Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Για τον Μαρξ και τον Φρόυντ [Λ.Αλτουσέρ]


Για τον Μαρξ και τον Φρόυντ*
του Λουί Αλτουσέρ
μετάφραση Χρ. Γιαννούλη και Δ. Δημούλης
Σήμερα, όλοι είναι σε μεγάλο βαθμό σύμφωνοι, (παρ' όλες τις άκρως ενδεικτικές αντιστάσεις, τα αίτια των οποίων θα έπρεπε να εξετασθούν), ότι στους κόλπους των «κοινωνικών επιστημών» ή «επιστημών του ανθρώπου» έγιναν δύο πρωτοφανείς, απολύτως απρόβλεπτες ανακαλύψεις που αναστάτωσαν το σύμπαν των πολιτιστικών αξιών της «κλασικής εποχής», της εποχής ανόδου της αστικής τάξης και σταθεροποίησης της στην εξουσία (1βος ως 19ος αιώνας). Οι ανακαλύψεις αυτές είναι ο ιστορικός υλισμός ή η θεωρία των όρων, μορφών και αποτελεσμάτων της ταξικής πάλης  - το έργο του Μαρξ - και η ανακάλυψη του ασυνείδητου, το έργο του Φρόυντ. Πριν τον Μαρξ και τον Φρόυντ ο πολιτισμός στηριζόταν στην ποικιλία των φυσικών επιστημών  - που συμπληρωνόταν από ιδεολογίες ή φιλοσοφίες της ιστορίας, της κοινωνίας και του «ανθρώπινου υποκειμένου». Με τον Μαρξ και τον Φρόυντ κάποιες επιστημονικές θεωρίες αρχίζουν ξαφνικά να καταλαμβάνουν «περιοχές» που μέχρι τότε ανήκαν αποκλειστικά σε θεωρητικούς σχηματισμούς της αστικής ιδεολογίας (πολιτική οικονομία, κοινωνιολογία, ψυχολογία), ή μάλλον καταλαμβάνουν στο εσωτερικό αυτών των περιοχών αναπάντεχες και ιδιόμορφες θέσεις.

 
Ωστόσο, όλοι είναι επίσης σε μεγάλο βαθμό σύμφωνοι, ότι τα φαινόμενα που μελέτησαν ο Μαρξ και ο Φρόυντ, δηλαδή τα δρώντα αποτελέσματα της ταξικής πάλης και τα δρώντα αποτελέσματα του ασυνείδητου, δεν ήταν άγνωστα πριν από αυτούς. Μια ολόκληρη παράδοση πολιτικών φιλοσόφων και προπαντός «ανθρώπων της πράξης» (Praktiker),  - για τους οποίους μιλά ο Σπινόζα αναφερόμενος στον Μακιαβέλι (ο τελευταίος ασχολήθηκε διεξοδικά με την ταξική πάλη και του οφείλουμε τη θέση περί προτεραιότητας της αντίφασης έναντι των αντιθέσεων) και από τους οποίους οι πιο γνωστοί ήταν οι φιλόσοφοι του φυσικού δικαίου που μιλούσαν έμμεσα, κάτω από το μανδύα της νομικής ιδεολογίας, για το θέμα αυτό είχαν αναγνωρίσει, πολύ πριν τον Μαρξ, την ύπαρξη των τάξεων και τα δρώντα αποτελέσματα της ταξικής πάλης. Ο ίδιος ο Μαρξ θεωρούσε τους αστούς ιστορικούς της παλινόρθωσης και τους οικονομολόγους της σχολής του Ρικάρντο, όπως ο Hodgskin, ως άμεσους προδρόμους του  - από τους οποίους διαχώριζε τη θέση του ασκώντας κριτική στην αστική θεωρία της ταξικής πάλης: αυτοί οι συγγραφείς είχαν αναγνωρίσει την ύπαρξη των τάξεων και των ταξικών ανταγωνισμών. Με τον ίδιο τρόπο, τα δρώντα αποτελέσματα του ασυνείδητου που εξέτασε ο Φρόυντ είχαν εν μέρει αναγνωρισθεί ήδη από τα βάθη της αρχαιότητας: στα όνειρα, στους χρησμούς, στις εκδηλώσεις δαιμονισμού και εξορκισμού κ.λπ. που συνδέονταν με ορισμένες θεραπευτικές πρακτικές.
 
Με αυτή την έννοια ούτε ο Μαρξ ούτε ο Φρόυντ επινόησαν κάτι: ο καθένας δημιούργησε τη θεωρία ενός αντικειμένου που υπήρχε πριν να ανακαλυφθεί η θεωρία του. Τι εισήγαγαν λοιπόν; Τον ορισμό του αντικειμένου της, τον περιορισμό του και τη διεύρυνση του, τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων του, των μορφών ύπαρξης του και των αποτελεσμάτων του, τη διατύπωση των όρων που πρέπει να πληρωθούν αν θέλει κανείς να κατανοήσει αυτό το αντικείμενο και να επιδράσει σ' αυτό: με λίγα λόγια, εισήγαγαν τη θεωρία του ή τις πρώτες μορφές της θεωρίας του.
 
Αυτή η παρατήρηση είναι σχετικά κοινότυπη, αν είναι αλήθεια ότι για τον υλισμό κάθε ανακάλυψη παράγει μόνο τη μορφή αναγνώρισης ενός αντικειμένου που υπάρχει ήδη «έξω από τη σκέψη».
 
Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον αποκτά το ζήτημα όταν οι όροι αυτών των ιδιόμορφων ανακαλύψεων μετασχηματίσουν πλήρως εκείνους τους όρους που θεωρούνταν προηγουμένως φυσιολογικοί για κάθε ανακάλυψη. Και σίγουρα δεν είναι τυχαίο το ότι οι δύο ανακαλύψεις που σε διάστημα 50 χρόνων αναστάτωσαν τον πολιτιστικό κόσμο εντάσσονται σ' αυτό που συνήθως ονομάζουμε «επιστήμες του ανθρώπου» ή «κοινωνικές επιστήμες» και το ότι διαφοροποιούνται απόλυτα από τις παραδοσιακές μορφές ανακαλύψεων στις φυσικές επιστήμες και τους θεωρητικούς ιδεολογικούς σχηματισμούς. Επίσης δεν είναι τυχαίο το ότι, από τη στιγμή που ο Μαρξ και ο Φρόυντ έγιναν αρκετά γνωστοί, αυτή η κοινή τομή θεωρήθηκε από πολλούς ως έκφραση μιας ορισμένης συγγένειας μεταξύ των δύο θεωριών. Από αυτή την άποψη δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένοι, που είχαν παγιδευτεί στην ιδεολογική προκατάληψη του «μονισμού» όλων των επιστημονικών αντικειμένων, επιχείρησαν να εντοπίσουν τα αίτια αυτής της συγγένειας σε μια ταυτότητα τον αντικειμένου  - παράδειγμα ο Reich ο οποίος προσπάθησε να ταυτίσει τα δρώντα αποτελέσματα του ασυνείδητου που διέκρινε (τόνισε) ο Φρόυντ με τα δρώντα αποτελέσματα της ταξικής πάλης που διέκρινε (τόνισε) ο Μαρξ.
 
Συνεχίζουμε να ζούμε, ή τουλάχιστον αρκετοί συνεχίζουν να ζουν με την ίδια εντύπωση: μια και τους συνδέουν πάρα πολλά, θα πρέπει να υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στον Μαρξ και τον Φρόυντ. Αλλά τι; Και αν η αποτυχημένη προσπάθεια του Reich μας έδειξε με ποιόν τρόπο και πού δεν έπρεπε να αναζητήσουμε το σημείο επαφής (σε μια ταυτότητα του αντικειμένου), παραμένει ωστόσο η πεποίθηση ότι υπάρχει κάτι κοινό σε αυτή την διπλή εμπειρία που είναι μοναδική στην ιστορία του πολιτισμού.
 
Σε πρώτο στάδιο είναι δυνατό να υποστηριχθεί η άποψη ότι σ' έναν κόσμο που κυριαρχείται τόσο από τον ιδεαλισμό όσο και από το μηχανικισμό, ο Φρδυντ  - όπως και ο Μαρξ - αποτελούν παράδειγμα υλιστικής και διαλεκτικής σκέψης.
 
Αν ο στοιχειωδέστερος ορισμός του υλισμού συνίσταται στη θέση περί ύπαρξης της πραγματικότητας έξω από τη σκέψη ή τη συνείδηση, τότε ο Φρόυντ είναι πράγματι υλιστής, γιατί απορρίπτει την προτεραιότητα της συνείδησης όχι μόνο ως προς τη γνώση αλλά και ως προς την ίδια τη συνείδηση: αμφισβητεί την προτεραιότητα της συνείδησης στην ψυχολογία, για να συλλογισθεί τον «ψυχικό μηχανισμό» ως ολότητα, στην οποία το Εγώ ή το «Συνειδητό» είναι μόνο μια βαθμίδα, ένα μέρος ή ένα αποτέλεσμα. Και γενικότερα είναι πολύ γνωστή η αντίθεση του Φρόυντ απέναντι σε κάθε ιδεαλισμό, στο σπιριτουαλισμό και τη θρησκεία, ακόμη και όταν αυτή παίρνει το ένδυμα της ηθικής.
 
Σε σχέση με τη διαλεκτική ο Φρόυντ ανέπτυξε αναπάντεχα σχήματα, τα οποία δεν αντιμετώπισε ποτέ ως «νόμους» (αυτή την αμφίβολη μορφή που συναντούμε σε μια συγκεκριμένη μαρξιστική παράδοση): αυτό συνέβη με τις κατηγορίες της μετάθεσης, της συμπύκνωσης, του επικαθορισμού κλπ., και επίσης μ' εκείνη την κατ' αρχήν δυσνόητη θέση (thèse limite)  - της οποίας η ανάλυση θα οδηγούσε πολύ μακριά - ότι το ασυνείδητο δεν γνωρίζει αντίφαση και ότι η απουσία της αντίφασης είναι προϋπόθεση κάθε αντίφασης. Εδώ υπάρχει κάτι το οποίο «διαρρηγνύει» το κλασικό μοντέλο της αντίφασης που στηρίζεται τόσο πολύ στον Χέγκελ, ώστε δεν μπορεί να χρησιμεύσει ουσιαστικά ως «μέθοδος» για μια μαρξιστική ανάλυση.
 
