορες χώρες πρόσφατα. Η πρώτη εντύπωσή μου ήταν ότι δεν διαφωνούσα με πολλά από τα σημεία (της Πλατφόρμας) και, στην πραγματικότητα, πιστεύω ότι το πρόγραμμα αυτό περιέχει πολλές οδυνηρές και αδιαφιλονίκητες αλήθειες. Ολόκληρο το πρόγραμμα διαπνέεται από μια τέτοια διακαή επιθυμία να γίνει κάτι, να εργαστούμε για το καλό της υπόθεσής μας, κάτι το οποίο είναι αρκετά δελεαστικό.
Όλα αυτά βέβαια, δεν τυχαίνουν λίγης προσοχής από τους συντάκτες της «Πλατφόρμας», της οποίας η μεγάλη αξία οφείλεται σε έναν άλλο λόγο - θέτει υπό συζήτηση διάφορα προβλήματα έμφυτα στο αναρχικό κίνημα, όπως αυτά της θέσης των αναρχικών στην επανάσταση, της αναρχικής οργάνωσης στον αγώνα και πάει λέγοντας. Τα προβλήματα αυτά πρέπει να επιλυθούν εάν ο αναρχισμός πρόκειται να συνεχίσει να δίνει απαντήσεις στις αυξανόμενες ανάγκες του αγώνα και της παρούσας κοινωνικής ζωής.
Παρά τις ευνοϊκές αυτές παρατηρήσεις, εντούτοις - αν δεν κάνω λάθος - δεν νομίζω ότι το πρόγραμμα που προτείνεται από τους Ρώσους συντρόφους μπορεί να γίνει αποδεκτό από οποιαδήποτε αναρχική οργάνωση οποιασδήποτε σπουδαιότητας δεδομένου ότι, κατά την άποψή μου, περιέχει λάθη τα οποία είναι μεν μικρής σημασίας ώστε να παραμείνουν στο χώρο της φαντασίας της προσωπικής (και αμφισβητήσιμης) άποψης μερικών συντρόφων, αλλά που θα μπορούσαν να γίνουν η αιτία σοβαρών αποκλίσεων στο αναρχικό κίνημα εάν γίνουν αποδεκτά από κάποια οργάνωση και αποκτήσουν οποιαδήποτε προγραμματική αξία.
Ως προγραμματική βάση για μια οργάνωση, η «Πλατφόρμα» είναι αρκετά ιδεολογική και αρκετά μη πρακτική. Σε μια σειρά προβλημάτων (όπως η ταξική πάλη, η δημοκρατία, το κράτος, η επαναστατική μεταβατική περίοδος, ο συνδικαλισμός, κ.λπ.) στηρίζει αναμφισβήτητες απόψεις - μερικές σωστές, άλλες όχι - αν και η όποια άποψη σχετικά με αυτές μπορεί να ειπωθεί ότι ποικίλει από το σύντροφο σε σύντροφο. Η ομόφωνη συμφωνία ή ακόμα και η ευρεία συμφωνία γι’ αυτά τα σημεία μπορεί να είναι σχεδόν αδύνατη (και πράγματι άσκοπη, όσον αφορά τα πρακτικά αποτελέσματα για την οργάνωση που μας ενδιαφέρει). Αυτό που είναι σημαντικό είναι οι συγκεκριμένοι και θετικοί στόχοι του Αναρχισμού που πρέπει να πραγματοποιηθούν. Το σημαντικό είναι τι πρέπει και τι θέλουμε να επιτύχουμε όσον αφορά τη δράση, την ανεξάρτητη από τα δόγματα και τις ιδεολογίες με τις οποίες οι ενέργειές μας μπορούν να δικαιολογηθούν ή να αξιολογηθούν. Μου φαίνεται ότι στην «Πλατφόρμα» δεν αφιερώνεται αρκετός χώρος σ’ αυτό το ρεαλιστικό, εθελοντικό μέρος, εάν πρόκειται (η «Πλατφόρμα») να θεωρηθεί ένα πραγματικό προγραμματικό πρόγραμμα.
Αλλά δεν επιθυμώ να μείνω αρκετά στην κριτική της «Πλατφόρμας» ως προγραμματικής βάσης για μια οργάνωση. Πιστεύω ότι οι υπερασπιστές της οι ίδιοι δεν επιμένουν σ’ αυτό και είναι έτοιμοι να το παραμερίσουν προκειμένου να επιδιωχθεί μια πιο συγκεκριμένη βάση που είναι ικανότερη στο να ενώσει. Μεταξύ άλλων, στην πραγματικότητα, μια συνέπεια της «Πλατφόρμας θα ήταν μια τάση να αποκλείσει από την οργάνωση όχι μόνο τους ατομικιστές και τους αναρχικούς οι οποίοι τάσσονται ενάντια στην οργάνωση και οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να συμμετάσχουν εξαιτίας των αντιφάσεων ανάμεσα στους όρους, αλλά και όχι λίγους αναρχικούς κομμουνιστές και οπαδούς της οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένων μερικών (όπως εγώ) που έχουν για πολλά χρόνια υποστηρίξει την ανάγκη για μια αναρχική οργάνωση και έχουν εργαστεί για την επίτευξη του στόχου αυτού.
Υπάρχουν πολλά στοιχεία στην «Πλατφόρμα» που τα βρίσκω καλά και τα οποία εγκρίνω επειδή, πάνω απ’ όλα, επιδιώκουν να καταδείξουν την ανάγκη για την αναρχική οργάνωση καθώς και την ανάγκη στο να εγκαταλειφθεί αυτή η ασάφεια και απροσδιοριστία στην κατεύθυνση της συγκρότησης αυτής της οργάνωσης ως συγκεκριμένης, μόνιμης και πλατιάς στη μεγαλύτερη πιθανή της κλίμακα. Σωστή, επίσης, είναι και η αρκετή κριτική στο κίνημά μας του παρελθόντος και του παρόντος καθώς και οι πολλές επίπονες παρατηρήσεις. Επιπλέον, η σημαντική παρουσίαση μερικών από τα προβλήματα της αναρχικής οργάνωσης εδώ και τώρα. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να μείνω στο τμήμα αυτό, δεδομένου ότι υπάρχει συμφωνία. Ούτε επιθυμώ να εξετάσω ορισμένες πτυχές της «Πλατφόρμας» με τις οποίες συμφωνώ προσωπικά, αλλά με τις οποίες πολλοί σύντροφοι διαφωνούν καθώς δεν είναι ουσιαστικές για το πρακτικό κίνημα του Αναρχισμού.
Εντούτοις, θα εξετάσω μόνο εκείνα τα μέρη της «Πλατφόρμας» στα οποία μου φαίνεται ότι υπάρχουν λάθη ή στα οποία πιστεύω ότι περιέχονται οι σπόροι του λάθους. Η προσέγγισή μου θα είναι να θεωρήσω, όχι ως απλή έκθεση των ιδεών, προσωπικών ή μιας ομάδας, αλλά σαν να εξέταζα απλώς ένα από τα πολλά φυλλάδιά μας τα σχετικά με τη θεωρία ή την προπαγάνδα.

ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΚΙΛΙΑ

  Το σημείο εκκίνησης της «Πλατφόρμας», όπως αναπτύσσεται στην εισαγωγή του συντρόφου Αρσίνοφ, είναι υγιές. Αποδεικνύει ότι το αναρχικό κίνημα έχει καταστραφεί, αποστειρωμένο ως επί το πλείστον από τον «κίτρινο πυρετό της αποδιοργάνωσης». Η εμπειρία κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης ήταν αποφασιστική από αυτήν την άποψη.
Ένας Ιταλός φίλος μας που έζησε για κάποιο χρόνο στην Γερμανία και στην Ρωσία αμέσως μετά από την επαναστατική περίοδο, μου έλεγε ότι είναι αδύνατον να συνεχίσει να έχει αντι-οργανωτικές και ατομικιστικές απόψεις, από τη στιγμή που έχει αντίθετες εμπειρίες από την κατάσταση στις χώρες αυτές. Ο ίδιος, που ανήκε κάποτε στο ατομικιστικό ρεύμα του αναρχισμού, πείστηκε προσωπικά γι’ αυτό.
Στην πραγματικότητα, ο Αρσίνοφ σημειώνει ότι κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης, το ελευθεριακό κίνημα επέδειξε μια συγκεκριμένη σύγχυση και κατακερματισμό των δυνάμεών του και ο λόγος αυτός οδήγησε προφανώς μερικούς αναρχικούς μαχητές στην αγκαλιά των Μπολσεβίκων. Και είναι επίσης ο ίδιος λόγος που έχει προκαλέσει μια ορισμένη παθητικότητα μεταξύ μερικών άλλων... Και το συμπέρασμα της ανάγκης για μια οργάνωση των αναρχικών είναι πλήρως δικαιολογημένο και σωστό με κάθε τρόπο.
Εν τούτοις, κάποιος μπορεί να σημειώσει από την Εισαγωγή ότι το πνεύμα που εισχωρεί στη «Πλατφόρμα» είναι ουσιαστικά υπερβολικά εκλεκτικό (exclusivist), αφού τείνει να τοποθετήσει έξω από το αναρχικό κίνημα όλα εκείνα τα, όχι μόνο πρακτικά αλλά και ιδεολογικά, ρεύματα που δεν συμφωνούν με αυτή (δηλαδή με την «Πλατφόρμα»). Υπάρχουν ακόμα, μερικοί ισχυρισμοί σ’ αυτή οι οποίοι αξίζουν μεγαλύτερης ανάπτυξης και οι οποίοι για μας είναι και δίνουν μια μη ευνοϊκή εντύπωση, παραδείγματος χάρη όταν απαιτείται η «αυστηρή ενότητα» ενός κόμματος, η ενότητα ιδεολογίας και «στρατηγικής».
Είναι αλήθεια ότι, μεταξύ άλλων, η αναρχοσυνδικαλιστική μέθοδος δεν επιλύει το θέμα της αναρχικής οργάνωσης και εγώ, επίσης, είμαι αντίθετος στο πνεύμα και στο γράμμα που προτίθενται από τον όρο «αναρχοσυνδικαλισμός», ο οποίος είναι ακόμα διαδεδομένος στη Ρωσία, στη Γερμανία και (σε μια κάπως διαφορετική μορφή) στη Νότια Αμερική. Εάν δεν κάνω λάθος, όμως, ο αποκλεισμός του ρεύματος αυτού του αναρχισμού από μια γενική αναρχική οργάνωση θα ήταν ένα σοβαρό λάθος: θα οδηγούσε στο μετασχηματισμό της οργάνωσης αυτής σε ένα ξένο, εχθρικό (adversarial) κίνημα, τη στιγμή που, στην πραγματικότητα, είναι ένα εσωτερικό ρεύμα που μπορεί εύκολα να συνυπάρξει με το δικό μας ρεύμα το οποίο προτιμά να αποκαλείται απλώς «αναρχικό».
Γίναμε μάρτυρες ενός τέτοιου γεγονότος στην Ιταλία το 1919-20, μέσα στην Ιταλική Αναρχική Ένωση (Unione Anarchica Italiana), όπου οι αναρχικοί εκείνοι που έτειναν προς το συνδικαλισμό δρούσαν σαν στο σπίτι τους και συνεργάστηκαν κατά ενεργό και ωφέλιμο τρόπο στο κίνημα ολόκληρης της Ένωσης, παρά τη διαφωνία σε μερικά ιδιαίτερα ζητήματα όσον αφορά τη συνδικαλιστική δράση και τη θέση που υιοθετήθηκε γι’ αυτά στα πλαίσια ολόκληρου του κινήματος. Γενικά μιλώντας, συζητήθηκε στον (αναρχικό) Τύπο και στο συνέδριο, αλλά στο τέλος όλο και κάποια μορφή συμφωνίας υιοθετούσαμε ώστε να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε μαζί ως τμήμα της ίδιας οργάνωσης.
Ενώ είναι μεγάλη αλήθεια το ότι δεν είναι δυνατόν να συμβιώσουμε πρακτικά στην ίδια οργάνωση με τους ατομικιστές, οι οποίοι είναι πολύ μακρύτερα από μας απ’ ό,τι οι αναρχοσυνδικαλιστές, η ατομικιστική ιδεολογία δεν πρέπει να απορριφθεί εντελώς ακριβώς μόνο και μόνο γι’ αυτό το λόγο. Αντίθετα, μερικές αρχές σχετικά με τα δικαιώματα του ατόμου, την αυτονομία του ατόμου και της ομάδας, υποστηρίζονται από κοινού με εμάς, τους υποστηρικτές της οργάνωσης και το να μην το αναγνωρίζουμε αυτό αποτελεί την απαρχή μιας απόκλισης. Έτσι, στην υλοποίηση της ανάγκης για την οργάνωση και όντας, στην πραγματικότητα, χωριστοί από όλους εκείνους που αρνούνται μια γενική, μόνιμη οργάνωση, που θεωρεί αυτόν τον αναρχισμό κάπως ελαττωματικό από την άποψη των αρχών, δεν πρέπει να αφεθούμε να κρίνουμε αυτούς που υποστηρίζουν αυτό το είδος αναρχισμού ως μη αναρχικούς ούτε θα έπρεπε να μας σταματήσει αυτό (όταν παρουσιάζεται η περίπτωση) από μια πιθανή αμοιβαία αλληλεγγύη και συνεργασία μαζί τους.
Δεν ξέρω πραγματικά το πρόγραμμα της ομάδας των Ρώσων εκείνων συντρόφων που μας μιλούν για μια αναρχική «σύνθεση». Εντούτοις, εάν φαντάζεται η ομάδα αυτή ότι ο αναρχισμός θα είναι επίσης, με κάποιο τρόπο, ατομικιστικός και συνδικαλιστικός -όχι υπό μια δογματική έννοια εκλεκτικισμού αλλά υπό την πρακτική έννοια - ότι οι αναρχικοί θεωρούν χρήσιμη τη συνδικαλιστική δράση και απαραίτητη την υπεράσπιση της ελευθερίας του ατόμου προκειμένου να φθάσουν στη μέγιστη πιθανή αυτονομία, στην αρμονία με την ελευθερία όλων των άλλων ατόμων, τότε μια τέτοια αντίληψη μου φαίνεται ότι είναι εξ ολοκλήρου σωστή και αρκετά κοντινή στη δική μου αντίληψη, παρά την όλη ελαττωματική διατύπωσή της.
  Όταν μιλάμε για μια «Γενική Ένωση Αναρχικών», δεν πρέπει να φοβόμαστε τις λέξεις, αλλά μάλλον τις ιδέες που αυτές εκφράζουν και οι οποίες δεν μας φαίνεται να είναι καλές. Υπό τον όρο, εντούτοις, ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε από μια οργάνωση που έχει διαλέξει ένα τέτοιο όνομα να αντιπροσωπεύσει ολόκληρο το αναρχικό κίνημα και να αποκλείσει από αυτό εκείνους που δεν ανήκουν στην οργάνωση ατή, η οποία τότε θα ήταν ουσιαστικά «ιδιαίτερη» και όχι γενική.
Εμείς που θέλουμε να οργανώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους αναρχικούς για την προπαγάνδα και τον αγώνα, αναρχικοί που συμφωνούμε με καθορισμένους στόχους και καθορισμένες μορφές δράσης, πρέπει να απομακρυνθούμε από τον κίνδυνο του να εκλάβουμε την «περιοχή» μας σαν να είναι το όλο, να αδικήσουμε άλλους που δεν συμφωνούν μαζί μας και φανταζόμενοι ότι εμείς (που είμαστε μόνο ένα μέρος, αν και το μεγαλύτερο, του αναρχισμού) αντιπροσωπεύουμε ολόκληρο τον αναρχισμό. Πρέπει να αποφύγουμε αυτό το λάθος του εκλεκτικισμού που έχει ταλαιπωρήσει τα σοσιαλιστικά και εξουσιαστικά επαναστατικά κόμματα τα οποία, μόλις συγκροτήσουν το πρόγραμμα και την οργάνωσή τους, πιστεύουν στο δόγμα ότι μόνο αυτά θα επιβιώσουν, με άλλα λόγια, ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος πιθανός σοσιαλισμός ή επαναστατικότητα πέρα από τα δική τους.
Εάν υπήρξε έστω ένας διαφωνών αναρχικός έξω από την οργάνωσή μας, τότε αυτή δεν θα μπορούσε να αντιπροσωπεύσει όλους τους αναρχικούς. Μπορεί να είναι ζήτημα μειωμένης σπουδαιότητας, αλλά είναι ένα ζήτημα αρχής το οποίο οι αναρχικοί δεν πρέπει να ξεχάσουμε, εμείς που δεν πιστεύουμε σε οποιαδήποτε εγγενή αρετή της πλειοψηφίας ή της μειοψηφίας ή αρνούμαστε το δικαίωμα να υποτάσσουμε τη θέληση όλων εκείνων, ελάχιστων ή πολλών και οι οποίοι δεν συμφωνούν με μας, στους δικούς μας σκοπούς.

ΜΕΡΙΚΑ ΛΑΘΗ: ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΡΧΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

