Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Παρουσίαση του βιβλίου του Ν. Σβορώνου: «Το ελληνικό έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού», και η αντιπαράθεση των ιστοριογραφικών σχολών του εθνοσυμβολισμού και του μεταμοντερνισμού πάνω στο εθνικό ζήτημα.

του Άρη Δ. Τσιούμα

Στα πλαίσια της εργασίας για το μεταπτυχιακό μάθημα του καθηγητή κ. Ι. Χασιώτη «Θέματα Νεότερης Ιστορίας Χερσονήσου του Αίμου», και με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Ν. Σβορώνου «Το ελληνικό έθνος, γέννηση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού» που γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και εκδόθηκε τελικά το 2004 (εκδόσεις «πόλις») καθώς επίσης λαμβάνοντας υπ’ όψιν το δημόσιο διάλογο που αναπτύχθηκε πάνω στο ζήτημα της γέννησης του έθνους, σε περιοδικά και εφημερίδες, θα επιχειρήσουμε μια σύγκριση μέσω μιας ανατομίας των σχημάτων και των επιχειρημάτων που στηρίζουν τη διαμάχη μεταξύ της εθνοκεντρικής και της μεταμοντέρνας αντίληψης όσο αφορά στην οπτική που καταθέτουν στο ζήτημα της ανάδυσης και της ανάπτυξης του εθνικού φαινομένου.




ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


Εισαγωγή………………………………………………….....σελ.4


Προλεγόμενα Σπ. Ασδραχά………………………..…….......σελ.4


Ν. Σβορώνου, «Το ελληνικό έθνος»………………...............σελ.6


Ν. Βαγενά,
«Οι περιπέτειες της εθνικής συνείδησης»………..................σελ.8


Αντ. Λιάκου, «Μυθολογίες & Αγιογραφίες»……................σελ.11


Το βάθεμα της σύγκρουσης, άλλες οπτικές
πάνω στο ζήτημα της ανάδυσης των εθνών…....................σελ.13


Συμπεράσματα…………………………………………....σελ.16


Βιβλιογραφία……………………………………………..σελ.18


Εισαγωγή 

Το ζήτημα της γέννησης του έθνους, και ευρύτερα της ανάδυσης του εθνικού ζητήματος, είναι ένα ιστορικό θέμα πάνω στο οποίο έχουν καταγραφεί πάρα πολλές απόψεις, που ποικίλλουν τόσο σε βαθμό περιεχομένου, όσο και στο βαθμό που αφορούν ή όχι την επιστημονική σκέψη, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν για την προσέγγιση του φαινομένου.

Γενικότερα η εργασία αυτή, ανίχνευσης του «πώς» και του «γιατί» πάνω στη γέννηση του έθνους, αποτελεί μια εκ των πραγμάτων επίπονη διαδικασία, καθώς τα πλαίσια που διαμορφώνουν το σύστημα σκέψης και αντιπαράθεσης που έχει ήδη χτιστεί, πολλές φορές φλερτάρουν ανοιχτά με τον σχετικισμό ρευστοποιώντας νοήματα και έννοιες. Παράλληλα υπάρχει πάντα ο φόβος των αναχρονιστικών αναγνώσεων, οι οποίες, ειδικότερα σε ένα τέτοιο ζήτημα μπορούν να αναδειχθούν σε αξεπέραστες αστοχίες, αλλάζοντας άρδην την οπτική που μας παραδίδει μια προσέγγιση.

Αυτό που μας αφορά και μας αναλογεί, με βάση τη θεματική της συγκεκριμένης εργασίας που παραδίδουμε, είναι αφ’ ενός η όσο το δυνατό καλύτερη παρουσίαση του βιβλίου του Σβορώνου, και ουσιαστικά του σχήματος που περιγράφει τη γέννηση του ελληνικού έθνους, και αφ’ ετέρου η ιχνηλάτηση των συγκρούσεων ανάμεσα σε δυο αντιπαραθετικές προσεγγίσεις ιστοριογραφικών σχολών πάνω στη γέννηση του έθνους. Δεν έχουμε σκοπό να λύσουμε το ζήτημα, ούτε να εξαντλήσουμε τις προσεγγίσεις ακόμα και των ρευμάτων που θέλουμε να παρουσιάσουμε. Στόχος μας είναι μέσα στο πλαίσιο της ιστορίας, να δούμε κάποιες αφηγήσεις που περιγράφουν το σκελετό κάποιων ιστοριογραφικών προσεγγίσεων και τα πεδία διαμάχης που δημιουργούν.