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο υλισμός συνδέει τον Μαρξ και τον Φρόυντ ενώ παράλληλα ο Φρόυντ έχει το ιδιαίτερο προτέρημα, ότι ερευνά σχήματα της διαλεκτικής που βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτά του Μαρξ αλλά και μερικές φορές είναι πολύ πλουσιότερα  - σαν να τα ανέμενε η θεωρία του Μαρξ. Ας μου επιτραπεί εδώ να αναφέρω ότι έδωσα κάποτε ένα παράδειγμα αυτής της απροσδόκητης συγγένειας δείχνοντας ότι οι αναλύσεις του Μαρξ και του Λένιν απαιτούσαν και ανέμεναν τη δανεισμένη από τον Φρόυντ κατηγορία του επικαθορισμού η οποία ταίριαζε απόλυτα σ' αυτές, επειδή ακριβώς έχει το προτέρημα ότι τόνιζε αυτό που χωρίζει τον Μαρξ και τον Λένιν από τον Χέγκελ, στον οποίο η αντίφαση δεν επικαθορίζεται.
 
Αρκούν αυτές οι φιλοσοφικές συγγένειες για να καταδείξουν τη θεωρητική σύζευξη του Μαρξ και του Φρόυντ; Και ναι και όχι. Πράγματι θα μπορούσε κανείς να σταματήσει εδώ  - ο φιλοσοφικός απολογισμός είναι ήδη πλούσιος σε συμπεράσματα, να αφήσει την κάθε επιστήμη να προχωρήσει μόνη της, δηλαδή να ασχοληθεί με το δικό της αντικείμενο  - το οποίο ως αντικείμενο δεν είναι δυνατόν να αναχθεί πλήρως στις φιλοσοφικές συγγένειες για τις οποίες μιλήσαμε - και να αποτραβηχτεί για να σωπάσει. Ωστόσο ένα άλλο φαινόμενο, ακόμη πιο ασυνήθιστο, πρέπει να κινήσει την προσοχή μας: αυτό που αποκάλεσα συγκρουσιακό χαρακτήρα της μαρξιστικής και της φροϋδικής θεωρίας.
 
Η εμπειρία δείχνει ότι η φροϋδική θεωρία είναι συγκρουσιακή θεωρία. Από τότε που συγκροτήθηκε προκαλούσε όχι μόνο ισχυρή αντίδραση, όχι μόνο επιθέσεις και κριτικές, αλλά και, πράγμα που είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον, προσπάθειες αφομοίωσης και αναθεώρησης  - και αυτό το φαινόμενο αναπαραγόταν διαρκώς. Λέω ότι οι προσπάθειες αφομοίωσης και αναθεώρησης είναι πιο ενδιαφέρουσες από τις απλές επιθέσεις και κριτικές, γιατί σημαίνουν ότι η φροϋδική θεωρία περιέχει και από τη σκοπιά των αντιπάλων της κάτι το Αληθινό και Επικίνδυνο. Εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτε το Αληθινό δεν υπάρχει λόγος να αφομοιωθεί ή να αναθεωρηθεί κάτι. Υπάρχει επομένως στον Φρόυντ κάτι Αληθινό που κάποιοι νιώθουν υποχρεωμένοι να ιδιοποιηθούν, με σκοπό όμως να αναθεωρήσουν το νόημα του, διότι αυτό το Αληθινό είναι επικίνδυνο: πρέπει να το αναθεωρήσουν προκειμένου να το εξουδετερώσουν. Ένας ολόκληρος κύκλος με αδυσώπητη διαλεκτική. Διότι το αξιοπρόσεκτο σ' αυτή τη διαλεκτική αντίδρασης κριτικής αναθεώρησης είναι ότι αυτό το φαινόμενο που έχει πάντα την αφετηρία του έξω από την φροϋδική θεωρία (στους αντιπάλους της) καταλήγει πάντοτε στο εσωτερικό της φροϋδικής θεωρίας. Η φροϋδική θεωρία είναι αναγκασμένη να αποκρούσει στο εσωτερικό της τις προσπάθειες αφομοίωσης και αναθεώρησης: ο αντίπαλος διεισδύει τελικά πάντοτε στις γραμμές της και αυτός ο ρεβιζιονισμός προκαλεί εσωτερικές αντεπιθέσεις και καταλήγει σε διασπάσεις. Ως συγκρουσιακή επιστήμη η φροϋδική θεωρία είναι σχισματική επιστήμη, η ιστορία της χαρακτηρίζεται από περιοδικές διασπάσεις.
 
Η ιδέα όμως ότι μια επιστήμη μπορεί από τη φύση της να είναι συγκρουσιακή ή σχισματική και να υπόκειται σ' αυτή τη διαλεκτική αντίδρασης επίθεσης αναθεώρησης σχίσματος, αποτελεί για τον ορθολογισμό, έστω και αν αυτός παρουσιάζεται ως υλιστικός, ένα πραγματικό σκάνδαλο. Ο ορθολογισμός μπορεί το πολύ - πολύ να παραδεχθεί ότι μια εντελώς νέα επιστήμη (Κοπέρνικος, Γαλιλαίος) έρχεται σε σύγκρουση με την κατεστημένη εξουσία της εκκλησίας και τις προκαταλήψεις μιας «εποχής αμάθειας», αλλά αυτό συμβαίνει κατά κάποιο τρόπο τυχαία και μόνο στην αρχή, μέχρις ότου πάψει να υπάρχει η αμάθεια: τελικά επιβάλλεται de jure η επιστήμη, η οποία εκπροσωπεί τον ορθό λόγο, γιατί «η αλήθεια είναι παντοδύναμη» (ακόμη και ο Λένιν είπε: «η θεωρία του Μαρξ είναι παντοδύναμη, γιατί είναι αληθινή») και πιο ισχυρή από όλα τα σκοτάδια του κόσμου. Για τον ορθολογισμό η ιδέα ότι μπορεί να υπάρχουν επιστήμες που από τη φύση τους είναι συγκρουσιακές και που ταλανίζονται διαρκώς αλλά και συγκροτούνται με την αμφισβήτηση και τον αγώνα είναι απλά «α(δια)νόητη»: δεν είναι επιστήμες αλλά απλές απόψεις, εσωτερικά αντιφατικές όπως όλες οι υποκειμενικές θεωρήσεις και επομένως δεκτικές αμφισβήτησης.
 
Πριν την εμφάνιση της φροϋδικής θεωρίας, η μαρξιστική επιστήμη μας δίνει ένα παράδειγμα μιας κατ' ανάγκην συγκρουσιακής και σχισματικής επιστήμης. Εδώ δεν πρόκειται για μια διαδικασία που έλαβε χώρα μόνο μια φορά και μπορεί να αποδοθεί σε ένα στιγμιαίο ξάφνιασμα της αμάθειας και των κυρίαρχων προκαταλήψεων που κλονίζονται στη βεβαιότητα και τη δύναμη τους: πρόκειται για μια αναγκαιότητα που συνδέεται οργανικά με το ίδιο το αντικείμενο της επιστήμης που θεμελίωσε ο Μαρξ. Αυτό αποδεικνύει ολόκληρη η ιστορία της μαρξιστικής θεωρίας, του μαρξισμού και κυρίως  - για να θυμίσουμε αυτό το παράδειγμα - η ιστορία του ίδιου του Μαρξ. Ξεκινώντας από τον Χέγκελ και τον Φόυερμπαχ, στον οποίο νόμισε ότι βρήκε την κριτική στον Χέγκελ, ο Μαρξ καταφέρνει μόνο μέσα από έναν μακρύ πολιτικό και φιλοσοφικό, εξωτερικό και εσωτερικό αγώνα να τοποθετηθεί σε φιλοσοφικές θέσεις, με βάση τις οποίες μπόρεσε να ανακαλύψει το αντικείμενο του. Κατάφερε να τοποθετηθεί στις θέσεις αυτές μόνο αφού ήρθε σε ρήξη με την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, αφού απέκτησε την εμπειρία της ανταγωνιστικής σχέσης που υπήρχε ανάμεσα στον κόσμο της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας και τις πολιτικές και φιλοσοφικές θέσεις, οι οποίες του επέτρεψαν να ανακαλύψει αυτό που έπρεπε να συγκαλύπτεται από το τεράστιο οικοδόμημα της αστικής ιδεολογίας και των θεωρητικών σχηματισμών της (φιλοσοφία, πολιτική οικονομία κλπ.) προκειμένου να διαιωνιστεί η εκμετάλλευση και η κυριαρχία που ασκούσε η αστική τάξη. Ο Μαρξ πείστηκε κατ' αυτό τον τρόπο ότι η «αλήθεια» που ανακάλυψε δεν είχε ως αντίπαλο κάτι τυχαίο, «την πλάνη» ή «την αμάθεια», αλλά το οργανικό σύστημα της αστικής ιδεολογίας ως βασικό στοιχείο της αστικής ταξικής πάλης. Αυτή η «πλάνη» δεν είχε απολύτως κανένα λόγο να αναγνωρίσει ποτέ την «αλήθεια» (την ταξική εκμετάλλευση), γιατί αντίθετα επιτελούσε την οργανική ταξική λειτουργία να συγκαλύπτει την αλήθεια και  - με την ταξική της πάλη - να υποτάσσει τους εκμεταλλευόμενους στο σύστημα 'ψευδαισθήσεων που είναι αναγκαίο για την υποταγή τους. Μέσα στην «αλήθεια», ο Μαρξ συναντά επίσης την ταξική πάλη, μια ασυμφιλίωτη και ανελέητη πάλη. Ανακαλύπτει ταυτόχρονα ότι η επιστήμη που θεμελίωσε ήταν μια «μεροληπτική επιστήμη» (Λένιν), μια επιστήμη που «εκπροσωπεί το προλεταριάτο» («Το κεφάλαιο»), δηλαδή μια επιστήμη που η αστική τάξη δεν θα μπορούσε ποτέ να αναγνωρίσει αλλά θα πολεμούσε με όλα τα μέσα και μέχρις εσχάτων.
 