  Ένα μέρος της «Πλατφόρμας», το οποίο πιστεύω είναι λανθασμένο, είναι το τμήμα εκείνο που προσλαμβάνει την «ταξική πάλη» ως, το κύριο, πρακτικά, χαρακτηριστικό του αναρχισμού, μειώνοντας στο ελάχιστο το ανθρώπινο στοιχείο και τον ανθρωπιστικό στόχο του.
Η έκφραση «ταξική πάλη» περιλαμβάνει έναν πυρήνα θεωριών που μπορούν, φυσικά, να υποστηριχθούν από τους αναρχικούς αλλά που δεν είναι απαραιτήτως αναρχικές. Είναι, στην πραγματικότητα, κοινές θεωρίες σε ορισμένες άλλες σχολές του σοσιαλισμού, ειδικότερα στον Μαρξισμό και τον μπολσεβικισμό. Δεν μπορούμε εδώ να υποστηρίξουμε εάν είναι ή όχι αλήθεια ότι η ανθρώπινη ιστορία καθορίζεται από την ταξική πάλη – αυτό είναι ένα επιστημονικό ζήτημα ή ένα ζήτημα σχετικό με τη φιλοσοφία της ιστορίας που δεν προσκρούει υπερβολικά στον αναρχισμό. Ο αναρχισμός ακολουθεί τη δική του πορεία του ανεξάρτητα από το εάν η θεωρία αυτή είναι αληθινή ή ψεύτικη. Το κύριο χαρακτηριστικό του αναρχισμού είναι η άρνηση όλης της εξουσίας και όλων των κυβερνήσεων. Είναι η επιβεβαίωση της ατομικής και κοινωνικής ζωής, που οργανώνεται σε ελευθεριακή βάση.
Αλλά ο αναρχισμός είναι προπάντων ανθρώπινος, δεδομένου ότι επιδιώκει να πραγματοποιήσει η Ανθρωπότητα την καταστροφή των ταξικών και κρατικών διαχωρισμών και την επίτευξή του τόσο στο άτομο όσο και στην κοινωνία (για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Μπακούνιν). Η ταξική πάλη είναι ένας παράγοντας που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ούτε από τους αναρχικούς ούτε από καθέναν που έχει το κεφάλι του στους ώμους του και σε αυτήν την πάλη οι αναρχικοί θα σταθούν στο πλευρό των καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων τάξεων ενάντια στις κυρίαρχες και εκμεταλλευτικές τάξεις. Γι’ αυτό τον λόγο, ο ταξικός πόλεμος των εργαζομένων ενάντια στον καπιταλισμό ανταποκρίνεται στις μεθόδους και τις μορφές επαναστατικής δράσης του αναρχισμού, έχοντας ως στόχο να καταργήσει την καπιταλιστική τάξη. Η κατάργηση αυτή πρέπει να είναι προς όφελος του καθένα, έτσι ώστε οι εκμεταλλευόμενοι να πάψουν να είναι εκμεταλλευόμενοι και οι εκμεταλλευτές να πάψουν να είναι εκμεταλλευτές και ο καθένας να συμφωνήσει εθελοντικά να παράγει από κοινού και να καταναλώσει τους καρπούς της κοινής εργασίας από κοινού, σύμφωνα με τις ανάγκες τους.
Από αυτή την άποψη θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι αναρχικοί είναι «ενάντια στην ταξική πάλη», δεδομένου ότι εισάγουν στην πάλη των εργαζομένων ενάντια στον καποθταλισμό το στόχο της εξάλειψης της ταξικής πάλης για να την αντικαταστήσουν με την ανθρώπινη συνεργασία. Είναι καλύτερα, επίσης, να μη φορτώσουμε την προπαγάνδα μας με φόρμουλες που μπορούν να οδηγήσουν σε παρανοήσεις και θα μπορούσαν, λαμβάνοντας υπόψη τη σημερινή τους χρήση, να ερμηνευθούν αντίθετα προς τον αναρχισμό.
Ιστορικά μιλώντας, μου φαίνεται ανακριβές να μιλάμε για τον αναρχισμό ως «ταξικό ιδανικό». Η εργατική τάξη, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, έχει κάθε ενδιαφέρον για το θρίαμβο της ελευθερίας υπό την αναρχική έννοια και, συνεπώς, εμείς οι αναρχικοί απευθυνόμαστε ειδικά στους εργαζομένους αδελφούς μας, μεταξύ των οποίων ξέρουμε ότι μπορούμε να βρούμε τους περισσότερους συντρόφους. Πράγματι, οι περισσότεροι αναρχικοί, μπορούμε ακόμη και να πούμε σχεδόν όλοι οι αναρχικοί, είμαστε οι ίδιοι εργαζόμενοι. Αλλά ούτε αυτό σημαίνει ότι ο στόχος του αναρχισμού είναι αποκλειστικά εργατίστικος (workerist) ούτε ότι ο θρίαμβος της εργατικής τάξης πρέπει απαραιτήτως να οδηγήσει στην αναρχία. Θα κάνουμε καλά να πειστούμε, αν δεν κάνω λάθος, ότι ανάμεσα στο προλεταριάτο υπάρχει ακόμη ένα μικροσκοπικό, μη υγιές μέρος που είναι θύμα δεσποτικών, αυταρχικών ή οι δουλικών τρόπων τέτοιων που μπορούμε να συναντήσουμε στην αστική τάξη. Αν η αναρχική μας θέληση δεν είναι σε θέση να το αποτρέψει, η νίκη αυτών των στοιχείων θα μπορούσε να καταλήξει σε νέες μορφές κυριαρχίας που σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν επιθυμητές. Το παράδειγμα της Ρωσίας μπορεί να μας διδάξει κάτι.
Ο αναρχισμός είναι επίσης μια ανθρώπινη ιδέα, η ιδέα όλων εκείνων, χωρίς εξαίρεση, οι οποίοι θέλουν να καταστρέψουν κάθε μορφή βίαιης και καταναγκαστικής εξουσίας ενός ατόμου πάνω σε ένα άλλο. Με την υπαγωγή αυτής της ιδέας σε οποιαδήποτε ταξική προκατάληψη - είτε πρόκειται για μια παλαιά αστική είτε για πιο πρόσφατη εργατίστικη προκατάληψη - θα την μειώναμε ως τέτοια (ανθρώπινη ιδέα) και θα προετοιμάζαμε στην πραγματικότητα τον τρόπο για μια επικίνδυνη ψυχολογία που θα διευκόλυνε το σχηματισμό (μέσω της επανάστασης) μιας νέας κυρίαρχης τάξης.
Οι εργαζόμενες μάζες, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων δεν είναι αναρχικές, περικλείουν πολλές τάσεις, κάποιες καλές και κάποιες κακές, μερικές αυταρχικές και μερικές ελευθεριακές, άλλες δουλικές και άλλες επαναστατικές. Δεν αποτελούν από μόνες τους μια δημιουργική δύναμη υπό κάθε έννοια, πόσο μάλλον ελευθεριακή . Το μόνο που μπορεί να γίνει, είναι κάποια άτομα που είναι μέρος των εργατικών μαζών να μπορέσουν συνειδητά να γίνουν αναρχικοί και η αναρχική προπαγάνδα να αναπτυχθεί σ’ αυτές και να αναπτύξει τις ελευθεριακές τάσεις τους, παλεύοντας και αποδυναμώνοντας τις άλλες τάσεις. Επομένως, οι μάζες είναι μια «δημιουργική και απελευθερωτική δύναμη» επειδή είναι αναρχικές και όχι επειδή αυτές είναι μάζες εργαζομένων.
Μεταξύ των αναρχικών μπορούν να υπάρξουν διαφορετικές απόψεις γι’ αυτό (οι οποίες είναι φυσιολογικές), αλλά δεδομένου ότι εξετάζουμε μια αμφισβητήσιμη θεωρητική και ιστορική άποψη, είναι εντελώς άχρηστο το να δογματίζουμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Απ’ όσο μας ενδιαφέρουν το περιεχόμενο της αναρχικής πάλης και τα αποτελέσματά της, ας μας επιτραπεί να αρκεστούμε λέγοντας ότι οι αναρχικοί συμμετέχουν στην πάλη των εκμεταλλευόμενων τάξεων ενάντια στον καπιταλισμό, για την κατεδάφιση της εξουσίας του και για την πλήρη κατάργησή του. Συμφωνούμε στο περισσότερο μέρος, χωρίς διάκριση. Όλα τα άλλα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης, αλλά μη γίνει αυτό αιτία πραγματικής διάσπασής μας (ο Φάμπρι μάλλον χρησιμοποιεί τη λέξη κόμμα. Τουλάχιστον αυτό υπάρχει στην αγγλική μετάφραση).
Αυτό που πραγματικά δεν έχω καταλάβει στη «Πλατφόρμα» είναι το θέμα της σχέσης μεταξύ του αναρχικού κινήματος και του εργατικού κινήματος, μεταξύ της αναρχικής οργάνωσης όσον αφορά τις ιδέες, και της εργατικής οργάνωσης όσον αφορά τα οικονομικά αιτήματα. Μια συγκεκριμένη αναρχική οργάνωση των μαζών, λέγεται, ότι πρέπει να είναι αποτελεσματική και για να συμβεί αυτό πρέπει να είναι, αφενός, μια επιλεγμένη ομαδοποίηση επαναστατών εργατών και αγροτών βάσει των αναρχικών ιδεών και, αφετέρου, μια ομαδοποίηση των επαναστατών εργατών και αγροτών βάσει της παραγωγής και της κατανάλωσης, αν και αυτό εντούτοις «είναι διαποτισμένο με την επαναστατική αναρχική ιδεολογία». Αλλά δεν σημαίνει αυτό έναν άχρηστο διπλασιασμό;
Είτε μπορούμε να υποστηρίξουμε μια εργατική οργάνωση ανοικτή σε όλους τους εργαζομένους, με κανένα ιδιαίτερο ιδεολογικό πρόγραμμα, στα πλαίσια της οποίας οι αναρχικοί λειτουργούν ως εμψυχωτές και κατευθυντήρια δύναμη (υπό την ελευθεριακή έννοια) των εργαζομένων, με στόχο να την κάνουν περισσότερο ελευθεριακή και επαναστατική, αλλά χωρίς να περιμένουμε να υιοθετήσει η οργάνωση αυτή τις απόψεις μας επίσημα και a priori – και στην περίπτωση αυτή υπάρχει χώρος για ένα ειδικό αναρχικό κίνημα παράλληλα με την οργάνωση αυτή - είτε μπορούμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα των αναρχικών της Αργεντινής (με την FORA) και των αναρχοσυνδικαλιστών της Γερμανίας και της Ρωσίας, όπου όλες οι λειτουργίες του κινήματος και της αναρχικής προπαγάνδας βρίσκονται μέσα στη μια εργατική οργάνωση που έχει ένα αναρχικό πρόγραμμα, τακτική και ιδεολογία και στην περίπτωση αυτή η ύπαρξη ειδικών αναρχικών ομάδων θα ήταν ένας άσκοπος διπλασιασμός χωρίς ξεκάθαρη αποστολή.
Το γεγονός ότι στη «Πλατφόρμα» γίνεται εδώ και εκεί λόγος για μια μια «καθοδηγητική θέση» ή έναν «καθοδηγητικό ρόλο» των αναρχικών μέσα στο προλεταριακό κίνημα, θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως κάτι άλλο - ότι οι αναρχικοί, με άλλα λόγια, πρέπει με κάποιο τρόπο να δημιουργήσουν κάποια καθοδηγητική κάστα που θα παρέμενε λίγο-πολύ πάνω από το εργατικό κίνημα, με παρόμοιο τρόπο όπως στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής ή στο Μπολσεβίκικο κόμμα της Ρωσίας. Αυτό, κατά την άποψή μου, θα ήταν μια απόκλιση από τον αναρχισμό, αν και μπορεί να εμφανιστεί ότι ωφελεί το αναρχικό κόμμα. Με άλλα λόγια, θα ήταν ένα λίγο-πολύ καλυμμένο είδος αναρχικής δικτατορίας πάνω στο μη αναρχικό ή γενικά ελευθεριακό προλεταριάτο.

ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΟΡΩΝ

  Είναι αλήθεια ότι οι συντάκτες της «Πλατφόρμας» λένε ότι αυτή η ηγεσία θα ήταν μια από τις ιδέες μόνο. Αλλά προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αυτή η επιρροή, δεν υπάρχει καμία ανάγκη για μια τρίτη άποψη όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του αναρχισμού και του μαχητικού προλεταριάτου. Οι δύο απόψεις που διευκρινίζονται ανωτέρω το επιτρέπουν αυτό και το καθιστούν πιθανό στον ίδιο βαθμό. Η άποψη που προτείνεται λανθασμένα με την«Πλατφόρμα», δεν θα προσέθετε τίποτα - και πράγματι θα ήταν ένα λάθος. Κάποιος οδηγείται στο να σκεφτεί ότι η πνευματική ηγεσία θα μπορούσε να ερμηνευθεί όπως και θα μπορούσε να λάβει τη μορφή μιας πραγματικής ηγεσίας που θα αποτολμούσε την απόπειρα ενός αντι-αναρχικού διαχωρισμού μεταξύ των καθοδηγητικών στοιχείων που είναι η μειονότητα και της καθοδηγούμενης μάζας που είναι η πλειοψηφία. Οι μάζες θα είχαν κάθε δικαίωμα να είναι προσεκτικές, παρά την άρνηση εκείνων που επιθυμούν να λειτουργήσουν ως ηγέτες.
Δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο η διαφορά που καθιερώνει η «Πλατφόρμα» μεταξύ της μαζικής οργάνωσης της διαποτισμένης από την αναρχική ιδεολογία και της ίδιας της αναρχικής οργάνωσης. Είναι μια διαφορά που δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί στην πράξη με την ποσότητα καθώς τίποτα δεν μπορεί να καθιερώσει το βαθμό με τον οποίο η πρώτη οργάνωση είναι αναρχική σε σχέση με τη δεύτερη ούτε εγκρίνεται η νομιμότητα της «ηγεσίας» ή η ανωτερότητα της δεύτερης σε βάρος της πρώτης.
Μπορεί η πρόθεση των συντακτών της «Πλατφόρμας» να μην είναι αυτή που εκφράζεται ανωτέρω. Επαναλαμβάνω, ότι σε μερικές περιπτώσεις δεν έχω καταλάβει πλήρως τι σκέφτονταν οι συγγραφείς. Η γλώσσα δίνει συχνά στον αναγνώστη αυτήν την εντύπωση. Και, από την άλλη πλευρά, εάν αποκλείσουμε αυτό που υποδεικνύεται ανωτέρω, η αντίληψή της δεν έχει τίποτα αυθεντικό και θα μπορούσε ευτυχώς να ταιριάξει με την άποψη των υποστηρικτών της ύπαρξης μιας εργατικής οργάνωσης που είναι ανοικτή σε όλους, όπως και με αυτήν των αναρχοσυνδικαλιστών, πιο κοντά όμως στην πρώτη παρά στη δεύτερη.
Ένα συγκεκριμένο ποσοστό παρανόησης και παρερμηνείας λοιπόν βρίσκεται στην υιοθέτηση των εκφράσεων «ταξική πάλη» και «συνδικαλισμός» τις οποίες οι συγγραφείς της «Πλατφόρμας» αποτυγχάνουν να τις βάλουν στη μια πλευρά, αν και είναι ελαττωματικές και σχετικές με διανοητική σύγχυση.
Έχω μιλήσει ήδη για την ταξική πάλη. Όσον αφορά το συνδικαλισμό, αν και δεν προσδίδουν στη λέξη αυτή καμιά άλλη έννοια παρά την έννοια του ταξικού επαναστατικού εργατικού κινήματος, όταν πρόκειται για τις διάφορες μορφές επαναστατικού αγώνα, είναι αδύνατον (εάν δεν κάνω λάθος) να υπάρξουν αφαιρέσεις όλων όσων η λέξη αυτή έχει εκφράσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων 25 χρόνων, ειδικά στην Ιταλία: από μεταρρυθμιστικό σε φασιστικό συνδικαλισμό, διαμέσου όλων των αποκλίσεων και των λαθών του ίδιου του θεωρητικού ή πρακτικού επαναστατικού συνδικαλισμού, και όχι μόνο στην Ιταλία.