Είναι σημαντικό ο σύγχρονος ιστορικός να έχει υπ’ όψιν του όλες -ή τουλάχιστον όσο το δυνατόν περισσότερες- προσεγγίσεις πάνω σε ζητήματα όπως το εθνικό φαινόμενο, την ανάλυση του οποίου, οι κοινωνίες την περιμένουν -σε επιστημονικό επίπεδο- από τον κλάδο, κυρίως, της Ιστορίας. Η όσο το δυνατόν πιο ευρεία θεωρητική κατάρτιση αλλά και έρευνα, θα βοηθήσει σίγουρα το νέο μελετητή να προσεγγίσει με περισσότερες πιθανότητες μια πραγματική κρίση, και παράλληλα να αποφύγει άλλη μια ιδεοληπτική προκατασκευασμένη αφήγηση.

Πιο συγκεκριμένα πέρα από το βιβλίο του Ν. Σβορώνου «Το ελληνικό έθνος, γέννηση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού» (καθώς και τον πρόλογο του Σπ. Ασδραχά) που αποτελεί το βασικό έργο με το οποίο ασχολούμαστε στη συγκεκριμένη εργασία θα παρουσιαστούν σύντομα και οι απόψεις του Νάσου Βαγενά και του Αντώνη Λιάκου. Τέλος, βαθαίνοντας λίγο παραπάνω στη διαμάχη της μεταμοντέρνας με την εθνοκεντρική προσέγγιση, θα περιγράψουμε τα σχήματα που χρησιμοποιούν σε άρθρα τους τόσο ο Ν. Δεμερτζής όσο και οι Παπαμιχαήλ, Καπώλη.

Κλείνοντας αυτή τη μικρή εισαγωγή, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι όπως λέει και ο ίδιος ο Σβορώνος παρά τις τόσες μελέτες και εργασίες, δεν έχει βρεθεί ακόμα ένας κοινά αποδεκτός ορισμός ούτε για αυτή καθ’ αυτή την έννοια του έθνους. Παράλληλα όλες οι ιστοριογραφικές προσεγγίσεις συγκλίνουν στην άποψη ότι το εθνικό ζήτημα είναι μάλλον ένα από αυτά που δεν μπορούν να προσεγγιστούν χωρίς μια δόση ιδεοληψίας την οποία όλοι έχουμε καθώς τα όρια μεταξύ της αρνητικής «ιδεοληψίας» και της θετικής «θεωρητικής κατάρτισης και γνώμης» είναι θολά. Εμείς θα προσπαθήσουμε στο μέτρο του εφικτού να αποφύγουμε τις ιδεοληψίες, αλλά σίγουρα τα συμπεράσματα που καταθέτουμε πρέπει να κριθούν αφού λάβουμε υπ’ όψιν μας όλες τις προαναφερθείσες προβληματικές που υφίστανται. Αποφεύγοντας ύπουλους σχετικισμούς αλλά και δοσμένες νομοτέλειες, επιτυχία θα θεωρηθεί να διαυγάσουμε τις αφηγήσεις χωρίς να αλλοιώσουμε τον πυρήνα της επιστημονικής τους σκέψης.

Προλεγόμενα Σπ. Ασδραχά

Πριν δούμε την παρουσίαση του βιβλίου του Σβορώνου θα ήταν χρήσιμο να αναλύσουμε το πλαίσιο της εισαγωγής που κάνει στην έκδοση ο ιστορικός Σπ. Ασδραχάς. Η χρησιμότητα αυτή έγκειται στο γεγονός ότι πέρα από τις πρακτικές πληροφορίες που μας δίνει ένας επιστήμονας που στάθηκε κοντά στο Σβορώνο επί χρόνια μας δείχνει έναν δρόμο ανάγνωσης του βιβλίου που είναι αρκετά σημαντικός ώστε να κατανοήσουμε τόσο τη δυναμική του όσο και τις όποιες ελλείψεις του.