Ολόκληρη η ιστορία του μαρξισμού απέδειξε τον κατ' ανάγκην συγκρουσιακό χαρακτήρα της επιστήμης που θεμελίωσε ο Μαρξ και συνεχίζει να τον αποδεικνύει καθημερινά. Η μαρξιστική θεωρία, «αληθινή» και επικίνδυνη, σύντομα έγινε ένας από τους ζωτικούς στόχους της αστικής ταξικής πάλης. Και γνωρίσαμε εκείνη τη διαλεκτική που έχει ήδη περιγραφεί: επίθεση αφομοίωση αναθεώρηση διάσπαση. Είδαμε πώς η επίθεση που διεξαγόταν απ' έξω διείσδυσε στο εσωτερικό της θεωρίας η οποία καταλήφθηκε έτσι από το ρεβιζιονισμό. Με συνέπεια, σε ορισμένες οριακές καταστάσεις να ακολουθήσει η αντεπίθεση της διάσπασης (ο Λένιν κατά της δεύτερης Διεθνούς). Η μαρξιστική θεωρία αναπτύχθηκε μόνο μέσα από αυτή την ανελέητη και αναπόφευκτη διαλεκτική μιας ασυμφιλίωτης πάλης και δυνάμωσε προτού γνωρίσει δύσκολες, και πάντα συγκρουσιακές, κρίσεις.
 
Όλα αυτά είναι γνωστά, αλλά δεν αναλογιζόμαστε πάντα τις προϋποθέσεις τους. θα παραδεχόταν βέβαια κανείς ότι η μαρξιστική θεωρία εντάσσεται αναγκαστικά στην ταξική πάλη και ότι η σύγκρουση που την θέτει αντιμέτωπη με την αστική ιδεολογία είναι αναπόφευκτη. Δεν θα παραδεχόταν όμως κανείς με την ίδια ευκολία ότι η συγκρουσιακότητα (Konfliktualität) της μαρξιστικής θεωρίας είναι συστατική της επιστημονικότητας, της αντικειμενικότητας της. θα επανερχόταν δηλαδή σε θετικιστικές και οικονομιστικές αντιλήψεις και θα θεωρούσε τους συγκρουσιακούς όρους ύπαρξης της επιστήμης ως τυχαίους σε σχέση με τα επιστημονικά αποτελέσματα της. Αυτό σημαίνει πως δεν βλέπει κανείς ότι η μαρξιστική επιστήμη και ο μαρξιστής ερευνητής οφείλουν να πάρουν θέση στη σύγκρουση, αντικείμενο της οποίας είναι η μαρξιστική θεωρία, ότι για να συγκροτήσουν και να αναπτύξουν περαιτέρω την επιστήμη τους πρέπει να υιοθετήσουν (προλεταριακές) θεωρητικές ταξικές θέσεις, οι οποίες είναι ανταγωνιστικές προς κάθε θεωρητική θέση της αστικής τάξης. Ποιες είναι όμως οι απολύτως απαραίτητες για τη συγκρότηση και περαιτέρω ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας προλεταριακές θεωρητικές ταξικές θέσεις; Είναι οι υλιστικές και διαλεκτικές φιλοσοφικές θέσεις, που επιτρέπουν να δούμε αυτό που η αστική ιδεολογία υποχρεωτικά συγκαλύπτει: την ταξική δομή και την ταξική εκμετάλλευση που υπάρχει σε έναν κοινωνικό σχηματισμό. Αλλά αυτές οι φιλοσοφικές θέσεις είναι πάντοτε και αναγκαία ανταγωνιστικές απέναντι στις αστικές θέσεις.
 
Οι αρχές αυτές, ίσως όχι με αυτή τη διατύπωση (θεωρητικές ταξικές θέσεις) αλλά πάντως στη γενική τους σημασία, γίνονται αποδεκτές απ' όλους σχεδόν τους μαρξιστές θεωρητικούς. Αλλά συχνά πρέπει κανείς να υποθέσει ότι πρόκειται απλώς για κάτι που λέγεται για να ειπωθεί χωρίς να γίνεται πραγματικά αντιληπτή η βαθύτερη σημασία του και να λαμβάνονται υπ' όψη όλες οι συνέπειες του. Δεν θα έπρεπε να προσπαθήσουμε να το εκφράσουμε με τρόπο λιγότερο συνηθισμένο αλλά ενδεχομένως πιο διαφωτιστικό; Η αντίληψη αυτή στηρίζεται στο ότι είναι απολύτως απαραίτητο να έχει υιοθετήσει κανείς προλεταριακές ταξικές θέσεις προκειμένου να μπορέσει πολύ απλά να δει και να κατανοήσει τι συμβαίνει σε μια ταξική κοινωνία. Στηρίζεται στην απλή διαπίστωση ότι σε μία πραγματικότητα που κατ' ανάγκην χαρακτηρίζεται από συγκρούσεις, όπως συμβαίνει σε μια τέτοια (ταξική, στμ) κοινωνία, δεν μπορεί κανείς να δει από παντού τα πάντα. Μπορεί κανείς να διακρίνει την υφή αυτής της συγκρουσιακής πραγματικότητας μόνο αν υιοθετήσει μέσα στην ίδια τη σύγκρουση ορισμένες θέσεις και όχι κάποιες άλλες, διότι το να υιοθετήσει παθητικά κάποιες άλλες θέσεις θα σήμαινε ότι εμπλέκεται στη λογική των ταξικών ψευδαισθήσεων, η οποία πρέπει να ονομασθεί κυρίαρχη ιδεολογία. Φυσικά η προϋπόθεση αυτή (η υιοθέτηση ορισμένων θέσεων στη σύγκρουση, στμ), αντιτίθεται σε ολόκληρη τη θετικιστική παράδοση  - μέσω της οποίας η αστική ιδεολογία ερμηνεύει την πρακτική των φυσικών επιστημών - γιατί προϋπόθεση της θετικιστικής αντικειμενικότητας είναι ακριβώς (αφού η θεολογική μεταφυσική περίοδος έχει παρέλθει πλέον) να υιοθετήσει κανείς μια «θέση μηδέν», η οποία βρίσκεται έξω από κάθε σύγκρουση, όποια κι αν είναι αυτή. Αλλά η ίδια προϋπόθεση συνδέεται με μια άλλη παράδοση, ίχνη της οποίας βρίσκει κανείς στους σημαντικότερους φιλοσόφους, όπως για παράδειγμα στον Μακιαβέλι, ο οποίος έγραψε: «πρέπει να είμαστε λαός για να γνωρίσουμε τους ηγεμόνες». Ουσιαστικά, σ' ολόκληρο το έργο του ο Μαρξ δεν λέει τίποτε διαφορετικό. Όταν γράφει στον επίλογο του Κεφαλαίου ότι αυτό το έργο «εκπροσωπεί το προλεταριάτο» εξηγεί σε τελική ανάλυση ότι πρέπει να υιοθετήσει κανείς τις θέσεις του προλεταριάτου για να γνωρίσει το κεφάλαιο. Και αν πάρουμε τα λόγια του Μακιαβέλι στην πιο αυστηρή έννοια τους και τα εφαρμόσουμε στην ιστορία του Μαρξ και το έργο του, έχουμε κάθε λόγο να πούμε: πρέπει να είμαστε προλεταριάτο για να γνωρίσουμε το κεφάλαιο. Συγκεκριμένα αυτό σημαίνει: για να τοποθετηθεί κανείς στην κατάλληλη θέση ώστε να γνωρίσει το κεφάλαιο, πρέπει όχι μόνο να έχει αναγνωρίσει την ύπαρξη του προλεταριάτου, αλλά και να έχει συμμετάσχει στους αγώνες του, όπως είχε κάνει ο Μαρξ τέσσερα χρόνια πριν το «Μανιφέστο» όταν αγωνίστηκε στις πρώτες οργανώσεις της εργατικής τάξης. Για να φτάσει κανείς στις θεωρητικές ταξικές θέσεις του προλεταριάτου, δεν υπήρχε πράγματι στον κόσμο άλλο μέσο από την πράξη, δηλαδή την προσωπική συμμετοχή στους πολιτικούς αγώνες των πρώτων μορφών οργάνωσης του προλεταριάτου. Μέσα απ' αυτή την πρακτική ο διανοούμενος «γίνεται προλεταριάτο» και μόνο όταν έχει «γίνει προλεταριάτο», δηλαδή όταν έχει καταφέρει να μεταβεί από τις αστικές και μικροαστικές θεωρητικές ταξικές θέσεις σε επαναστατικές θεωρητικές θέσεις, μπορεί να γνωρίσει «το κεφάλαιο»  - ακριβώς όπως ο Μακιαβέλι έλεγε: «πρέπει να είμαστε λαός για να γνωρίσουμε τους ηγεμόνες». Αλλά για ένα διανοούμενο δεν υπάρχει άλλος τρόπος «να είναι λαός» από το να γίνει λαός  - και μάλιστα μέσα από την πρακτική εμπειρία των αγώνων αυτού του λαού.
 
Ας μου επιτραπεί σ' αυτό το σημείο να πω κάτι για μια πάρα πολύ γνωστή φράση: οφείλεται στον Κάουτσκυ και ο Λένιν την χρησιμοποίησε ξανά στο «Τι να κάνουμε». Αφορά τη συγχώνευση εργατικού κινήματος και μαρξιστικής θεωρίας και λέει το εξής: η μαρξιστική θεωρία διαμορφώθηκε από διανοούμενους και εισήχθη απ' έξω στο εργατικό κίνημα. Ήμουν πάντοτε πεπεισμένος ότι αυτή η διατύπωση δεν είναι επιτυχής. Το ότι οι Μαρξ και Ένγκελς πήραν μόρφωση αστού διανοούμενου έξω από το εργατικό κίνημα είναι προφανές: σπούδασαν όπως όλοι οι διανοούμενοι της εποχής τους στα αστικά πανεπιστήμια της εποχής τους. Η μαρξιστική θεωρία ωστόσο δεν έχει καμιά σχέση με τις αστικές θεωρίες, από τις οποίες ήταν διαποτισμένοι οι διανοούμενοι, αντίθετα λέει κάτι που είναι εντελώς ξένο προς τον κόσμο της αστικής θεωρίας και ιδεολογίας. Πώς λοιπόν εξηγείται ότι αστοί διανοούμενοι με άριστη μόρφωση επεξεργάστηκαν και διαμόρφωσαν μια επαναστατική θεωρία που βοήθησε το προλεταριάτο λέγοντας του την αλήθεια για το κεφάλαιο; Η απάντηση μου φαίνεται απλή και βασικά την έχω ήδη δώσει: ο λόγος είναι ότι οι Μαρξ και Ένγκελς ανέπτυξαν τη θεωρία τους όχι έξω από αλλά μέσα στο εργατικό κίνημα, όχι έξω από το προλεταριάτο και τις θέσεις του αλλά μέσα από τις θέσεις και την επαναστατική πρακτική του προλεταριάτου. Μπόρεσαν να συλλάβουν τη θεωρία τους μόνο επειδή έγιναν οργανικοί διανοούμενοι του προλεταριάτου και αυτό με την πρακτική τους στο εσωτερικό του προλεταριάτου χωρίς να πάψουν να είναι διανοούμενοι. Αυτή η θεωρία δεν εισήχθη στο εργατικό κίνημα «απ' έξω» αλλά αναπτύχθηκε στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος με εξαιρετική θεωρητική προσπάθεια. Η ψευδοεισαγωγή για την οποία μιλά ο Κάουτσκυ δεν είναι παρά η διεύρυνση  - στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος μιας θεωρίας που παρήχθη στο εσωτερικό του από οργανικούς διανοούμενους του προλεταριάτου.
 