* Το κείμενο αυτό του Ιταλού αναρχοκομμουνιστή Λουίτζι Φάμπρι, δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της North-Eastern Fedaration of Anarchist Communists (NEFAC- Βορειοανατολική Ομοσπονδία Αναρχικών Κομμουνιστών) από τις βορειοανατολικές πολιτείες των ΗΠΑ και τον Καναδά, στις 6 Οκτωβρίου 2004. Μεταφράστηκε στα ελληνικά από το «Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης» τον Δεκέμβριο 2004-Ιανουάριο 2005.

' αφ � � �(� P� � εχθρός μου δεν έχει ποτέ δίκιο, αυτό που θεωρεί αυτός σαν κακό είναι, αντίθετα, θαυμάσιο.» Υπάρχουν πολύ περισσότεροι απ' όσοι νομίζουμε, ιδιαίτερα ανάμεσα στους επαναστάτες, που κάνουν αυτήν την εξίσωση, η οποία μπορεί κατά τύχη να είναι σωστή μερικές φορές αλλά αυτή καθεαυτή είναι άκρως παραπλανητική.

Α! Μας αποκαλείτε κακοποιούς; Τότε λοιπόν, ναι, εί­μαστε κακοποιοί!" Πόσες φορές η φράση αυτή βγήκε από τα χείλη μερικών αναρχικών — διαθέτουν ακόμη κι έναν «ύμνο των κακοποιών». Σ' ένα βαθμό αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό — και ακόμη να εμφανιστεί — σαν μια όμορφη προκλητική χειρονομία προς τον εχθρό. Κανείς όμως δεν μπορεί να παραδεχτεί στα σοβαρά ότι οι αναρχικοί είναι κακοποιοί... Αντίθετα όμως, και από την δύναμη της επα­νάληψης αυτής της παραδοξολογίας, ορισμένοι καταλή­γουν να την εκλαμβάνουν σαν μια δεδηλωμένη αλήθεια. «Quod erat demostrandum>>2, κραυγάζει τότε θριαμβευ­τικά η αστική τάξη, η οποία, αφού μας αποκαλεί κλέφτες, εμπρηστές, εχθρούς της οικογένειας και κακοποιούς, ακούει μ' ευχαρίστηση την εκφώνηση αυτής της παραδοξο­λογίας μολονότι αυτή δεν είναι παρά μια προκλητική χει­ρονομία. Είναι λοιπόν απαραίτητο ν αποφεύγουμε κάτι τέτοιο και να μην γοητευόμαστε τόσο πολύ από παραδοξολογίες.

Θα ήταν προτιμότερο να επιδιώκουμε αυτό που μας ευχαριστεί, ανεξάρτητα από το τι κάνουν οι εχθροί μας. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να προπαγανδίζουμε τις ιδέες μας δίχως να μας απασχολεί αν η αστική τάξη συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί μας.

Συνοψίζοντας, θα πρέπει να σιγουρευόμαστε ότι το κί­νημα μας τραβά τον δικό του δρόμο ανεξάρτητα από την άμεση ή έμμεση επίδραση της αστικής συκοφαντίας και ιδεολογίας, ανεξάρτητα από την συμπεριφορά — θετική ή αρνητική — των συντηρητικών. Και θα κάνουμε επαναστα­τικό και κατ' εξοχήν ελευθεριακό έργο μέσω της ελευθεριακής θεωρίας, η οποία μας δείχνει ότι θα πρέπει να χει­ραφετηθούμε κοινωνικά και ατομικά από κάθε είδους επιρροή που δεν απορρέει απ' τα δικά μας συμφέροντα, την ελευθερία μας και τις επιθυμίες μας και δεν ανταποκρίνεται άμεσα σ' αυτά.

ΑΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟ [Λ. Φαμπρι]


ΑΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟ

του Λουίτζι Φάμπρι

Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε ότι η αστική λογοτεχνία, η οποία βρίσκει στον αναρχισμό την αιτία για μια νέα και βίαιη αισθητική στάση, συμβάλλει αναμφίβολα στην δημιουργία μιας ατομικιστικής και αντικοινωνικής νοοτροπίας ανάμεσα στους αναρχικούς. Οι λογοτέχνες κι οι καλλιτέχνες, δίχως να πολυσκοτίζονται για το αν μπορεί αυτό να εφαρμοστεί στην καθημε­ρινή ζωή, βρήκαν ένα είδος ομορφιάς στις πράξεις των ατόμων που, με την δύναμη της ευφυΐας τους και την υπέρ­τατη περιφρόνηση της ζωής τους και της ζωής των άλλων, θέτουν τον εαυτό τους, με την βίαιη εξέγερση τους, έξω από την κοινή πορεία της ανθρωπότητας. Για αυτούς του καλλιτέχνες και συγγραφείς, η ομορφιά της χειρονομίας αντικαθιστά το κοινωνικό όφελος, για το οποίο καθόλου δεν ενδιαφέρονται. Έτσι, έχουν εξιδανικεύσει την μορφή του αναρχικού δυναμιτιστή, γιατί ακόμη και στις τραγικό­τερες εκδηλώσεις της εμφανίζει αναμφίβολα αυθεντικά και γοητευτικά χαρακτηριστικά. Αυτή η λογοτεχνική και καλ­λιτεχνική εξιδανίκευση έχει ασκήσει την επιρροή της σε πολλούς αναρχικούς, οι οποίοι, λόγω άγνοιας ή μη εξοι­κείωσης με τον λόγο και την λογική, ή λόγω ψυχοσύνθε­σης, την έχουν εκλάβει ως διάδοση των ιδεών μολονότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια καλλιτεχνική έκφραση. Ορισμένοι αναρχικοί κύκλοι, οι περισσότερο παρορμητικοί και λιγότερο γνωστικοί, δεν έχουν αντιληφθεί ότι αυ­τοί οι συγγραφείς, που δείχνουν να συναγωνίζονται στην έκδοση των πιο εξωφρενικών παράδοξων, δεν συμμερίζο­νται τις αρχές και την θεωρία του αναρχισμού. Εξυμνούν τον Ραβασόλ και τον Εμίλ Ανρϋ με τον ίδιο τρόπο που σε άλλες εποχές θα εξυμνούσαν τους ληστές της υπαίθρου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ληστής που επιτίθεται και σκοτώνει έναν ταξιδιώτη παρέχει στον λογοτέχνη ένα πιο αποδοτικό θέμα απ' όσο ο μικροκλέφτης ή ο πορτοφολάς' ο πρώτος μπορεί ν' αποτελέσει θέμα για ένα δράμα ή ένα μυθιστόρημα, ενώ ο δεύτερος προσφέρεται μόνο για κωμω­δία ή φάρσα. Κανένα λογικό άτομο δεν μπορεί όμως ν' αρ­νηθεί ότι ο ληστής που ενεδρεύει στους δρόμους είναι χί­λιες φορές χειρότερος από τον μικροκλέφτη .Αυτοί οι λόγιοι φιγουρατζήδες, χωρίς ίσως να το επι­διώκουν, προσβάλλουν τους ξεπεσμένους αναρχικούς ακόμη και με τις ευλογίες που τους απευθύνουν, γιατί οι ευλογίες τους αντλούν την δύναμη και το κίνητρο τους ακριβώς απ' αυτό που, σύμφωνα με τις αναρχικές αρχές, συνιστά κάτι το οδυνηρό κι αξιοθρήνητο μολονότι αποτε­λεί ίσως ιστορική αναγκαιότητα. Η αστική νοοτροπία βλέ­πει σ' αυτούς [Σ.τ.Α.Μ.: τους αναρχικούς τρομοκράτες] μια στάση η οποία μετέπειτα διαχέεται στον αναρχικό χώρο και τείνει να διαμορφώσει στο εσωτερικό του μια πα­ρόμοια [Στ.Α.Μ.: αστική] νοοτροπία. Παρομοίως, η αστική τάξη συγχωρεί ευκολότερα τον φονιά που αφαιρεί την ζωή ενός ανθρώπου παρά τον κλέ­φτη που, σε τελευταία ανάλυση, δεν αφαιρεί τίποτα από την ζωτική κληρονομιά της κοινωνίας αλλά αλλάζει απλώς τη θέση των αντικειμένων και μεταβιβάζει το δικαίωμα κα­τοχής τους. Ομοίως, από άλλη όμως σκοπιά και χωρίς να θέλουμε να κάνουμε άδικες συγκρίσεις, υπάρχουν ορισμέ­νοι αναρχικοί που εκτιμούν πολύ περισσότερο όσους σκο­τώνουν σε μια στιγμή βίαιης εξέγερσης απ' όσο εκτιμούν τον αφανή αγωνιστή που μεσ' από μια ζωή συνεχούς αγώνα επιφέρει πολύ πιο ριζοσπαστικές αλλαγές στην συ­νείδηση και, τα γεγονότα .θα επαναλάβω αυτό που έχω πει κι άλλες φορές: οι αναρχικοί δεν είναι Τολστοϊκοί — αναγνωρίζουν ότι η βία (η οποία παραμένει πάντα άσχημο πράγμα, είτε είναι ατο­μική είτε συλλογική) είναι συχνά αναγκαία κι ότι κανείς δεν θα 'πρεπε να καταδικάζει εκείνους που θυσίασαν τη ζωή τους σ' αυτήν την αναγκαιότητα. Το θέμα όμως που πραγματευόμαστε δεν είναι αυτό, αλλά η τάση — η οποία προέρχεται από τις αστικές επιρροές — ν' αγνοούμε τους σκοπούς και ν' ασχολούμαστε αποκλειστικά με πράξεις .Σύμφωνα με τη δική μου λογική, οι αναρχικοί που δί­νουν πρωταρχική σημασία στις επαναστατικές ενέργειες είναι ίσως επαναστάτες και αναρχικοί, είναι όμως πολύ περισσότερο επαναστάτες παρά αναρχικοί. Έχω γνωρίσει πολλούς αναρχικούς που ενδιαφέρονται ελάχιστα ή καθό­λου για την αναρχική θεωρία κι ούτε καν προσπαθούν να μάθουν, είναι όμως φλογεροί επαναστάτες των οποίων η κριτική κι η προπαγάνδα δεν έχουν άλλο σκοπό εκτός από Τον επαναστατικό, αυτόν της εξέγερσης για χάρη της εξέ­γερσης. Κι όσο πιο ενθουσιώδεις και πιο αδιάλλακτοι εί­ναι, τόσο πιο γρήγορα εγκαταλείπουν το κίνημα μας και , προσχωρούν στα νομιμόφρονα και εξουσιαστικά κόμματα — η πίστη τους σε μια ταχύτατα επερχόμενη επανάσταση εξανεμίζεται μέσ' από την επαφή τους με την πραγματικό­τητα, κι η ενεργητικότητα τους σπαταλιέται σε βιαιότατες συγκρούσεις στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Η επίδραση της αστικής ιδεολογίας στα άτομα αυτά εί­ναι αναμφισβήτητη. Η μέγιστη σημασία που αποδίδεται σε μια πράξη βίας ή σε μια επαναστατική ενέργεια, είναι η δίδυμη αδελφή της μέγιστης σημασίας που αποδίδεται από την αστική πολιτική θεωρία σε λίγους «μεγάλους άν­δρες», συγκριτικά μ' αυτή που αποδίδεται στο σύνολο της κοινωνίας. Κι αυτή η ολέθρια επίδραση απονεκρώνει σε πολλούς αναρχικούς την αίσθηση της σχετικότητας με την οποία αποδίδουμε στο καθετί την πραγματική του σημασία, ώστε καμιά επαναστατική μέθοδος να μην απορρίπτε­ται εκ των προτέρων, αλλά κάθε μια να εξετάζεται σε σχέση με τον επιθυμητό σκοπό δίχως να συσκοτίζεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας, οι λειτουργίες και τ' αποτελέ­σματα τη ς ­Έχουμε λοιπόν προσδιορίσει δυο μορφές αστικής επί­δρασης στον αναρχισμό: η μια είναι αυτή που εκδηλώνεται με την μεγάλη σημασία που αποδίδεται μάλλον στις επανα­στατικές ενέργειες παρά στους στόχους που θα 'πρεπε να έχουν αυτές οι ενέργειες" η άλλη είναι αυτή της παρηκμασμένης αστικής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων, η οποία εξιδανικεύει τις πιο αντικοινωνικές μορφές της ατο­μικής εξέγερσης. Μόλις και μετά βίας μπορούν να διαχω­ριστούν οι δυο αυτές μορφές αστικής επίδρασης, και γι' αυτό δεν κατάφερα να τις εξετάσω χωριστά.