Πρώτα απ’ όλα ο Ασδραχάς μας δίνει κάποια στοιχεία για το ίδιο το κείμενο, το οποίο φέρεται να είναι γραμμένο περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1960 για μια εγκυκλοπαίδεια (1) η οποία δεν θα κυκλοφορήσει ποτέ, λόγω μάλλον όπως εκτιμά ο Ασδραχάς της χούντας του 1967. Περιγράφοντας τους σκοπούς του κειμένου ο Ασδραχάς σκιαγραφεί τη λογική μέσα στην οποία εντάσσεται. Σ’ αυτή την ανάλυση ξεχωρίζουν οι αιχμές της σύγκρουσης με το ΚΚΕ και την ιστοριογραφική παράδοση της Αριστεράς, η οποία συνοδεύεται με ένα άνοιγμα στην εθνοκεντρική αντίληψη εκ μέρους του μαρξιστή ιστορικού. Βέβαια πρέπει να επισημάνουμε ότι στα πλαίσια αυτής της ανάγνωσης που πανθομολογεί τη ρήξη του Σβορώνου με την πολιτική του ΚΚΕ δεν έχει υπολογιστεί καθόλου η πολιτική συγκυρία κατά την οποία γράφεται το έργο. Είναι η περίοδος όπου η Αριστερά μέσω του οχήματος της ΕΔΑ έχει καταφέρει για πρώτη φορά να βγει από την μετεμφυλιακή απομόνωση και έχει ήδη επιχειρήσει ανοίγματα στο Κέντρο με την εκλογική συνεργασία του 1956. Παρόλα αυτά, το πολιτικό πεδίο δεν μπορεί να αναιρέσει την τομή που όντως κάνει ο Σβορώνος στο επιστημονικό πεδίο με τη ρήξη που επιχειρεί στο τρόπο που αναπτύσσεται η μαρξιστική και αριστερή ιστοριογραφία.

Κάνοντας μια πρώτη «πρόχειρη» ανάγνωση ο Ασδραχας θεωρεί ότι το έργο του Σβορώνου αν και έχει να δώσει κάτι βαθύτερο, έχει επηρεαστεί άμεσα ή έμμεσα από το έργο του Στάλιν «Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα (εκδ. Κοροντζή 1945 (2) ιδίως ως προς τις προϋποθέσεις της δημιουργίας του εθνικού κράτους (3)».

Προχωρώντας σε μια βαθύτερη ανάγνωση του βιβλίου ο Ασδραχάς εντοπίζει τη προσπάθεια του Σβορώνου να περιγράψει την ιστορική συνέχεια της «ελληνικότητας», την οποία αποδέχεται αν και χρησιμοποιεί τον αμφίσημο όρο "ελληνισμός" (4). Το σχήμα τέλος που ακολουθείται είναι αυτό του διιστορικού ελληνισμού και των περιπετειών του μέχρι την πλήρωση του έθνους-κράτους.

Συνεχίζοντας επισημαίνει ότι για τον Σβορώνο, η συνέχεια δεν είναι «εθνική» γιατί ακόμα και η ύπαρξη εθνότητας και η συνείδηση αυτής της ταυτότητας, δεν επαρκεί για την αναγωγή της σε πολιτειακή συγκρότηση. Παράλληλα όμως ο Σβορώνος δεν χρονολογεί το έθνος μόνο με βάση την ανάδειξή του σε ενοποιητική αρχή του έθνους-κράτους. Γίνεται λοιπόν αρκετά ξεκάθαρο ότι, το ζήτημα της δυνατολογικής πραγμάτωσης των υλικών προϋποθέσεων σε κυρίαρχη δόμηση είναι τόσο ο στόχος όσο και η μεγάλη προβληματική του έργου.