Δεν πρόκειται για δευτερεύοντα ζητήματα ή για ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, αλλά για προβλήματα που αφορούν ολόκληρο το έργο του Μαρξ. Διότι αυτή η «μετάθεση» (για την οποία συνηθίζει να μιλά ο Φρόυντ αναφερόμενος στο αντικείμενο του) στην κατεύθυνση επαναστατικών θεωρητικών ταξικών θέσεων δεν έχει απλώς, όπως θα μπορούσε να πιστέψει κανείς, πολιτικές αλλά και θεωρητικές συνέπειες. Συγκεκριμένα, το να εγκαταλείψει κανείς αστικές και μικροαστικές θέσεις για να μεταβεί σε προλεταριακές θεωρητικές ταξικές θέσεις, είναι μια πολιτικο-θεωρητική ή φιλοσοφική πράξη που έχει βαρυσήμαντες θεωρητικές και επιστημονικές συνέπειες. Ο Μαρξ δεν διάλεξε τυχαία ως υπότιτλο του «Κεφαλαίου» την ακόλουθη απλή διατύπωση: «Κριτική της πολιτικής οικονομίας». Και επίσης δεν είναι τυχαίο το ότι συχνά υπήρξαν πλάνες ως προς τη σημασία αυτής της «κριτικής», η οποία θεωρήθηκε ως αξιολογική κρίση του Μαρξ για μια πραγματικότητα που ούτε αμφισβητείται ούτε είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί, και περιορίσθηκε σε συζητήσεις περί του εάν ο Σμίθ ή ο Ρικάρντο κατανόησαν ορθά το άλφα ή το βήτα ζήτημα, αν διέκριναν στην έννοια της προσόδου την υπεραξία ή όχι κλπ. Το ζήτημα είναι όμως πολύ ευρύτερο. Με τη «μετάθεση» που τον ωθεί σε προλεταριακές θεωρητικές ταξικές θέσεις, ο Μαρξ ανακαλύπτει ότι η πολιτική οικονομία, παρά τη συμβολή των συγγραφέων της, στην ουσία δεν είναι επιστήμη, αλλά θεωρητικός σχηματισμός της αστικής ιδεολογίας που παίζει ένα ρόλο στην ιδεολογική ταξική πάλη. Ανακαλύπτει ότι δεν πρέπει μόνο να ασκηθεί κριτική σε συγκεκριμένα σημεία της υπάρχουσας πολιτικής οικονομίας, αλλά ότι πρέπει να αμφισβητηθούν και να απορριφθούν ακόμα και η ιδέα και το σχέδιο της, δηλαδή η ίδια η ύπαρξη της πολιτικής οικονομίας, η οποία μπορεί να εννοηθεί ως αυτόνομη και ανεξάρτητη επιστήμη, μόνο αν συσκοτισθούν οι ταξικές σχέσεις και η ταξική πάλη, που η πολιτική οικονομία έχει ως ιδεολογικό καθήκον να συγκαλύπτει. Η θεωρητική επανάσταση του Μαρξ οδηγεί συνεπώς στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει πολιτική οικονομία (παρά μόνο για την αστική τάξη, τα συμφέροντα της οποίας είναι κάτι παραπάνω από προφανή) και ότι κατά μείζονα λόγο δεν υπάρχει μαρξιστική πολιτική οικονομία. Αυτό δεν σημαίνει ότι στη θέση της δεν υπάρχει τίποτε αλλά σημαίνει ότι ο Μαρξ αντικαθιστά το υποτιθέμενο αντικείμενο «πολιτική οικονομία» με μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα, η οποία γίνεται κατανοητή, αν έχουμε ως αφετηρία εντελώς διαφορετικές αρχές: τις αρχές του ιστορικού υλισμού με τις οποίες η ταξική πάλη γίνεται καθοριστική για την κατανόηση των λεγόμενων οικονομικών φαινομένων.
 
Θα μπορούσε κανείς να πάρει πάρα πολλά παραδείγματα από τον Μαρξ και να δείξει ότι η θεωρία του για την ταξική πάλη είναι εντελώς διαφορετική από την αστική θεωρία  - ότι η θεωρία του για την ιδεολογία και το κράτος επίσης είναι κάτι το εντελώς καινούριο. Σε κάθε περίπτωση μπορεί κανείς να συνδέσει τη μετάβαση σε θεωρητικές ταξικές θέσεις με την επαναστατική μεταβολή του αντικειμένου (το οποίο αλλάζει εντελώς  - όχι μόνο στο περίγραμμα, αλλά και στη φύση και την ταυτότητα του) και με πρακτικές επαναστατικές συνέπειες. Αυτή η ανατροπή των παραδοσιακών μορφών γνώσης σίγουρα δεν διευκόλυνε το έργο των αναγνωστών του Μαρξ. Αλλά αυτό που προπάντων τους δημιούργησε προβλήματα είναι η θεωρητική και επιστημονική προσφορότητα μιας συγκρουσιακής επιστήμης.
 
Σωστά, θα πει κανείς, αλλά τι σχέση έχει ο Φρόυντ με όλα αυτά; θα φανεί στη συνέχεια ότι η φροϋδική θεωρία, τηρουμένων των αναλογιών και σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο, βρίσκεται σε μια παρόμοια θέση όσον αφορά τη συγκρουσιακότητα (Konfliktualität).
 
Όταν ο Φρόυντ διατύπωσε τη θεωρία του για το ασυνείδητο άγγιξε πράγματι ένα εξαιρετικά ευαίσθητο σημείο της φιλοσοφικής, ψυχολογικής και ηθικής ιδεολογίας αμφισβητώντας με την ανακάλυψη του ασυνείδητου και των δρώντων αποτελεσμάτων του μια ορισμένη «φυσική» και «αυθόρμητη» εικόνα για τον «άνθρωπο» ως «υποκείμενο» η ενότητα του οποίου εξασφαλίζεται ή επισφραγίζεται με τη «συνείδηση».
 
Αποδεικνύεται όμως επίσης ότι η ιδεολογία αυτή μάλλον δεν μπορεί να στερηθεί την παραπάνω έννοια κλειδί, χωρίς να απαρνηθεί και το ρόλο της. Η ίδια (και οι «υπάλληλοι» της θα έλεγε ο Μαρξ) αντιστέκονται, ασκούν κριτική, επιτίθενται και προσπαθούν από την πλευρά τους να κυριέψουν τη φροϋδική θεωρία, να την αναθεωρήσουν από τα μέσα, αφού της επιτεθούν απ' έξω. Συναντάμε ξανά σ' αυτό το σημείο εκείνη τη διαλεκτική που ήδη αναλύσαμε και η οποία θεμελιώνει τον κατ' ανάγκη συγκρουσιακό χαρακτήρα της φροϋδικής θεωρίας.
 
Αλλά, θα πει κανείς, ποιο είναι το κοινό μέτρο που επιτρέπει να συγκρίνουμε την εχθρότητα της αστικής ιδεολογίας του ανθρώπου απέναντι στη θεωρία του ασυνείδητου με την εχθρότητα της αστικής ιδεολογίας απέναντι στη θεωρία της ταξικής πάλης; Αυτό που για τον Μαρξ είναι αναγκαίο, μήπως για τον Φρόυντ είναι σχετικά τυχαίο; Πώς μπορεί να συγκριθεί αυτό που ισχύει για την ταξική πάλη σε μια κοινωνία με το μηχανισμό άμυνας μιας ιδεολογίας του ανθρώπου;
 