Η αστική τάξη έχει ασκήσει πολύ μεγάλη επίδραση στον αναρχισμό όταν ανέλαβε η ίδια την αποστολή να κάνει αναρχική προπαγάνδα. Φαντάζει μεν παράδοξο, αληθεύει όμως ότι μεγάλο μέρος της αναρχικής προπαγάνδας έγινε από την αστική τάξη. Δυστυχώς έτσι είναι, αν και οτιδή­ποτε κι αν έκανε κατέστη εντελώς άχρηστο για την διάδοση των αληθινά ελευθεριακών ιδεών, αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι επιθύμησε με ζήλο να χρεώσει σ' ολόκληρο το αναρχικό κίνημα τις συνέπειες αυτής της κίβδηλης προ­παγάνδας. σε καιρούς όπου οι αναρχικοί διώκονται αμείλικτα, τυ­χαίνει όλοι οι περιθωριοποιημένοι άνθρωποι της σημερι­νής κοινωνίας, κι ανάμεσα τους πολλοί εγκληματίες, να καταλήγουν να πιστεύουν σοβαρά ότι η αναρχία είναι όπως περιγράφεται στις αστικές Εφημερίδες, δηλαδή, κάτι που ταιριάζει πολύ με τις αντικοινωνικές τους συνήθειες. Αν και για διαφορετικούς λόγους, είναι γεγονός ότι τα άτομα αυτά βρίσκονται σαν τους αναρχικούς, σε μια κα­τάσταση διαρκούς εξέγερσης ενάντια στη θεσμισμένη εξουσία' το γεγονός αυτό δημιουργεί αυτήν την εσφαλμένη αντίληψη και την ενισχύει. Στην φυλακή και στην αναγκα­στική εξορία ήρθαμε πολλές φορές σ' επαφή με κοινούς εγκληματίες που ονόμαζαν τον εαυτό τους αναρχικό δίχως φυσικά να 'χουν ποτέ διαβάσει έστω κι ένα αναρχικό πε­ριοδικό ή φυλλάδιο, δίχως να 'χουν ακούσει ποτέ κάτι για την αναρχία που να μην προερχόταν από τον αστικό τύπο. Κι έτσι πιστεύουν ότι. η αναρχία είναι ακριβώς αυτό που περιγράφεται στα πιο κατακριτέα αντιδραστικά πε­ριοδικά, κι ως τέτοια την επιδοκιμάζουν ή την αποδοκι­μάζουν. Αναλογιστείτε για λίγο το είδος της αναρχίας που θα 'θελαν να υπάρξει αυτοί που ως τέτοια την επιδοκιμά­ζουν! θυμάμαι τότε που γνώρισα στην φυλακή κάποιον που είχε καταδικαστεί για κοινά εγκλήματα, έναν επιτή­δειο πλαστογράφο και συν τοις άλλοις και ποιητή, ο οποίος πίστευε σοβαρά ότι ήταν αναρχικός και το ίδιο είπε και στους δικαστές του. Ένας απ' αυτούς τον ρώτησε με ποιο τρόπο μπορεί και δικαιολογεί τα εγκλήματα του υπό το φως των ιδεών που ισχυρίζεται ότι πρεσβεύει. Η απά­ντηση του: «Αυτό που εσύ ονομάζεις έγκλημα συνιστά την αρχή της αναρχίας. Όταν όλοι οι άνθρωποι επιδοθούν σε πράξεις αχαλίνωτης εγκληματικότητας (αυτά ακριβώς τα λόγια χρησιμοποίησε), τότε θα 'ρθει ή θα υπάρξει αναρ­χία.» Όπως βλέπουμε, ασπαζόταν μεν την αναρχία αλλά με το νόημα που της αποδίδεται στα λεξικά των αστών, αυτό της αταξίας, της σύγχυσης και του χάους.

Αυτή η αστική προπαγάνδα έχει επίσης συνέπειες ακόμη και για αυτούς που δεν θέλουν να 'χουν καμιά σχέση με τους αναρχικούς. Στη Νάπολη συνάντησα μερι­κούς καμορίστας [Σ.τ-Α.Μ.: μέλη της Ναπολιτάνικης μα­φίας] που πίστευαν ότι οι αναρχικοί αποτελούσαν μια οργάνωση κακοποιών και ότι, όντας τέτοιοι, ήσαν άξιοι να βρίσκονται με το μέρος της «εντιμότατης εταιρίας της κα­μόρα». Στο Τρέμιτι, αυτήν την πόλη εξορίας, έμαθα για ένα λιτό συμπόσιο που οργάνωσαν μερικοί αναρχικοί και σοσιαλιστές, και στο οποίο προσκλήθηκαν και δυο ή τρεις καμοριστας — οι μονοί μη πολιτικοί εξόριστοι στο νησί — μια και η απλή ανθρώπινη ευγένεια 6εν έχει καμιά σχέση με την πολιτική' κι όταν ήρθε η ώρα των προπόσεων, προς μεγάλη μας έκπληξη, ένας από τους καμορίστας έκανε πρόποση για την ένωση «των τριών κομμάτων: της καμό­ρα. των αναρχικών και των σοσιαλιστών» - ενάντια στην κυβέρνηση!

Η πρόποση έγινε δεκτή με δυνατά γέλια αφού είναι πα­σίγνωστο ότι η καμόρα συνεργάζεται ανενδοίαστα με την κυβέρνηση ενάντια στους αναρχικούς και τους σοσιαλι­στές. Αυτό όμως μας δείχνει με ποιο τρόπο η νοοτροπία των κοινών εγκληματιών κατέληξε να δέχεται σαν πραγμα­τική αναρχία ό,τι προπαγανδίζουν οι εφημερίδες που χρη­ματοδοτούνται από την αστυνομία. Αυτή η δόλια προπα­γάνδα εξηγεί γιατί στην περίοδο )1889-1894 αντικρίσαμε τόσο πολλές περιπτώσεις στις οποίες κλέφτες και κοινοί πλαστογράφοι ονόμαζαν τον εαυτό τους αναρχικό, προσ­δίδοντας στις πράξεις τους μια ψευτοπολιτική επίφαση. Διάβασαν ότι η αναρχία αποτελούσε το ιδανικό των κλε­φτών και των φονιάδων κι έλεγαν στον εαυτό τους: «Είμαι κλέφτης, συνεπώς είμαι αναρχικός."