Η προβληματική αυτή θα εκφραστεί τόσο από τους υπερασπιστές του σχήματος του Σβορώνου όσο και από τους πολέμιούς του. Και αν είναι εύκολο να εντοπίσουμε στις κατηγορίες για «αναχρονισμό» την κριτική των αρνητών του Σβορώνου, θα πρέπει να αναζητήσουμε στα προτεινόμενα εργαλεία ανάγνωσης του προλόγου του Ασδραχά το ξεπέρασμα του προβληματισμού πάνω στη χρονική αναστροφή. Ο Ασδραχάς επιχειρώντας την δικαιολόγηση της, χρησιμοποιεί την έννοια της «συγχρονικής συνείδησης» (π.χ. βυζαντινή ελληνικότητα σαν αντιθετικός πόλος απέναντι στην χριστιανική οικουμενικότητα) που συνοδεύεται από τις «μεταγενέστερες εννοιοδοτήσεις» (πέρασμα από την απαξίωση στην καταξίωση του συστατικού -ελληνοκεντρισμός-).

Με μια απλή προσέγγιση το βιβλίο είναι μια ιστορία του έθνους-κράτους η οποία διαπλέκεται με την ιστορία της εθνότητας (εδώ ελληνισμού) ως διιστορικού πυρήνα διαφύλαξης της δυνατότητας πραγμάτωσης της προϋπόθεσης σε καθ’ αυτό, αναγκαίο –αλλά όχι ικανό- ενοποιητικό παράγοντα της βιοπολιτικής διαχείρισης της μοντέρνας (νεωτερικής) κρατικής συσσωμάτωσης.
Στα μεθοδολογικά εργαλεία διακρίνεται η φιλοσοφία της σύνθεσης καθώς επίσης και η χρήση των φιλοσοφικών (ντετερμινισμός) και ερμηνευτικών (ιστορικός υλισμός) εργαλείων του μαρξισμού, απαλλαγμένα όμως από τη στενή σύνδεσή τους με τα πολιτικά πρόσημα της Αριστεράς.

Κλείνοντας επισημαίνουμε την παρατήρηση του Ασδραχά, ο οποίος διακρίνει την απόσταση που διατηρεί ο Σβορώνος από την άποψη ότι το έθνος το δημιουργεί η αστική τάξη (ελίτ). Η υποστήριξη αυτής της μαρξιστικής κατά τον Ασδραχά θέσης προκύπτει από τη σκέψη ότι το δυναμικό υπάρχον δεν περιμένει το δι’ αυτό για να υπάρξει. Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η θέση αυτή μπορεί να συνυπολογιστεί μόνο σαν μια από τις εκατοντάδες αναγνώσεις της μαρξιστικής θεώρησης. Ο ντετερμινισμός του Μαρξ είναι υλιστικός, άρα δεν είναι μεταφυσικός, δεν είναι de jure είναι δυνατολογικά de facto εφ’ όσων αναπτύσσονται οι βασικές υποθέσεις εργασίας. (ανάπτυξη παραγωγικών δομών, οικονομίας, άσκηση της πολιτικής εξουσίας, αναγκαιότητες της αστικής τάξης κλπ). Είναι συζητήσιμο αν ο Μάρξ δεν θα έδινε καταλυτικό χαρακτήρα στο ρόλο των αστών για τη «γέννηση» του έθνους. Το σίγουρο είναι ότι θα έδινε πρωταρχικό ρόλο στην τάξη τους για την επιβολή του έθνους σαν ενοποιητική αρχή της νεωτερικής πολιτειακής κατασκευής.

Ν. Σβορώνου (5), «Το ελληνικό έθνος» 

Καταρχήν ένα πρώτο πεδίο ουσιαστικής ρήξης με την Αριστερά θα γεννηθεί με βάση τον ορισμό (6) που δίνει ο Σβορώνος στην έννοια του έθνους, αφού αυτός περικλείει ουσιαστικά το σύνολο των χαρακτηριστικών της εθνοκεντρικής αντίληψης. Εντύπωση προκαλεί η διαταξική οπτική των «κοινών υλικών συμφερόντων του έθνους».