Σ την πραγματικότητα ο συσχετισμός αυτός δεν είναι τόσο αυθαίρετος όσο πιθανόν φαίνεται. Η ιδεολογία για τον άνθρωπο ως υποκείμενο, η ενότητα του οποίου εξασφαλίζεται ή επισφραγίζεται μέσω της συνείδησης, δεν είναι μια οποιαδήποτε αποσπασματική ιδεολογία, αλλά πολύ απλά η φιλοσοφική μορφή της αστικής ιδεολογίας που κυριαρχούσε στην ιστορία επί πέντε αιώνες και που, ακόμη κι αν δεν έχει σήμερα την ίδια δύναμη όπως παλιότερα, εξακολουθεί να κυριαρχεί σε ευρείες περιοχές της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας και αποτελεί τη σιωπηρή φιλοσοφία της ψυχολογίας, της ηθικής ακόμη και της πολιτικής οικονομίας. Δεν φαίνεται αναγκαίο να θυμίσουμε ξανά σ' αυτό το σημείο ότι η μεγάλη ιδεαλιστική παράδοση της αστικής φιλοσοφίας ήταν μια φιλοσοφία της «συνείδησης» είτε εμπειρική είτε υπερβατική: αυτό το γνωρίζει ο καθένας παρ' ότι αυτή η παράδοση δίνει βαθμιαία τη θέση της στο νεοθετικισμό. Αντίθετα είναι πολύ σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι αυτή η ιδεολογία του συνειδητού υποκείμενου αποτελούσε τη σιωπηρή φιλοσοφία της θεωρίας της κλασικής πολιτικής οικονομίας και ότι σ' αυτήν ακριβώς την «οικονομική» εκδοχή της άσκησε κριτική ο Μαρξ απορρίπτοντας κάθε αντίληψη περί «homo oeconomicus», με την οποία ο άνθρωπος ορίζεται ως το υποκείμενο που έχει συνείδηση των αναγκών του και ως τέτοιο υποκείμενο αναγκών γίνεται το πρωταρχικό και συστατικό στοιχείο της κοινωνίας. Έτσι ο Μαρξ απέρριψε όχι μόνο την αντίληψη ότι στον άνθρωπο ως υποκείμενο των αναγκών του μπορεί να βρει κανείς την τελική εξήγηση της κοινωνίας, αλλά απέρριψε, πράγμα που είναι πιο καίριο, την ερμηνεία περί ανθρώπου ως υποκειμένου, δηλαδή ως ενότητας που ταυτίζεται με τον εαυτό της και μπορεί να προσδιορισθεί μέσα από τον εαυτό της και ιδίως μέσα από εκείνο το κατ' εξοχήν «μέσω αυτού» (durch jenes «durch sich» par excellence) που ονομάζεται αυτοσυνείδηση. Χρυσός κανόνας του υλισμού: Να μην κρίνουμε το Είναι μέσα από την αυτοσυνείδηση του. Γιατί το κάθε Είναι διαφέρει από την αυτοσυνείδηση του. Ίσως όμως είναι ακόμη πιο σημαντικό να επισημάνουμε ότι αυτή η φιλοσοφική κατηγορία του υποκειμένου που έχει συνείδηση του εαυτού του είναι εντελώς «φυσικά» ενσωματωμένη στην αστική σύλληψη της ηθικής και της ψυχολογίας. Αντιλαμβανόμαστε ότι η ηθική χρειάζεται ένα υποκείμενο που έχει συνείδηση του εαυτού του και είναι υπεύθυνο για τις ενέργειες του, προκειμένου να υποχρεωθεί να υπακούει «ενσυνείδητα» σε κανόνες που δεν θα συνέφερε να του επιβληθούν με τη βία. Επίσης αντιλαμβανόμαστε από τον απλό ορισμό του ηθικού υποκειμένου (ή του δρώντος υποκειμένου) ότι αυτό το υποκείμενο δεν είναι παρά το απαραίτητο συμπλήρωμα του υποκειμένου δικαίου, το οποίο πρέπει ακριβώς να είναι «υποκείμενο» και «συνειδητοποιημένο» προκειμένου να έχει ταυτότητα και να λογοδοτεί επί τη βάσει νόμων που υποχρεούται να γνωρίζει  - ένα υποκείμενο που πρέπει να έχει συνείδηση των νόμων που το υποχρεώνουν (Καντ) χωρίς ωστόσο να δεσμεύεται «ενσυνείδητα». Υποψιαζόμαστε λοιπόν ότι το περίφημο «ψυχολογικό υποκείμενο»  - το οποίο ό,τι και να σημαίνει, αποτελούσε και αποτελεί ακόμη αντικείμενο μιας «επιστήμης», της ψυχολογίας - δεν είναι ένα άμεσο και φυσικό δεδομένο, αλλά μια σύνθετη φύση, ιδιόρρυθμη και προβληματική, η φιλοσοφική μοίρα της οποίας είναι συνδεδεμένη με όλα εκείνα τα «υποκείμενα» που «κατοικούν» σ' αυτή: υποκείμενο δικαίου, υποκείμενο αναγκών, ηθικό (και θρησκευτικό) υποκείμενο, πολιτικό υποκείμενο κλπ.
 
Σκόπιμα τονίζω την κατηγορία της ενότητας που συνδέεται άρρηκτα με κάθε συνείδηση. Δεν είναι τυχαίο ότι ολόκληρη η αστική φιλοσοφική παράδοση παρουσιάζει τη συνείδηση ακριβώς ως τη δυνατότητα ενοποίησης, τη δυνατότητα σύνθεσης  - είτε αυτό γίνεται στο πλαίσιο του εμπειρισμού ενός Λοκ ή ενός Χιουμ είτε στα πλαίσια μιας υπερβατικής φιλοσοφίας, η οποία βρήκε τελικά την έκφραση της στον Καντ αφού «ταλαιπώρησε» για πολύ καιρό τους προδρόμους του. Το ότι η συνείδηση πρέπει να είναι σύνθεση σημαίνει ότι πρέπει να πραγματώσει μέσα στο υποκείμενο την ενότητα των διαφορετικών αντιδράσεων του στα ερεθίσματα (από την αντίληψη μέχρι τη γνώση), την ενότητα των ηθικών ενεργειών του, την ενότητα των θρησκευτικών επιθυμιών του, όπως και την ενότητα των πολιτικών πρακτικών του. Με αυτό τον τρόπο η συνείδηση παρουσιάζεται ως η από τη «φύση του ανθρώπου» δοσμένη στο άτομο λειτουργία ενοποίησης των διαφορετικών πρακτικών του, γνωστικών, ηθικών ή πολιτικών. Ας μεταφράσουμε από αυτή την αφηρημένη γλώσσα: Η συνείδηση είναι απολύτως απαραίτητη  - αν το άτομο που την κατέχει πρέπει να πραγματοποιήσει μέσα του την ενότητα που απαιτεί η αστική ιδεολογία προκειμένου να ανταποκριθούν τα υποκείμενα στη δική τους πολιτική και ιδεολογική αξίωση για ενότητα, ή απλούστερα, προκειμένου η συγκρουσιακή διάσπαση που προκαλεί η ταξική πάλη να βιώνεται από τους φορείς της ως μια υψηλή και «πνευματική» μορφή της ενότητας. Σκόπιμα τονίζω αυτή την ενότητα, με άλλα λόγια την ταυτότητα συνείδησης και ενοποιητικής λειτουργίας, γιατί σ' αυτήν άσκησε έντονη κριτική ο Μαρξ, όταν ξεσκέπασε την απατηλή ενότητα της αστικής ιδεολογίας και τη φαντασίωση της ενότητας που αυτή δημιουργεί στη συνείδηση ως εντύπωση απαραίτητη στον τρόπο λειτουργίας της. Σκόπιμα τονίζω αυτή την ενότητα, γιατί σ' αυτήν επικεντρώθηκε, σύμπτωση που δηλώνει πολλά, η φροϋδική κριτική της συνείδησης.
 
Στην πραγματικότητα, αν έχει καταλάβει κανείς σωστά τον Μαρξ, δεν υπάρχει κανένα μεγάλο μυστήριο σ' αυτό το «ευαίσθητο σημείο» στο οποίο ο Φρόυντ έθιξε ολόκληρη την κλασική φιλοσοφική παράδοση, τους θεωρητικούς σχηματισμούς της αστικής ιδεολογίας, όπως η ψυχολογία, η κοινωνιολογία και η πολιτική οικονομία, αλλά και τους πρακτικούς σχηματισμούς, όπως η ηθική και η θρησκεία. Για να αντιληφθεί κανείς τη βαθιά ενότητα αυτής της ιδεολογίας και των θεωρητικών και πρακτικών σχηματισμών της, αρκεί να κατανοήσει ότι τα διαφορετικά «συνειδητά υποκείμενα» ενοποιούν την κοινωνική ταυτότητα του ατόμου μόνο αν ενοποιηθούν ως ισάριθμα αντίγραφα μιας ιδεολογίας περί «ανθρώπου», ως όντος που «έχει εφοδιασθεί από τη φύση με συνείδηση». Αρκεί να συλλάβει κανείς αυτή τη βαθιά ενότητα για να αντιληφθεί τους βαθείς λόγους της ισχυρής αντίστασης κατά του Φρόυντ. Γιατί όταν ο Φρόυντ ανακάλυψε το ασυνείδητο (μια πραγματικότητα που ήταν απρόσμενη γι αυτόν λόγω της πολιτικής του αθωότητας, η οποία έκρυβε μεγάλη ιδεολογική ευαισθησία) δεν άγγιξε μόνο ένα «ευαίσθητο σημείο» της υπάρχουσας φιλοσοφικής, ηθικής και ψυχολογικής ιδεολογίας, δεν προσέκρουσε σε ιδέες που μέσα στην εξέλιξη της γνώσης ή της ανθρώπινης ψευδαίσθησης βρίσκονταν κατά τύχη σ' εκείνο το σημείο, δεν άγγιξε ένα ευαίσθητο μεν αλλά δευτερεύον σημείο μιας παροδικής και τοπικής ιδεολογίας. Χτύπησε, χωρίς πιθανόν να το γνωρίζει τα πρώτα χρόνια, αλλά το κατάλαβε πολύ γρήγορα, το πιο ευαίσθητο από θεωρητική άποψη σημείο ολόκληρου του συστήματος της αστικής ιδεολογίας. Το παράδοξο βρίσκεται στο ότι ο Φρόυντ εκτός από μερικά τολμηρά και αμφισβητούμενα δοκίμια («Τοτέμ και Ταμπού», «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας» κ.λπ.) δεν προσπάθησε ποτέ πραγματικά να παρατηρήσει και να σκεφθεί ως σύνολο αυτή την αστική ιδεολογία, με την οποία συγκρούσθηκε στο πιο ευαίσθητο σημείο της. Ας προχωρήσουμε: δεν ήταν σε θέση να το κάνει αυτό, γιατί αλλιώς θα έπρεπε να είναι Μαρξ. Δεν ήταν Μαρξ: ο Φρόυντ είχε εντελώς διαφορετικό αντικείμενο. Του αρκούσε να αποκαλύψει στο συγκλονισμένο κόσμο ότι αυτό το άλλο αντικείμενο υπήρχε, με αποτέλεσμα να επέλθουν αφ' εαυτών οι συνέπειες και να ξεσπάσουν εναντίον του οι αδιάκοπες επιθέσεις όλων εκείνων που για τον άλφα ή βήτα λόγο, υιοθετώντας όμως πάντα την προφάνεια της αστικής ιδεολογίας, είχαν συμφέρον να σωπάσει. Γνωρίζουμε τα λόγια του Φρόυντ λίγο πριν φτάσει στην Αμερική: «Σας φέρνουμε την πανούκλα». Αυτό θυμίζει τα λόγια του Μαρξ, ο οποίος περιγράφει το «Κεφάλαιο» ως «το φοβερότερο βλήμα που εκτοξεύθηκε στα κεφάλια των αστών». Αυτά είναι λόγια ανθρώπων που όχι μόνο ήξεραν τι σημαίνει να αγωνίζεσαι αλλά ήξεραν επίσης ότι έφερναν στον κόσμο επιστήμες που μπορούσαν να υπάρξουν μόνο στον αγώνα και μέσα από τον αγώνα, αφού ο αντίπαλος δεν μπορούσε να ανεχθεί την ύπαρξη τους: συγκρουσιακές επιστήμες στις οποίες κανένας συμβιβασμός δεν είναι δυνατός.
 