Αυτό εξηγεί επίσης το γεγονός που τόσο εντυπωσίασε τον Λομπρόζο, ότι πολλοί κοινοί εγκληματίες ονομάζουν τον εαυτό τους αναρχικό από την στιγμή που θα φυλακι­στούν — όχι πριν, σημειώστε το καλά αυτό. Όταν νοιώ­θουν πάνω τους την σιδερένια φτέρνα της εξουσίας σκέ­φτονται τους αναρχικούς, οι οποίοι φαντάζουν στο νου τους σαν οι φρικτότεροι εγκληματίες λόγω του μίσους τους για την εξουσία, κι όταν μπαίνουν στο κελί τους αρπάζουν το πρώτο καρφί που βρίσκουν μπροστά τους και σκαλί­ζουν στον τοίχο, «την εφημερίδα των εγκληματιών»:«Ζήτω η αναρχία!». Αυτό όμως το φαινόμενο δεν διαρκεί πολύ. Σύντομα αντιλαμβάνονται ότι το να ονομάζουν τον εαυτό τους αναρχικό τους βάζει σε μεγαλύτερο κίνδυνο απ' ό,τι το να ληστεύουν και να σκοτώνουν, ότι η αναρχική επίφαση ωθεί τους δικαστές να τιμωρούν αυστηρότερα δίχως να μειώνουν την αντιπάθεια που προκαλούν οι πράξεις τους. Επί πλέον, ανακαλύπτουν ότι στην πλειοψηφία τους οι αναρχικοί αντιμετωπίζουν με παγερή αδιαφορία και μ' εξαιρετική δυσπιστία — όταν δεν τους δέρνουν — τις αυ­τοσχέδιες συζητήσεις τους για την «ιδέα», έτσι, λοιπόν, παύουν να ονομάζουν τον εαυτό τους αναρχικό. Υπολείμματα αυτής της αστικής προπαγάνδας διατη­ρούνται πάντως και στους πραγματικούς αναρχικούς. Ορι­σμένοι πήραν τα σοφίσματα κάποιων συμπαθητικών εγκληματιών στα σοβαρά και κατέληξαν να θεωρητικοποιούν την νομιμότητα της κλοπής ή της πλαστογράφησης χρημάτων. Άλλοι επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια καλυτέ­ρευσης των συνθηκών μιλώντας για «ληστείες για προπα­γανδιστικούς σκοπούς», δημιουργώντας έτσι τα φαινόμενα τύπου Πίνι και Ραβασόλ. Αυτοί οι δυο ήσαν ειλικρινείς, αυτό όμως δεν τους έκανε λιγότερο θύματα της σοφιστείας αυτής που αποτελεί προϊόν της φαύλης προπαγάνδας των Περιοδικών και της αστικής συκοφαντίας, Η εξαίρεση δεν αποτελεί ποτέ τον κανόνα, γιατί εκείνοι, οι αναρχικοί που υπό καλή πίστη αποδέχθηκαν την ιδέα της ληστείας, στην πράξη δεν ήσαν ποτέ ικανοί να κλέψουν έστω και μια βε­λόνα, ενώ εκείνοι που επιδόθηκαν πράγματι σε ληστείες πρόσεξαν καλά ώστε να μην τις κάνουν «για προπαγάν­δα", και σύντομα έπαψαν να ονομάζουν τον εαυτό τους αναρχικό — και συνέχισαν να 'ναι. συνηθισμένοι κλέφτες. Η τάση αυτή έχει εκλείψει ανάμεσα στους αναρχικούς.

Πάνω απ' όλα, όμως, δείχνει, αυτό που ήταν πιθανό λόγω μιας επίδρασης εντελώς αστικής στην καταγωγή της — μιας επίδρασης που προκλήθηκε από μια εκστρατεία ψεύδους και διωγμών ενάντια στους αναρχικούς- «Οι αναρχικοί», λένε, «θέλουν ν' αρπάξουν την ιδιοκτησία απ' όσους την κατέχουν, και γι' αυτόν τον λόγο οι αναρχικοί είναι κλέ­φτες.»Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, ότι μερικοί που ονομάζονται ή πιστεύουν ότι είναι αναρχικοί — και πρώτοι απ' όλους εκείνοι που ό,τι άκουσαν για τον αναρχισμό προήρχετο αποκλειστικά από ανθρώπους που τον συκοφαντούσαν — επαναλαμβάνω, δεν εκπλήσσει ότι ορισμένοι, ιδιαίτερα τα αμόρφωτα ή παρορμητικά άτομα, ή εκείνα με μειωμένη ικανότητα λογικής σκέψης, πίστεψαν και δέχθηκαν όλες τις ανοησίες που διαδίδονταν για τον αναρχισμό. Ποιος όμως, μπορεί ν' αρνηθεί ότι, αν και ξεγελούσαν τον εαυτό τους, η ευθύνη γι' αυτό δεν οφείλεται στην κακοπιστία των αστών, δεδομένου ότι δεν υπάρχει τίποτα στις αναρχικές θεωρίες και προγράμματα που να δικαιολογεί τέτοιου εί­δους εκτροπές και παρεκκλίσεις; Τελικά, πρέπει να πούμε ότι εμφανίζεται σαν υπερβολή, ακόμη και σ' εκείνους που δεν έχουν ζήσει στους αναρχικούς κύκλους, ότι πολλοί έγι­ναν αναρχικοί χάρη στην παραπλανητική προπαγάνδα των αστών συγγραφέων και δημοσιογράφων.

Ο νους των ανθρώπων, ιδιαίτερα των νέων, που διψούν για το μυστηριώδες και το ασυνήθιστο, τους επιτρέπει να παρασύρονται εύκολα από το καινούργιο και να κατευθύ­νονται προς αυτό το οποίο, όταν εξετασθεί ήρεμα στην γα­λήνη που ακολουθεί τον αρχικό ενθουσιασμό, αποκηρύσ­σεται απόλυτα και οριστικά. Αυτή η ζέση για καινούργια πράγματα, αυτό το τολμηρό πνεύμα, αυτός ο ζήλος για το ασυνήθιστο, έφερε στις τάξεις των αναρχικών τύπους που εντυπωσιάζονται υπερβολικά εύκολα, και την ίδια στιγμή, τους πιο ανεγκέφαλους και ελαφρόμυαλους, άτομα που δεν απωθούνται από το παράλογο αλλά, αντίθετα, έλκο­νται. Γοητεύονται από σχέδια και ιδέες ακριβώς επειδή είναι παράλογα, κι έτσι ο αναρχισμός τείνει να γίνεται γνωστός ακριβώς για τον άλογο χαρακτήρα και την γε­λοιότητα που έχουν προσδώσει στις αναρχικές αρχές η άγνοια κι η αστική συκοφαντία. Τα άτομα αυτά συμβάλλουν τα μέγιστα στην δυσφήμιση του αναρχικού ιδεώδους, γιατί από το ιδεώδες αυτό συνά­γουν μια απειρία λανθασμένων και γελοίων συμπερασμά­των, χονδροειδών λαθών, παρεκκλίσεων και παραποιή­σεων, πιστεύοντας, αντίθετα, ότι υπερασπίζονται τον «κα­θαρό» αναρχισμό. Τα άτομα αυτά σπανίως εισέρχονται στον κόσμο του αναρχισμού όταν διαπιστώνουν ότι ο αναρχισμός, έτσι όπως τον συνέλαβαν οι αναρχικοί φιλό­σοφοι, οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι,, διαφέρει πολύ απ' αυτόν στον οποίο πιστεύουν και τον οποίο έμαθαν ν' αγαπούν μεσ' από την ανάγνωση των δόλιων κειμένων των αστών συγγραφέων. Ανακαλύπτουν ότι το κίνημα ακολου­θεί μια πορεία πολύ πιο διαφορετική απ' ό,τι φαντάζο­νταν" κοντολογίς, παρατηρούν ότι έχουν μπροστά τους μια ιδέα, ένα πρόγραμμα, που είναι εντελώς οργανικό, συνε­κτικό- θετικό και εφικτό — κι αυτό γιατί η σύλληψη του κατέστη δυνατή επειδή ελήφθη υπ' όψιν η σχετικότητα των πραγμάτων, δίχως την οποία η ζωή γίνεται αδύνατη. Ο σο­βαρός, θετικός και λογικός χαρακτήρας του αναρχισμού τους εκνευρίζει, κι έτσι βρίσκουν γρήγορα παρηγοριά προσχωρώντας στην άμορφη μάζα, η οποία δεν ξέρει, τι θέλει ή τι σκέπτεται αλλά είναι αμείλικτη στο να κατα­στρέφει και να δυσφημεί οτιδήποτε σοβαρό και καλό κά­νουν οι άλλοι, και στο να χρησιμοποιεί την προσβλητική κι εξουσιαστική γλώσσα που προσιδιάζει στην ψυχοσύν­θεση της και στην αστική καταγωγή της διανοητικής της κατάστασης. Ακόμη κι όταν οι ιδέες τους κι η κριτική τους είναι αρχικά δικαιολογημένες, τις διογκώνουν και τις παραμορ­φώνουν με τέτοιο τρόπο που ακόμη κι ένας δεδηλωμένος εχθρός δεν θα τα κατάφερνε καλύτερα. Είναι σαν κι εκεί­νους που όταν βλέπουν ότι οι φουρνάρηδες ψήνουν άσχημα το ψωμί, ισχυρίζονται ότι είναι απαραίτητο να κα­ταστρέψουμε τους φούρνους, ή σαν εκείνους που πείθο­νται ότι ένα τμήμα άγονου εδάφους χρειάζεται νερό και τότε αναλαμβάνουν να το πλημμυρίσουν μ' ένα ποτάμι. Κανένας απ' αυτούς δεν θα συντασσόταν στις τάξεις μας ελλείψει της γοητείας που τους άσκησε η κίβδηλη αστική «αναρχική» προπαγάνδα. Ολόκληρη η αστική εκ­στρατεία ύβρεων, συκοφαντιών, και καθαρών επινοήσεων λειτουργεί ως καθρέφτης για όλους αυτούς τους περιθω­ριοποιημένους τύπους — περιθωριοποιημένους διανοητι­κά, υλικά, ψυχολογικά και σωματικά — που συντάσσονται πάντοτε με το γελοίο, το ασυνήθιστο, το αποτρόπαιο και το παράλογο. Για να πειστεί κανείς γι' αυτό, αρκεί να 'χει την υπο­μονή να φυλλομετρήσει μερικά τεύχη από τα δυο ή τρία πιο αξιοσέβαστα και έγκυρα περιοδικά που κυκλοφορού­σαν πριν από 15 ή 20 χρόνια. Αρκεί, ομοίως, να φυλλομε­τρήσει όλη την περιστασιακή φιλολογία της περιόδου αυ­τής, η οποία αναφέρεται στους αναρχικούς και τον αναρχισμό και δεν έχει αναρχική προέλευση, αλλά εκπορεύεται αντίθετα από τους αστικούς, αστυνομικούς, ακόμη και από τους δήθεν επιστημονικούς κύκλους. Περιοδικά και εφημερίδες, συντηρητικά και δημοκρατικά, επινόησαν και διέσπειραν χιλιάδες κακοήθη -ψεύδη για μας. Ποιος δεν θυμάται τα Μυστήρια της Αναρχίας, που γράφτηκαν από έναν ανενδοίαστο καλαμαρά; Λεν έμεινε κανένα εξωφρενικό παραμύθι που να μην αποδόθηκε στους αναρχικούς, είτε σε μυθιστορήματα, βιβλία, περιοδι­κά, είτε σε σοβαρές εφημερίδες. Η επιθυμία ικανοποίησης της όρεξης του κοινού για νέα και παράξενα πράγματα, κάνει τους συγγραφείς, τούς δημοσιογράφους και τους ψευτοεπιστήμονες να επινοούν μια στρατιά από δαίμονες και ν' αποδίδουν συχνά στους αναρχικούς, έχοντας πλήρη επίγνωση της ζημιάς που προκαλεί αυτό, περισσότερη δύ­ναμη απ' όση πράγματι έχουν — απίστευτα διογκωμένοι αριθμοί, μέσα και μέθοδοι, τα οποία ποτέ δεν διέθεταν οι αναρχικοί. Αν αυτό θέλγει — από μια ορισμένη σκοπιά — τον πιο ασυνείδητο τύπο συμπαθούντος, παρέχει επίσης μια επίφαση αλήθειας ο' όλες τις γελοίες ιδέες και σ' όλες τις χυδαίες προθέσεις που αποδίδονται στους αναρχικούς. Τελικά, τα Μυστήρια της Αναρχίας εμφανίζονται στο νου πολλών ανθρώπων σαν αληθινή ιστορία. Λόγω του φαντασιώδους τρόπου με τον οποίο παρουσιάζουν το αναρχικό κίνημα οι αστοί συγγραφείς και δη­μοσιογράφοι, τυχαίνει συχνά, όταν έχει συμβεί κάτι που ήταν ενδιαφέρον και άξιο λόγου, ή, τουλάχιστον, προκά­λεσε κάποιον θαυμασμό, να ακολουθείται συχνά από μια πληθώρα νοσηρών μυθευμάτων και πολλοί θεοπάλαβοι, πολλοί ηττημένοι του κοινωνικού αγώνα, θέλγονται από τον αναρχισμό με τρόπο παρόμοιο μ' αυτόν που σ' ορι­σμένα μέρη και για ορισμένα πρωτόγονα μυαλά καθίστα­ται ελκυστική — λόγω των κατά καιρούς ανύπαρκτων ενεργειών τους — η μορφή ενός Τιμπούρτζι ή ενός Μουσσολίνο, γνωστών ληστών. Τα θύματα που κατατρύχονται περισσότερο από την κοινωνική αδικία μπορούν εύκολα να παρασυρθούν και ν' αποδεχθούν - μεσ' από ενέργειες αντίδρασης και εκδίκησης - τον επιθετικό και αιμοσταγή χαρακτήρα που αποδίδουν οι αστοί συγγραφείς στους αναρχικούς.