Σε όσα αφορούν στο θεωρητικό πλαίσιο ο Σβορώνος δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ούτε στους ρομαντικούς, ούτε στους συνταγματικούς αλλά ούτε και στους μαρξιστές-διεθνιστές. Ο Σβορώνος καταθέτει ένα προσωπικό σχήμα το οποίο μπορεί να δανείζεται στοιχεία από πολλές οπτικές δεν ταυτίζεται όμως ολοκληρωτικά με καμιά. Προάγει λοιπόν, μια νέα «εθνομαρξιστική» αντίληψη, η οποία συνενώνει την διαλεκτική εθνοτική συνέχεια με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες διαμόρφωσης του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο αυτή εξελίσσεται.

Ο Σβορώνος θα κρατήσει αποστάσεις από τον αδύναμο κρίκο της εθνοκεντρικής αντίληψης που θέλει τη γέννηση του ελληνικού έθνους στην αρχαιότητα. Βασίζοντας το έργο του στη γνώση των πηγών και την αντίληψη του μεσαιωνικού κόσμου μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι αυτή η άρνηση αποδοχής της ελληνικής ενότητας στα πλαίσια της αρχαιότητας είναι έξυπνη και εύστοχη. Ο Σβορώνος για να σκιαγραφήσει την κατάσταση της Αρχαιότητας, αναλύει το σχήμα του σύμφωνα με το οποίο, ναι μεν υπάρχει εθνότητα αλλά δεν υπάρχει έθνος ακόμα, διότι δεν υπάρχει ενιαία συνείδηση της συμμετοχής στην εν λόγω εθνότητα. Επίσης δεν υπάρχει η απαραίτητη ενοποίηση σε κρατική συσσωμάτωση. Το πόσο σημαντική θεωρεί ο Σβορώνος την ύπαρξη ενός ενιαίου κράτους φαίνεται από τα θετικά χαρακτηριστικά που θα προσδώσει στην Ρωμαϊκή κατάκτηση. Επίσης θετικά χαρακτηριστικά θα δει στην ύστερη περίοδο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στα πλαίσια της οποίας άλλωστε τοποθετεί τη γέννηση του ελληνικού έθνους, με τη μετατροπή του Βυζαντίου σε ελληνικό κράτος. Συνεχίζοντας την περιοδολόγηση των περιπετειών της ελληνικής συνείδησης θα αναφερθεί στις εθνολογικές προσμίξεις που συντελούνται κυρίως μετά την κάθοδο των Σλάβων και των Αλβανών και τέλος θα σταθεί στη θεμελιώδη σημασία της Οθωμανικής Κατάκτησης.
Εξετάζοντας από πιο κοντά τις περιόδους ώστε να αντιληφθούμε τις επιμέρους τομές και επικαλύψεις που παρατηρεί ο Σβορώνος, με τις οποίες άλλωστε προσπαθεί να δικαιώσει το σχήμα της διαλεκτικής προόδου, παρατηρούμε τη διαπάλη των σχημάτων που προωθούν ή εμποδίζουν την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης.
Έτσι αρνητικά χαρακτηριστικά θα προσδώσει ο Σβορώνος, όσο αφορά την εθνική υπόθεση, στο διχασμό χριστιανών και Ελλήνων που θα χαρακτηρίσει την πρώτη περίοδο του Βυζαντίου και η οποία διαμάχη θα ολοκληρωθεί με τον «χριστιανικό ολοκληρωτισμό» την εξαφάνιση δηλαδή των Ελλήνων -ειδωλολατρών- εθνικών από τους χριστιανούς. Ο διχασμός θα ολοκληρωθεί με τη διαφοροποίηση στη χρήση της γλώσσας, η οποία συνδέεται με την ταξική θέση. Τα ανώτερα στρώματα θα χρησιμοποιούν την αρχαϊζουσα καθαρεύουσα ενώ τα λαϊκά στρώματα τη «δημοτική» της εποχής, προσθέτοντας άλλο ένα πεδίο ανομοιογένειας που εμποδίζει την ανάδυση του αισθήματος του συνανήκειν.