Δεν θα έπρεπε ωστόσο να μείνουμε σ' αυτές τις γενικότητες, όσο σωστές κι αν είναι, και αυτό για έναν απλό λόγο: το αντικείμενο τον Φρόυντ δεν είναι το αντικείμενο τον Μαρξ. Πράγματι στον Φρόυντ υπήρχε κάτι εντελώς μοναδικό που έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή και ταυτόχρονα την αναζωπύρωση της σύγκρισης.
 
Το αντικείμενο του Φρόυντ δεν είναι το αντικείμενο του Μαρξ. Ο Μαρξ αναρωτιέται τι είναι ένας κοινωνικός σχηματισμός και διακρίνει σ' αυτόν τον καθοριστικό ρόλο της ταξικής πάλης. Με αυτή την αφετηρία αναπτύσσει ολόκληρη τη θεωρία του για τη σχέση ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και τις παραγωγικές δυνάμεις όπως και τη θεωρία του για το εποικοδόμημα (δίκαιο και κράτος, ιδεολογίες). Ο βασικός θεωρητικός όρος που διαμορφώνει αυτή τη θεωρία, στην οποία καθοριστικές είναι ορισμένες σχέσεις (της παραγωγής, των τάξεων κ.λπ.), και η οποία προϋποθέτει την ιδέα μιας αιτιότητας μεσώ σχέσεων και όχι μέσω στοιχείων, αυτός ο όρος συνίσταται στην απόρριψη της θεωρητικής προϋπόθεσης της κλασικής πολιτικής οικονομίας ή των ιδεαλιστικών ιστορικών θεωριών: απορρίπτει το ότι τα άτομα είναι τα υποκείμενα (τα πρωταρχικά υποκείμενα και η απώτερη αιτία) ολόκληρης της οικονομικής και ιστορικής διαδικασίας. Γι αυτό το λόγο ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» θεωρεί σημαντικό να διευκρινίζει επανειλημμένα ότι τα άτομα πρέπει να εκληφθούν ως φορείς λειτουργιών και ότι οι ίδιες οι λειτουργίες καθορίζονται και προσδιορίζονται από τις (οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές) σχέσεις της ταξικής πάλης που θέτουν σε κίνηση ολόκληρη την κοινωνική δομή ακόμη και όταν αυτή απλά αναπαράγεται. Σ την «Εισαγωγή στην Κριτική» ο Μαρξ λέει: δεν πρέπει να ξεκινάμε «από το συγκεκριμένο αλλά από το αφηρημένο». Η θεωρία της προτεραιότητας των σχέσεων έναντι των όρων και η θεωρία των ατόμων (καπιταλιστών ή προλετάριων) ως «φορέων λειτουργιών» αποδεικνύουν τη θέση της «Εισαγωγής». Ο Μαρξ δεν χάνει ποτέ από τα μάτια του τα συγκεκριμένα άτομα αλλά  - εφόσον και αυτά εντάσσονται στο «συγκεκριμένο» - αποτελούν «σύνθεση πολλών προσδιορισμών» και Το Κεφάλαιο εξετάζει μόνο τους σημαντικότερους από αυτούς τους προσδιορισμούς, χωρίς να έχει σκοπό μέσω της «σύνθεσης των πολλών προσδιορισμών» να αναδημιουργήσει τα συγκεκριμένα άτομα, τα οποία προσωρινά θεωρεί μόνο ως φορείς προκειμένου να ανακαλύψει τους νόμους της καπιταλιστικής κοινωνίας στην οποία αυτά υπάρχουν. Σε κάθε περίπτωση «Το Κεφάλαιο» μας λέει αρκετά και τα ιστορικά κείμενα του Μαρξ είναι αρκετά σαφή ώστε να γνωρίζουμε ότι ο Μαρξ δεν μπορούσε να ξεπεράσει το όριο μιας θεωρίας κοινωνικής ατομικότητας ή ιστορικών μορφών ατομικότητας. Τίποτε στον Μαρξ δεν προοιώνιζε την ανακάλυψη του Φρόυντ: Τίποτε στον Μαρξ δεν μπορούσε να θεμελιώσει μια θεωρία τον  - ψυχικού μηχανισμού.
 
Όμως στα προαναφερθέντα δοκίμια μη επιτυχημένης γενίκευσης, ο Φρόυντ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνει αδιάκοπα με αμφίβολο τρόπο αυτό που είχε ανακαλύψει αλλού. Ωστόσο αυτό που είχε ανακαλύψει δεν αφορούσε καθόλου την «κοινωνία» ή τις «κοινωνικές σχέσεις», αλλά ειδικά φαινόμενα που επιδρούν στα άτομα. Παρ' ότι θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι υπάρχει ένα «διατομικό» στοιχείο στο ασυνείδητο, τα δρώντα αποτελέσματα του ασυνείδητου εμφανίζονται χωρίς αμφιβολία στο άτομο και η θεραπεία επιδρά στο άτομο, ακόμη κι αν απαιτεί την παρουσία ενός άλλου ατόμου (του ψυχαναλυτή) προκειμένου να μετασχηματίσει συγκεκριμένα αποτελέσματα του ασυνείδητου. Αυτή η διαφορά είναι αρκετή για να διακρίνουμε τον Μαρξ από τον Φρόυντ.
 
Ο Μαρξ και ο Φρόυντ διακρίνονται παρά το ότι βρίσκουμε ιδιόμορφες ομοιότητες στους όρους της ανακάλυψης τους. Επέμεινα προηγουμένως στο ότι ο διανοούμενος πρέπει «να γίνει λαός» για να κατανοήσει το κεφάλαιο. Επισήμανα μάλιστα ότι ο μετασχηματισμός που επιτρέπει στο διανοούμενο να μεταβεί από αστικές ή μικροαστικές θεωρητικές ταξικές θέσεις σε προλεταριακές θέσεις  - από τις οποίες και μόνο είναι δυνατό να δει την εκμετάλλευση και την ταξική πάλη - επιτυγχάνεται με την πολιτική πρακτική, θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε λίγο ακόμη και να πούμε ότι ένας διανοούμενος μπορεί να γίνει οργανικός διανοούμενος του προλεταριάτου μόνο όταν  - εάν - διαπαιδαγωγηθεί μέσω της ταξικής πάλης του προλεταριάτου η οποία μετασχηματίζει τις προηγούμενες θέσεις του και του επιτρέπει να οεί. θα μπορούσε εδώ κανείς να ισχυρισθεί με τη βοήθεια πειστικών επιχειρημάτων ότι κάτι παρόμοιο συνέβη και με τον Φρόυντ: όταν ο Φρόυντ πήρε διαφορετική θέση στα προβλήματα της συνείδησης και ήρθε σε ρήξη με τη φυσιολογία και την ιατρική, αυτό συνέβη γιατί κατά κάποιο τρόπο διαπαιδαγωγήθηκε από τους ίδιους τους υστερικούς ασθενείς τον, οι οποίοι κυριολεκτικά τον δίδαξαν και τον έκαναν να δει ότι υπήρχε χαραγμένη στο σώμα τους μια γλώσσα του ασυνείδητου. Η Άννα Ο. ήταν αυτή που όχι μόνο επινόησε για λογαριασμό του Φρόυντ τον όρο «talking cure» (ένα αποφασιστικό στάδιο της ανακάλυψης) αλλά και τον ανάγκασε να αναγνωρίσει την ύπαρξη μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης. Αυτό αποτελεί μια σημαντική όψη της ιστορίας της ψυχανάλυσης, που θα έπρεπε κάποτε να αναλογισθούν οι υλιστές.
 
Είναι κατ' αρχήν προφανές ότι αυτό που ανακάλυψε ο Φρόυντ λαμβάνει χώρα μέσα στο άτομο. Και εδώ ξαναβρίσκουμε μια απροσδόκητη μορφή της συγκρουσιακότητας  - και έτσι μια νέα διαφορά μεταξύ Φρόυντ και Μαρξ και ταυτόχρονα μια αρχή η οποία αναμφίβολα εισέρχεται εν μέρει στη λειτουργία υποταγής και αναγωγής σε υποκείμενο (effet d' assujetissement) που ασκείται μέσω της ιδεολογίας στα υποκείμενα. Πράγματι φαίνεται ότι η μαζική απόρριψη της ψυχανάλυσης από τους φιλοσόφους  - στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι μαρξιστές υλιστές που καταφεύγουν υπερβολικά συχνά σε μια «οντολογική» σύλληψη της λενινιστικής θέσης περί της συνείδησης ως αντανάκλασης - (ή η «αναθεώρηση» στην οποία την υποβάλλουν προκειμένου να εξαφανίσουν τα αιτήματα της) αλλά και η απόρριψη της από τους γιατρούς, τους φυσιολόγους, τους μοραλιστές και άλλους, δεν πρέπει να αποδοθεί μόνο στο μαζικό ιδεολογικό ανταγωνισμό, παρ' ότι αυτός, ως μαζικό φαινόμενο, είναι αναπόφευκτος. Φαίνεται ότι είναι αναγκαίο να δώσουμε σ' αυτό τον ανταγωνισμό και κάποιον άλλο ειδικό προσδιορισμό, προκειμένου να εξηγήσουμε την προσίδιά του «φαινόμενη μορφή»: πρόκειται για το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός θεμελιώνεται σε ένα χαρακτηριστικό του ίδιου του αντικειμένου  - του ασυνείδητου. Αυτό το πρόσθετο στοιχείο συνδέεται με τη «φύση» του ασυνείδητου, την απώθηση. Αν αυτό πράγματι συμβαίνει, δεν είναι τολμηρό να ισχυρισθούμε ότι τα άτομα δεν αντιστέκονται στην ιδέα του ασυνείδητου για αποκλειστικά ιδεολογικούς λόγους αλλά... διότι αυτά τα ίδια έχουν ένα ασυνείδητο το οποίο αυτομάτως απωθεί με ένα καταναγκασμό επανάληψης την ιδέα ύπαρξης ασυνειδήτου. Κάθε άτομο αναπτύσσει μ' αυτό τον τρόπο «αυθόρμητα» ένα «αμυντικό ανακλαστικό» απέναντι στο ασυνείδητο  - ανακλαστικό που είναι τμήμα του δικού του ασυνείδητου - δηλαδή μια απώθηση της δυνατότητας ύπαρξης ασυνείδητου, που συμπίπτει με το ίδιο το ασυνείδητο. Κάθε άτομο; Δεν είναι βέβαιο. Δεν έχει αποδειχθεί ότι το αμυντικό ανακλαστικό δρα πάντα τόσο αποτελεσματικά. Η εμπειρία αποδεικνύει αντίθετα ότι υπάρχουν υποκείμενα στα οποία αυτή η αντίσταση υπερνικάται ικανοποιητικά λόγω της διαμόρφωσης (aménagement) των φαντασιακών συγκρούσεων τους, πράγμα που τους επιτρέπει να αποδεχθούν την πραγματικότητα του ασυνείδητου χωρίς να προκληθεί ένα ανακλαστικό άμυνας ή φυγής.
 