Πόσες φορές εκείνοι που «προσηλυτίστηκαν» από τον αστικό τύπο δεν ήρθαν και με ρώτησαν τί έπρεπε να κά­νουν για να γίνουν δεκτοί στην «αίρεση», κι αν θα συναντούσαν κάποια δυσκολία εμφανιζόμενοι στον «κύκλο των αναρχικών»! Κι όταν τους ρωτώ τι πιστεύουν ότι είναι οι αναρχικοί, απαντούν: «Αυτοί που επιθυμούν να σκοτώ­σουν τους πλούσιους κι εκείνους που κυβερνούν, για να αναδιανείμουν τον πλούτο και την διακυβέρνηση, ώστε ο καθένας να 'χει από λίγο.» Α! Ασφαλώς δεν έχουν διαβά­σει τα φυλλάδια του Μαλατέστα, ούτε τα βιβλία του Κροπότκιν, ούτε τα γραπτά του Μαλάτο, διάβασαν απλώς τις ηλιθιότητες της Tribuna  και της Osservatore Romano  [Σ.τ-Α.Μ.: επίσημης εφημερίδας του Βατικανού].

Αυτή η ευεπηρέαστη ψυχολογική κατάσταση των από­βλητων περιγράφτηκε καλά από τον Ανρύ Λεϊρέ σε μια με­λέτη για τα περίχωρα του Παρισιού. Στην διάρκεια μιας περιόδου αναρχικής τρομοκρατίας, σύμφωνα με τον Λεϊρέ, οι άνθρωποι της περιοχής αυτής αφέθηκαν να παρασυρ­θούν από τις υπερβολικά ολέθριες συνθήκες στις οποίες ζούσαν και από το θέαμα των τραπεζικών σκανδάλων, με αποτέλεσμα να συμπαθήσουν τους πιο βίαιους αναρχι­κούς. «Για το τι είναι ο αναρχισμός, για το τί είναι άξιο λόγου, το κοινό δεν γνωρίζει τίποτα ή ακόμη λιγότερο. Ό­λους τους αναρχικούς τους εξετάζουν από μια μοναδική, ιδιαίτερη σκοπιά, συγκρίνοντας μας όλους με τον Βαγιάν, ο οποίος προκαλεί αναμφίβολα μια κάποια συμπάθεια επειδή πέθανε στη λαιμητόμο' αυτό οδηγεί το κοινό ν' αποδεχτεί τις θεωρίες περί συνωμοσίας... Οι άνθρωποι απολαμβάνουν το μυστηριώδες και θέλγονται ακόμη πε­ρισσότερο από ένα άτομο όταν αυτό δείχνει να περιβάλλε­ται με μια απόκρυφη δύναμη' στην περίπτωση αυτή απο­δίδουν στους αναρχικούς μια εξαιρετικά μυστική οργάνω­ση...» (Ανρύ Λειρέ)

Και το μυστηριώδες αυτό πράγμα που εξαπάτησε τους πιο εξαθλιωμένους ανθρώπους περιγράφτηκε στον λαϊκό τύπο σαν «αναρχισμός», έναν λαϊκό τύπο που έβριθε — τότε όπως και πάντα — από φανταστικές ιστορίες για τρο­μερές αναρχικές συγκεντρώσεις, για φρικτές συνωμοσίες, για συνθηματικά, για προκαθορισμένες συναντήσεις, για ψεύτικα και παραποιημένα ονόματα, κι όλα αυτά σχεδια­σμένα έτσι. ώστε να στρέψουν την προσοχή του κοινού στον αναρχισμό. Ίσως - ποιος ξέρει; - από μια ορισμένη σκοπιά, αυτό μπορεί να 'χε και την καλή του πλευρά, επειδή προκάλεσε το ενδιαφέρον και οδήγησε σε συζητή­σεις για τον αναρχισμό. Αυτό όμως το μικρό πιθανό όφε­λος - ένα όφελος που, παρεμπιπτόντως, θα μπορούσε ν' αποκτηθεί λέγοντας απλώς την αλήθεια κι εκθέτοντας τα γεγονότα, τα οποία είναι από μόνα τους ενδιαφέροντα — παραμένει εξουδετερωμένο λόγω της όλης σύγχυσης και παραποίησης των ιδεών εκείνων που γεννήθηκαν στο αναρχικό κίνημα.

Αληθεύει ότι εκείνοι που μας προσεγγίζουν ελκυόμενοι από τον θόρυβο αυτής της παραπλανητικής αστικής προ­παγάνδας βελτιώνουν σίγουρα τις ιδέες τους και αποβάλ­λουν πολύ άχυρο που προηγουμένως το πέρναγαν για σιτάρι' δυστυχώς, όμως, αληθεύει εξίσου ότι λόγω της ιδιο­συγκρασίας που τους προδιαθέτει ν' ανταποκρίνονται στην αστική προπαγάνδα, παραμένουν μέσα τους υπολείμματα της αστικής επιρροής. Ανάμεσα σ' εκείνους που παίρνουν λανθασμένη διανοητική κατεύθυνση υπάρχουν μερικοί που γνωρίζουν τον τρόπο ή είναι αρκετά δυνατοί για να επα­νακάμψουν.

Κι έτσι έχουμε εκείνους που συντάσσονται στις γραμμές μας από εκδικητικό πνεύμα λόγω του μίσους που έσπειρε στην καρδιά τους η αθλιότητα κι η απελπισία, που έρχο­νται σε μας ακριβώς επειδή πιστεύουν ότι η αναρχία είναι «το πνεύμα της βίαιης ανταπόδοσης και της εκδίκησης που»που περιγράφεται από την αστική προπαγάνδα' και αρνήθηκαν να δεχτούν την αληθινή έννοια του αναρχισμού, δηλαδή, την άρνηση της βίας και το μεγαλείο της αγάπης ως θεμέ­λιου της αλληλεγγύης. Για τα άτομα αυτά ο αναρχισμός εξακολουθεί να σημαίνει βία , βόμβα, στιλέτο, μεσ' από μια "περίεργη σύγχυση αίτιου _και αποτελέσματος, μέσων και ‘σκοπών' και αληθεύει τόσο πολύ αυτό ώστε όταν ο Πάρσονς δήλωσε ότι αναρχισμός δεν σημαίνει βία, κι όταν ο Μαλατέστα δήλωσε ότι αναρχισμός δεν σημαίνει βόμβα, όλοι σχεδόν οι άνθρωποι αυτού του είδους τους πέρασαν για αποστάτες. Υπάρχουν πολλοί που επιθυμούν διακαώς να διορθώσουν αυτά τα λάθη, αυτές τις χυδαίες αστικές παραποιήσεις, που θυμούνται ότι ο αναρχισμός δεν είναι η εξιδανίκευση της εκδίκησης, ότι η επανάσταση που θέ­λουν οι αναρχικοί είναι επανάσταση της αγάπης κι όχι του' μίσους, ότι η βία  θα πρέπει ι να θεωρείται σαν ένας θανατηφόρος ιός που χρησιμεύει μόνο σαν ένας αντί-ιός που επιβάλλεται από τις ανάγκες του αγώνα κι όχι από την επιθυμία να προκληθεί  βλάβη. Όσοι υποστηρίζουν αυτές τις ιδέες, ακόμη κι αν είναι οι πιο ανιδιοτελείς, αποκαλούνται αχρείοι και δειλοί από εκείνους που το μυαλό τους έχει διαφθαρεί από την αστική θεωρία ότι η βία θα πρέπει να εφαρμόζεται σαν ένας άτεγκτος νόμος.