Το θετικό κλίμα που έχει διαμορφώσει η πτώση του κύρους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τη συνακόλουθη άμβλυνση της Αυτοκρατορικής ταυτότητας, θα το διαδεχτεί η περίοδος της Οθωμανικής κατάκτησης. Ο Σβορώνος αφού ανιχνεύσει την Οθωμανική περίοδο θα δώσει μια εικόνα για το ρόλο της Εκκλησίας, της ανερχόμενης αστικής τάξης κ.α. Θα καταλήξει πάντως στο συμπέρασμα ότι η Οθωμανική κατάκτηση θα λειτουργήσει θετικά για την ανάδυση της εθνικής συνείδησης καθώς θα αποτελέσει ένα τέλειο παράδειγμα του «άλλου» απέναντι στον οποίο θα πρέπει να καθοριστεί το ελληνικό έθνος για να υπάρξει.
Αναλύοντας την οπτική του Σβορώνου για την περίοδο της Οθωμανικής κατάκτησης βλέπουμε ότι ενώ θα προσδώσει θετικά χαρακτηριστικά στο ρόλο της Εκκλησίας το πρώτο διάστημα αλλά και γενικότερα σαν πυρήνα διαφύλαξης των εθνοτικών χαρακτηριστικών (γλώσσα, θρησκεία), η οπτική του θα αλλάξει άρδην για τους ύστερους χρόνους της Οθωμανικής περιόδου, καθώς θα αποδώσει αντιδραστικό ρόλο στην Εκκλησία, την οποία θα πρέπει πλέον να ξεπεράσει η εθνική ιδέα για να μπορέσει να γεννήσει το κυοφορούμενο έμβρυό της, το έθνος-κράτος. Ειδικό ρόλο αποδίδει ο Σβορώνος και στην αστική τάξη. Διαχωρίζοντας τα κομμάτια που την αποτελούν οριοθετεί κάποια κριτήρια βάση των οποίων καθορίζει τη στάση της αστικής τάξης απέναντι στο εθνικό ζήτημα. Συγκεκριμένα χωρίζει τους αστούς σε δύο κύρια μέρη, στη μια πλευρά βρίσκονται αυτά τα κομμάτια που συνδέονται άμεσα με την οθωμανική εξουσία διατηρώντας μια σχέση εξάρτησης, και στην άλλη τα περισσότερο αυτόνομα κομμάτια. Στην πρώτη ομάδα θα συμπεριλάβει τον ανώτερο και ανώτατο κλήρο (7) , τους Φαναριώτες και τους κοτζαμπάσηδες. Η ομάδα αυτή κατά την άποψή του φέρει έντονα τα χαρακτηριστικά της ταξικής συνείδησης και όχι της εθνικής έτσι στέκεται αρνητικά στις απελευθερωτικές ενέργειες. Στην έτερη ομάδα συμπεριλαμβάνονται οι αρματολοί και οι κλέφτες, οι έμποροι και οι ομογενείς του εξωτερικού. Οι τρεις αυτές κύριες ομάδες θα παίξουν καταλυτικό ρόλο σε διαφορετικά επίπεδα για τον επαναστατικό ξεσηκωμό (8).

Η έλευση του Διαφωτισμού, η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η άνοδος του δημοτικισμού και η δυναμική σύγκρουση με την ηγεσία της εκκλησίας θα είναι οι παράγοντες που θα διαμορφώσουν μια κρίσιμη μάζα που θα απαιτήσει στο όνομα του έθνους μια ανατροπή της παρούσας κατάστασης.

Κλείνοντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση του πολύ σημαντικού έργου του Ν. Σβορώνου και επειδή ο χώρος μας είναι περιορισμένος, θα προτιμήσουμε να δώσουμε περιληπτικά το σχήμα που ακολουθεί ο Σβορώνος στη προσπάθεια προσέγγισης του εθνικού ζητήματος.

Αν το θέσουμε με μια «προχειρότητα » (9) το κεντρικό ερώτημα που προκύπτει είναι «πότε γεννιέται το ελληνικό έθνος». Τον Σβορώνο αρχικά, πρέπει να πούμε, τον χωρίζει άβυσσος από την ακραία τάση της εθνοσυμβολικής ιστοριογραφίας που συνδέει τα έθνη με τη βιο-φυλετική εξέλιξη. Αποστάσεις διατηρεί και από την «καθαρά» εθνοσυμβολική αντίληψη που βλέπει μια αποσυνδεδεμένη μεν από το αίμα, αλλά γραμμική εθνική συνέχεια. Άλλο ένα σημείο ρήξης του Σβορώνου με την συγκεκριμένη Σχολή είναι η de facto θέση που αυτή εκπροσωπεί ότι το έθνος υπάρχει διαχρονικά και διιστορικά.