Αυτή είναι μια από τις διόδους που μας οδηγεί στην ανακάλυψη του Φρόυντ. Τι ανακάλυψε ο Φρόυντ; Δεν θα περιμένει κανείς από εμένα να παρουσιάσω τη φροϋδική θεωρία, θα παρουσιάσω μόνο ορισμένες παρατηρήσεις οι οποίες τη μετατοπίζουν θεωρητικά.
 
Θα ήταν απόλυτα εσφαλμένο να θεωρήσουμε ότι ο Φρόυντ πρότεινε μια ψυχολογία χωρίς συνείδηση κατά το πρότυπο των μπηχαβιοριστών, των οποίων τις απόπειρες ειρωνεύτηκε. Αντιθέτως έδωσε στο «θεμελιώδες γεγονός της συνείδησης» τη θέση του στον ψυχικό μηχανισμό, τη συνέδεσε με ένα ειδικό σύστημα (την «αντιληπτική-συνείδηση») που βρίσκεται στα όρια με τον εξωτερικό κόσμο και της έδωσε ένα προνομιακό ρόλο στη θεραπεία. Και ισχυρίσθηκε ότι το ασυνείδητο υπάρχει μόνο σε όντα με συνείδηση. Παρ' όλα ταύτα ο Φρόυντ είναι άτεγκτος όσον αφορά την ιδεολογική επικυριαρχία της συνείδησης: «Πρέπει να βρούμε τον τρόπο να χειραφετηθούμε από τη λειτουργία του συμπτώματος "καθαρότητα της συνείδησης"» (S. Freud, Studienausgabe, τ. 3, σ. 151). Για ποιο λόγο; Διότι η συνείδηση δεν είναι σε θέση να παράσχει αφ' εαυτής μια «διάκριση συστημάτων» (ο.π.).
 
Πράγματι, ο Φρόυντ δεν ανακάλυψε μόνο την ύπαρξη του ασυνείδητου αλλά και αντέκρουσε την αντίληψη ότι το Ψυχικό δομείται, εν αναφορά προς τη συνείδηση, σύμφωνα με το πρότυπο μιας επίκεντρης ενότητας: δομείται μάλλον ως «μηχανισμός» με «διαφορετικά συστήματα» τα οποία δεν είναι δυνατόν να αναχθούν σε μια ενιαία αρχή (Prinzip). Στην πρώτη τοπολογία (αποτύπωση χώρου) αυτός ο μηχανισμός περιλαμβάνει το ασυνείδητο, το προσυνειδητό και το συνειδητό, σε συνδυασμό με μια βαθμίδα «λογοκρισίας» η οποία απωθεί στο ασυνείδητο τις αφόρητες για το προσυνειδητό και το συνειδητό εκδηλώσεις ορμών. Σ τη δεύτερη τοπολογία, αυτός ο μηχανισμός περιλαμβάνει το Αυτό, το Εγώ και το Υπερεγώ και η απώθηση πραγματοποιείται από ένα τμήμα του Εγώ και του Υπερεγώ.
 
Αυτός ο μηχανισμός δεν αποτελεί επίκεντρη ενότητα αλλά ένα σύμπλεγμα βαθμίδων οι οποίες συγκροτούνται μέσα στη διαδικασία της ασυνείδητης απώθησης. Ο «διχασμός» του υποκειμένου, το έκκεντρο του 'ψυχικού μηχανισμού σε σχέση με το συνειδητό και το Εγώ, συνοδεύονται από μια επαναστατική θεωρία του Εγώ. Το Εγώ, η πρώην έδρα της καθαρής συνείδησης, παύει κατά το μεγαλύτερο μέρος να έχει συνείδηση του εαυτού του και παίρνει μέρος στη σύγκρουση της ασυνείδητης απώθησης μέσω της οποίας συγκροτούνται οι βαθμίδες. Συνεπώς η συνείδηση είναι τυφλή απέναντι στη «διάκριση συστημάτων», δεδομένου ότι αποτελεί απλώς ένα σύστημα δίπλα σε άλλα, το σύνολο των οποίων υπόκειται στη συγκρουσιακή δυναμική της απώθησης.
 
Δεν μπορεί κανείς να μη σκεφθεί και την επανάσταση που έφερε ο Μαρξ εγκαταλείποντας τον αστικό ιδεολογικό μύθο που θεωρεί τη φύση της κοινωνίας ως ενιαίο και επίκεντρο σύνολο, και θεωρώντας αντίθετα κάθε κοινωνικό σχηματισμό ως ένα σύστημα βαθμίδων χωρίς κέντρο. Ο Φρόυντ που δεν γνώριζε σχεδόν καθόλου τον Μαρξ, συλλογίστηκε αντίστοιχα το αντικείμενο του (παρ' ότι δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα μεταξύ των δύο αντικειμένων) με ένα σχήμα στο χώρο, μια «τοπολογία» (ας θυμηθούμε την «Εισαγωγή στην Κριτική» του 1859) και μάλιστα μια τοπολογία χωρίς κέντρο στην οποία οι διάφορες βαθμίδες δεν έχουν άλλη ενότητα πέρα από την ενότητα της συγκρουσιακής λειτουργίας τους, στα πλαίσια αυτού που ο Φρόυντ αποκαλεί «ψυχικό μηχανισμό», με έναν όρο (μηχανισμός) που βέβαια υπενθυμίζει διακριτικά τον Μαρξ.
 
Αναφέρω αυτές τις θεωρητικές συγγένειες μεταξύ Μαρξ και Φρόυντ για να αφήσω να διαφανεί σε ποιο βαθμό η ανατροπή στις παραδοσιακές μορφές σκέψης και η εισαγωγή επαναστατικών μορφών σκέψης (τοπολογία μηχανισμός συγκρουσιακές βαθμίδες χωρίς κέντρο, η μόνη ενότητα των οποίων είναι η ενότητα του συγκρουσιακού τρόπου λειτουργίας τους  -  αναγκαία ψευδαίσθηση της ταυτότητας του Εγώ κ.λπ.) έχουν την πιθανότητα είτε να καταδείξουν την παρουσία ενός ασυνήθιστου αντικειμένου  - του ασυνείδητου - είτε όμως να προσκρούσουν αφ' ενός στην ιδεολογία που επιχειρούσε να τις μπλοκάρει και αφ' ετέρου στην απώθηση που αυτές προκαλούσαν.
 
Από αυτό το σημείο μπορεί κανείς να προσπαθήσει να ορίσει αρνητικά τη θέση του φροϋδικού ασυνείδητου.
 
Το φροϋδικό ασυνείδητο είναι κάτι Ψυχικό το οποίο απαγορεύει να το ταυτίσουμε με το Μη Ψυχικό ή με κάποιο αποτέλεσμα που προκύπτει από το Μη Ψυχικό  - πράγμα που δυνάμει θα έκανε μια ολόκληρη μηχανιστική υλιστική κατεύθυνση. Το φροϋδικό ασυνείδητο δεν είναι συνεπώς ούτε υλική πραγματικότητα (το σώμα, ο εγκέφαλος, το «Βιολογικό», το «Ψυχοφυσιολογικό») ούτε κοινωνική πραγματικότητα (οι κοινωνικές σχέσεις που ορίστηκαν από τον Μαρξ ως καθοριστικές για τα άτομα ανεξάρτητα από τη συνείδηση τους), οι οποίες ενώ θα διακρίνονταν από τη συνείδηση και επομένως τον ψυχικό μηχανισμό, ωστόσο θα παρήγαγαν ή θα καθόριζαν το ασυνείδητο «πίσω από την πλάτη». Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο Φρόυντ αρνήθηκε ποτέ την ύπαρξη μιας σχέσης ανάμεσα στο ασυνείδητο αφ' ενός και το Βιολογικό και Κοινωνικό αφ' ετέρου. Ολόκληρη η ψυχική ζωή στηρίζεται στο Βιολογικό μέσω των ορμών, που ο Φρόυντ αντιλαμβάνεται ως «αναπαραστάσεις» οι οποίες στέλνονται από το Σωματικό στο Ψυχικό. Με αυτή την έννοια της αναπαράστασης, ο Φρόυντ επικυρώνει την αντικειμενική αναγνώριση της βιολογικής αγκύρωσης της (κατ' ουσίαν πάντα σεξουαλικής) ορμής. Αλλά με αυτή την ίδια έννοια απελευθερώνει την ορμή από την ασυνείδητη επιθυμία οποιουδήποτε καθορισμού της ουσίας της μέσω του Βιολογικού. Η ορμή είναι «μια οριακή έννοια μεταξύ Ψυχικού και Σωματικού» (Freud, Studienausgabe, τ. 3, σ. 85). Ως οριακή έννοια είναι ταυτόχρονα και έννοια αυτών των ορίων, δηλ. η διαφορά μεταξύ του Ψυχικού και του Σωματικού. Ομοίως, ο Φρόυντ δεν αρνήθηκε ποτέ την ύπαρξη μιας σχέσης μεταξύ του συστήματος βαθμίδων του Εγώ και της αντικειμενικής ή κοινωνικής πραγματικότητας. Ίχνη αυτής της σχέσης δεν ανευρίσκει μόνο στην «αρχή της πραγματικότητας» αλλά και στο σύστημα της «αντιληπτικής συνείδησης» και στο Υπερ-Εγώ. Αλλά και εδώ ο Φρόυντ βλέπει, όταν μιλά με επιμονή για την «εξωτερική επιφάνεια» του ψυχικού μηχανισμού, για άλλη μια φορά ένα όριο: η αγκύρωση στον εξωτερικό και κοινωνικό κόσμο υποδεικνύει ταυτόχρονα μια διαφορά πραγματικότητας, την αποδοχή και την αναγνώριση της.
 