Η αναρχία είναι το ιδεώδες της κατάργησης της βίας και της καταπιεστικής εξουσίας ανθρώπου πάνω σε άν­θρωπο σε κάθε πεδίο, οικονομικό, θρησκευτικό ή πολιτικό. Για να 'σαι αναρχικός αρκεί ν' ασπάζεσαι αυτήν την ιδέα και κατά συνέπεια να προσπαθείς όσο μπορείς να διαδώσεις την ιδέα ότι μόνο η άμεση και επαναστατική δράση των ανθρώπων μπορεί να οδηγήσει σε μια πλήρη κοινωνική και οικονομική χειραφέτηση. Όλοι όσοι τρέφουν τέτοια αισθήματα, όσοι υποστηρίζουν τέτοιες ιδέες και αγωνίζονται και τις διαδίδουν  είναι αναμφισβήτητα αναρχικοί ακόμη κι αν το ηθικό τους αίσθημα βρίσκει ειδεχθή τούτη ή την άλλη πράξη εξέγερσης ή εκδίκησης που διαπράττει κάποιος που ονομάζει τον εαυτό του αναρχικό, ακόμη κι όταν είναι πεπεισμένοι ότι όλες οι πράξεις ατομικής εξέγερσης είναι επιζήμιες  για το σκοπό. Τα  άτομα αυτά μπορεί να έχουν  λανθασμένες απόψεις, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι συνεπείς, πεπεισμένοι και συνειδητοί αναρχικοί.
Για παράδειγμα, υπάρχουν χορτοφάγοι αναρχικοί που συμπεριλαμβάνουν στις πεποιθήσεις τους την χορτοφαγία' θα ήταν όμως πολύ περίεργο αν οι άνθρωποι αυτοί υπο­στήριζαν ότι όσοι δεν είναι χορτοφάγοι δεν είναι, και αλη­θινοί αναρχικοί. Εξίσου περίεργο είναι ότι υπάρχουν άτομα που υποστηρίζουν ότι δεν είναι αναρχικοί όσοι δεν επιδοκιμάζουν ή δεν συμπαθούν τις βίαιες ατομικές πρά­ξεις. Η προπαγάνδα με την πράξη μπορεί να είναι ωφέλιμη ή επιζήμια, δεν αποτελεί όμως αναπόσπαστο τμήμα της αναρχικής θεωρίας' είναι απλώς μια μορφή αγώνα που μπορεί να συζητηθεί, να γίνει αποδεκτή εν μέρει ή στο σύ­νολο της, ή ν' απορριφθεί εντελώς" όμως δεν συνιστά άρ­θρο πίστης (για να χρησιμοποιήσω μια Καθολική φράση), χωρίς το οποίο δεν υπάρχει καμιά σωτηρία, χωρίς το οποίο δεν μπορεί κανείς να είναι αναρχικός. Όσοι πι­στεύουν το αντίθετο και, όπως ο πάπας, αφορίζουν όσους δεν αισθάνονται υπέρμετρη συμπάθεια για τον Ραβασόλ ή τον Εμίλ Ανρϋ, είναι θύματα της χυδαίας προπαγάνδας της αστικής τάξης και βασισμένοι στα λόγια της πιστεύουν πραγματικά ότι αναρχισμός σημαίνει βία. Δυστυχώς εξα­κολουθούν να υπάρχουν στις γραμμές μας πολλές απ' αυ­τές τις μυωπικές διάνοιες... Όμως η αστική επίδραση δεν σταματά στο ζήτημα της βίας, το οποίο δίχασε τόσο τις δραστηριότητες μας και το οποίο ανέπτυξα επί μακρόν γιατί είναι τόσο σημαντικό και στο οποίο θα επανέλθω αργότερα.
Ίσως κάποιος να θυμηθεί την πολεμική μου με τον φίλο μας Τζαβατέρο αναφορικά με την οικογένεια και την αγάπη σε μια μελλοντική κοινωνία. Σημείωνα τότε ότι ανάμεσα σε πολλούς αναρχικούς υπάρχει μια αξιοθρήνητη τάση ν' αποδέχονται σαν δική τους θεωρία οτιδήποτε, ή, τουλάχιστον, μεγάλο μέρος απ'  ότι επινόησε η αστική τάξη για να πολεμήσει τον αναρχισμό. Έχουμε ήδη δει με ποιο τρόπο συνέβη αυτό αναφορικά με το ζήτημα της βίας. Το ίδιο συνέβη και. με το ζήτημα των σεξουαλικών σχέ­σεων.

Στην προσπάθεια τους να μας δυσφημίσουν και χρησιμοποιώντας σαν πρόφαση την κριτική μας στην σημερινή εξουσιαστική φύση της οικογένειας και την κυριάρχηση της γυναίκας από τον άντρα, οι αστοί συγγραφείς συμπέραναν ότι επιθυμούμε την κατάργηση της οικογένειας και, κατά συνέπεια, ότι θέλουμε τις γυναίκες κτήμα όλων, ότι θέ­λουμε την πολυγαμία, παιδιά που να μην γνωρίζουν τον πατέρα τους, αιμομικτικές σχέσεις, σεξουαλική βία, και ό,τι πιο βάρβαρο και ταυτοχρόνως πιο γελοίο μπορεί κα­νείς να φανταστεί. Στην πραγματικότητα, η αναρχική θεωρία εξ αρχής δεν έκανε τίποτα άλλο από το να υποστηρίζει την κάθαρση των συναισθημάτων από κάθε είδους κατα­ναγκασμούς κι επικυρώοεις, είτε αυτές είναι νομοθετικές ή γραφειακές, είτε πολιτικές θρησκευτικές ,και μαζί μ1 αυτό, την χειραφέτηση της γυναίκας, την ελευθερία της και την ισότητα της απέναντι στον άντρα, και την ελευθερία ν' αγαπά κανείς χωρίς τον καταναγκασμό της οικονομικής αναγκαιότητας ή όποιας άλλης εξουσίας εξωτερικής ως προς την ίδια την αγάπη — με μια λέξη, την επανασύσταση της οικογένειας, η οποία αναστηλώνεται στις φυσικές της βάσεις: την αμοιβαία αγάπη και την ελευθερία επιλογής.
Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτή η υγιής αντίληψη για την αγάπη και την οικογένεια έχει απορριφθεί από τους αναρ­χικούς. Δεν θέλω ν' αποδεχθώ την βάρβαρη, εξευτελι­στική αστική αντίληψη — ακριβώς το αντίθετο. Όμως αυτή η αστική συκοφαντία εξακολουθεί ν' ασκεί μια ορι­σμένη επίδραση. Μολονότι η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των αναρχικών αποδέχεται την αληθινή έννοια της ελεύθερης αγάπης που βασίζεται στην ελεύθερη ένωση, δεν παύουν πότε- πότε να υπάρχουν ανάμεσα μας κι εκείνοι που, γνω­ρίζοντας τις αστικές κριτικές, έχουν μπερδέψει την ελευθερία ν' αγαπάς με την πολυγαμία.

Μολονότι μεταμφιεσμένη, η άμορφη αυτή θεωρία περί αγάπης έχει αστική καταγωγή. Είναι συνέπεια της μανίας πολλών επαναστατών να αποδέχονται ως βέλτιστο ό.τι οι συντηρητικοί αντιμάχονται με τρόμο, μολονότι οι συντηρη­τικοί αποδίδουν αυτά ία πράγματα σε μας για καταστρεπτικούς σκοπούς.  Το ίδιο πράγμα συνέβη αναφορικά με την οργάνωση. Οι αναρχικοί υποστήριζαν πάντοτε ότι η ζωή δεν είναι δυνατή χωρίς συνεργασία και αλληλεγγύη, κι ότι ο αγώνας και η Επανάσταση  δεν Είναι εφικτά δίχως μια προϋπάρχουσα  επαναστατική οργάνωση. Όμως είναι πιο βολικό για τους αστούς συγγραφείς να μας παρουσιάζουν σαν υποστηρικτές της αναρχίας με την έννοια της σύγχυσης και του χάους και αρχίζουν να λένε ότι είμαστε πράκτορες του χάους και ενάντια σε κάθε προσπάθεια οργάνωσης.

Και μ' αυτόν  τον τρόπο ξεθάβουν τον Νίτσε και τον Στίρνερ. Πολ­λοί αναρχικοί καταπίνουν το δόλωμα και γίνονται στα σο­βαρά υποστηρικτές του χάους, του Στίρνερ και του Νίτσε, και άλλων παρόμοιων ανοησιών. Απορρίπτουν την οργά­νωση, την αλληλεγγύη και τον σοσιαλισμό μερικοί φθά­νουν ακόμη και να καθαγιάζουν την ατομική ιδιοκτησία και καταλήγουν έτσι να παίζουν το παιχνίδι των αστών ατομικιστών. Οι ιδέες τους καθίστανται, για να χρησιμο­ποιήσω τη φράση του Φίλιππο Τουράτι, «μια διογκωμένη εκδοχή του αστικού ατομικισμού». Η πηγή αυτής της μανίας να γίνεται αποδεκτό οτιδή­ποτε θεωρούν οι εχθροί μας σαν κακό, μπορεί να βρεθεί σε κάθε ανθρώπινο πνεύμα — είναι η αντίφαση κι η αντί­θεση: «Ο εχθρός μου πιστεύει ότι αυτό είναι κακό' αφού όμως ο εχθρός μου δεν έχει ποτέ δίκιο, αυτό που θεωρεί αυτός σαν κακό είναι, αντίθετα, θαυμάσιο.» Υπάρχουν πολύ περισσότεροι απ' όσοι νομίζουμε, ιδιαίτερα ανάμεσα στους επαναστάτες, που κάνουν αυτήν την εξίσωση, η οποία μπορεί κατά τύχη να είναι σωστή μερικές φορές αλλά αυτή καθεαυτή είναι άκρως παραπλανητική.

Α! Μας αποκαλείτε κακοποιούς; Τότε λοιπόν, ναι, εί­μαστε κακοποιοί!" Πόσες φορές η φράση αυτή βγήκε από τα χείλη μερικών αναρχικών — διαθέτουν ακόμη κι έναν «ύμνο των κακοποιών». Σ' ένα βαθμό αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό — και ακόμη να εμφανιστεί — σαν μια όμορφη προκλητική χειρονομία προς τον εχθρό. Κανείς όμως δεν μπορεί να παραδεχτεί στα σοβαρά ότι οι αναρχικοί είναι κακοποιοί... Αντίθετα όμως, και από την δύναμη της επα­νάληψης αυτής της παραδοξολογίας, ορισμένοι καταλή­γουν να την εκλαμβάνουν σαν μια δεδηλωμένη αλήθεια. «Quod erat demostrandum>>2, κραυγάζει τότε θριαμβευ­τικά η αστική τάξη, η οποία, αφού μας αποκαλεί κλέφτες, εμπρηστές, εχθρούς της οικογένειας και κακοποιούς, ακούει μ' ευχαρίστηση την εκφώνηση αυτής της παραδοξο­λογίας μολονότι αυτή δεν είναι παρά μια προκλητική χει­ρονομία. Είναι λοιπόν απαραίτητο ν αποφεύγουμε κάτι τέτοιο και να μην γοητευόμαστε τόσο πολύ από παραδοξολογίες.

Θα ήταν προτιμότερο να επιδιώκουμε αυτό που μας ευχαριστεί, ανεξάρτητα από το τι κάνουν οι εχθροί μας. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να προπαγανδίζουμε τις ιδέες μας δίχως να μας απασχολεί αν η αστική τάξη συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί μας.

Συνοψίζοντας, θα πρέπει να σιγουρευόμαστε ότι το κί­νημα μας τραβά τον δικό του δρόμο ανεξάρτητα από την άμεση ή έμμεση επίδραση της αστικής συκοφαντίας και ιδεολογίας, ανεξάρτητα από την συμπεριφορά — θετική ή αρνητική — των συντηρητικών. Και θα κάνουμε επαναστα­τικό και κατ' εξοχήν ελευθεριακό έργο μέσω της ελευθεριακής θεωρίας, η οποία μας δείχνει ότι θα πρέπει να χει­ραφετηθούμε κοινωνικά και ατομικά από κάθε είδους επιρροή που δεν απορρέει απ' τα δικά μας συμφέροντα, την ελευθερία μας και τις επιθυμίες μας και δεν ανταποκρίνεται άμεσα σ' αυτά.

Η διάφανη Λίμνη