Είναι αναμφίβολο ότι για τον Φρόυντ τα φαινόμενα που παράγει ο ψυχικός μηχανισμός και προπάντων τα δρώντα αποτελέσματα του ασυνείδητου δεν συγκροτούν μια απτή πραγματικότητα αλλά μια ιδιόμορφη πραγματικότητα: «Δεν μπορώ να πω αν πρέπει να θεωρηθούν ως πραγματικότητα οι ασυνείδητες επιθυμίες. (...) Αν φέρουμε μπροστά μας τις ασυνείδητες επιθυμίες στην τελική και αληθινή μορφή τους, θα πρέπει μάλλον να πούμε ότι η ψυχική πραγματικότητα συνιστά μια ιδιαίτερη μορφή ύπαρξης η οποία δεν θα πρέπει να συγχέεται με την υλική πραγματικότητα» (S. Freud, Studienausgabe, τ. 2, σ. 587). Και επίσης: «ο παράξοδος χαρακτήρας των ασυνείδητων (απωθημένων) διαδικασιών (...) προκύπτει από το ότι σ' αυτή την περίπτωση δεν ισχύει η (αντικειμενική υλική) δοκιμασία της πραγματικότητας, η νοητική πραγματικότητα εξομοιώνεται με την εξωτερική πραγματικότητα, υπάρχει η επιθυμία πραγματοποίησης. (...) Δεν θα έπρεπε όμως να οδηγηθούμε στο να εισάγουμε την αξιολόγηση της πραγματικότητας στα απωθημένα ψυχικά μορφώματα. (...) Έχουμε την υποχρέωση να χρησιμοποιούμε εκείνο το νόμισμα που κυριαρχεί στη χώρα την οποία εξερευνούμε» (S. Freud, Studienausgabe, τ. 3, σ. 22 επ.).
 
Με βάση τον προσδιορισμό αυτής της ιδιόμορφης πραγματικότητας, το φροϋδικό ασυνείδητο δεν έχει προφανώς την παραμικρή σχέση με το ασυνείδητο της φιλοσοφικής παράδοσης: την πλατωνική λήθη, το μη διακρινόμενο του Λάιμπνιτς, ακόμη και την «πίσω πλευρά» της εγελιανής αυτοσυνείδησης. Διότι αυτό το ασυνείδητο αποτελεί πάντα ένα τυχαίο συμβάν ή μια μορφή λειτουργίας της συνείδησης', της συνείδησης της αλήθειας όταν συγκαλύπτεται από τη λήθη του σώματος, χωρίς να παύει να υφίσταται καθαυτή μέσα στη λήθη (Πλάτωνας), των απειροελάχιστων στοιχείων της συνείδησης, τα οποία είναι πάρα πολύ «μικρά» για να γίνουν αντιληπτά (Λάιμπνιτς), της Καθ' εαυτήν παρούσας συνείδησης στο Καθ' εαυτήν Δϊ εαυτήν της αυτοσυνείδησης πριν να αποκαλυφθεί σε ένα νέο Δϊ εαυτήν της αυτοσυνείδησης (Χέγκελ). Όλη αυτή η φιλοσοφική παράδοση θεωρεί τη συνείδηση ως την «αλήθεια» των ασυνείδητων μορφών της, δηλαδή θεωρεί το ασυνείδητο απλώς ως την παραγνωρισμένη συνείδηση. Καθήκον της φιλοσοφίας είναι να υπερβεί αυτή την παραγνώριση έτσι ώστε να αποκαλυφθεί η «αλήθεια». Από αυτή την περιορισμένη και ενδεικτική άποψη μπορούμε να πούμε ότι στον Φρόυντ η συνείδηση δεν είναι ποτέ η «αλήθεια» των ασυνείδητων μορφών της, πρώτα απ' όλα διότι η σχέση της συνείδησης προς τις ασυνείδητες μορφές δεν είναι σχέση ιδιοκτησίας (οι μορφές «της»), πράγμα που μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: η συνείδηση δεν είναι το υποκείμενο του ασυνείδητου. Τη θέση αυτή μπορεί να επαληθεύσει κανείς στη θεραπεία, όπου σκοπός δεν είναι  - ό,τι κι αν κατά καιρούς λέχθηκε επ' αυτού - να αποδοθεί στη συνείδηση η «αλήθεια» της με τη μορφή του ασυνείδητου αλλά να συμβάλει κανείς στην τροποποίηση της διάρθρωσης (le dispositif) των φαντασιώσεων σε ένα ασυνείδητο, το οποίο υπόκειται στην Durcharbeit (επεξεργασία)1 της ανάλυσης.
 
Θα ήθελα ολοκληρώνοντας να επιμείνω σε ένα τελευταίο σημείο. Το φροϋδικό ασυνείδητο δεν είναι βέβαια σε καμιά περίπτωση μια μη-συνειδητή (ψυχική) δομή την οποία η ψυχολογία θα μπορούσε να ανασυγκροτήσει ως μια υποτιθέμενη ασυνείδητη «προκατασκευή» του ατόμου με αφετηρία τα στερεότυπα ή τις γενικές μορφές εκδήλωσης της συμπεριφοράς του. Υπήρξε στη Γαλλία μια τέτοιου είδους ερμηνεία από τον Μερλώ-Ποντύ, ο οποίος «διάβασε» τον Φρόυντ στο φως τόσο της ψυχολογίας της συμπεριφοράς (μπηχαβιορισμός) όσο και της φιλοσοφίας του υπερβατικού Συγκεκριμένου του Χούσσερλ. Ο Μερλώ-Ποντύ έτεινε στο να αντιμετωπίσει αυτή τη δομή της συμπεριφοράς ως ένα προκατηγορικό a priori το οποίο καθορίζει την έννοια και τη μορφή της συμπεριφοράς περά από την υπάρχουσα συνείδηση. Με αφετηρία αυτή τη σύνθεση ή την προκατηγορική δομή προσπάθησε να βρει ένα τρόπο να φτάσει στο φροϋδικό ασυνείδητο. Τέτοιου είδους θεωρίες μπορούν να αναπτυχθούν χωρίς ρητή αναφορά στον Χούσσερλ αλλά δεν μπορούν να απαρνηθούν την ψυχολογία της συμπεριφοράς ή, πιο εκλεπτυσμένα, την ψυχολογία του P.Janet2, ακόμη και όταν θεμελιώνονται σε μια «υλιστική» γένεση των στερεοτύπων της δομής συμπεριφοράς.
 
Πιστεύω ότι μπορεί κανείς να απευθύνει από φροϋδική οπτική δύο κριτικές σ' αυτές τις προσπάθειες. Η πρώτη αφορά το ότι η θεωρία του ασυνείδητου ως «κατασκευή» των τρόπων συμπεριφοράς δεν θέτει υπό αμφισβήτηση αυτό που, όπως είδαμε, αποτελεί τον πυρήνα της ψυχολογικής ιδεολογίας: την ενότητα του υποκειμένου, το οποίο αντιμετωπίζεται ως υποκείμενο των τρόπων συμπεριφοράς τον και των πράξεων τον (το γεγονός ότι μπορεί κανείς ενδεχομένως να μη μιλά για τη συνείδηση δεν θίγει αυτή την αρχή της ενότητας). Η δεύτερη κριτική αφορά το ότι, αυτή η προσπάθεια δεν πραγματοποιεί καμιά «αλλαγή πεδίου» έναντι της ψυχολογίας: με τη μορφή μιας πραγματικότητας, την οποία ονομάζει «ασυνείδητο», απλώς διπλασιάζει τη δομή των συνειδητών ή μη συνειδητών τρόπων συμπεριφοράς. Το αν αυτός ο διπλασιασμός είναι υπερβατικός ή εμπειρικός (και γενετικός) δεν έχει καμιά σημασία, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα συγγενεύει περισσότερο με τα διάφορα μη συνειδητά που αναφέραμε προηγουμένως παρά με το φροϋδικό ασυνείδητο. Δεν πρέπει κανείς να γελαστεί με το ασυνείδητο. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Φρόυντ: «Έχουμε την υποχρέωση να χρησιμοποιούμε εκείνο το νόμισμα που κυριαρχεί στη χώρα την οποία εξερευνούμε» και κανένα άλλο.
 
 
 
Δεκέμβριος 1976
 
 
 
1. Το κείμενο παραμένει αδημοσίευτο στα γαλλικά και αποδίδεται εδώ από τη γερμανική μετάφραση των Rolf  Loeper και Ρ. Schoettler στον τόμο L.Althusser. Ideologie und ideologische Staatsapparate. Hamburg W. Berlin 1977, σσ. 89-07. Ευχαριστούμε τη φιλόλογο Heide Hornberger και τον ψυχίατρο Αριστομένη Σιμόπουλο για τις υποδείξεις τους σχετικά με την απόδοση όρων της φροϋδικής θεωρίας.
 
1. Γερμανικά στο πρωτότυπο (σημ. των γερμ. μτφρ.)
 
2. Pierre Janet (1859-947), γάλλος ψυχολόγος, ένας από τους θεμελιωτές της πειραματικής ψυχολογίας και διάδοχος του Φρόυντ στη Salpetriere. Πρβλ. S. Freud, Studienausgabe, τ. 1, σ. 258. (Σημ. των γερμ. μτφρ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η διάφανη Λίμνη