Ίσες αποστάσεις θα κρατήσει ο Έλληνας ιστορικός και από τις μεταμοντέρνες προσεγγίσεις που θα ακολουθήσουν του έργου του. Βαθύτερη θα είναι η διαφορά με την ακραία μεταμοντέρνα τάση που θεωρεί ότι όλα τα ολιστικά σύνολα και αφηγήσεις είναι κατασκευασμένοι ολοκληρωτισμοί, ενώ βασικότατες διαφορές θα εντοπιστούν στο έργο του, όταν το συγκρίνουμε με την τάση του μεταμοντέρνου που αναγνωρίζει μεν την προΰπαρξη των εθνοτήτων αλλά οριοθετεί αυστηρά την ημερομηνία παραγωγής των εθνών στα μέσα του 18ου αιώνα κι έπειτα. Πρόκειται ουσιαστικά για την αντίληψη η οποία θα συνδέσει τη γέννηση των εθνών με τον πολιτικό ρόλο του έθνους μέσω της θέσμισής του σε κυρίαρχο λόγο.

Ο Σβορώνος θα ισχυριστεί ότι δεν υπάρχει «εθνική συνέχεια» από την αρχαιότητα έως σήμερα. Αυτό συμβαίνει κατά την άποψή του καθώς στην αρχαιότητα υπάρχει μεν η εθνότητα αλλά δεν υπάρχει η κοινή συνείδησή της αλλά και η ενοποίηση. Παράλληλα όμως αποσυνδέει το έθνος από το ρόλο του σαν ενοποιητική αρχή του νεοτερικού έθνους-κράτους, για να καταλήξει ότι όταν υπάρξει συνείδηση της εθνοτικής ταυτότητας γεννιέται και το έθνος. (11ος αιώνας) Από αυτό το χρονικό διάστημα κι έπειτα θα οριοθετήσει την αφετηρία των περιπετειών του ελληνικού έθνους ως τέτοιου, μέχρι τη δικαίωσή του στη μετεξέλιξη του έθνους-κράτους τον 19ο αιώνα. Έτσι προκύπτει το παρακάτω τελικό σχήμα:

Εθνότητα - έθνος - έθνος-κράτος
(αρχαιότητα – 11ος αιώνας) - (11ος αιώνας – 19ος αιώνας) - (19ος αιώνας – μέχρι σήμερα)

Αν και θα διατηρήσει αποστάσεις από την εθνοκεντρική προσέγγιση το σχήμα του Σβορώνου μετά την άνοδο της μεταμοντέρνας αντίληψης που θα ασκήσει αυστηρή κριτική στο έργο του, θα κατηγοριοποιηθεί από τους πολέμιους του ως μια ακόμη (μαρξιστική) παραλλαγή της εθνοκεντρικής Σχολής.

Η μεγάλη συνεισφορά πάντως του Σβορώνου, κατά την άποψή μας, έγκειται στη χρήση του διαλεκτικού υλισμού στα πλαίσια του νεοτερικού πλαισίου της προόδου, αναιρώντας όμως το γραμμικό τρόπο εξέλιξης του εθνοσυμβολισμού και άλλων ρευμάτων. Παράγει ουσιαστικά ο Σβορώνος, σε ιστορικά πλαίσια, την θέση για ύπαρξη διαλεκτικής συνέχειας. Επίσης κλείνοντας και αυτή την ενότητα πρέπει να αναφέρουμε την μεγάλη και ουσιαστική προσφορά του Έλληνα ιστορικού στην ίδια την ιστοριογραφία, καθώς με τη χρήση των εργαλείων της μαρξιστικής σχολής αφού τα έχει αποσυνδέσει από μικροπολιτικά κίνητρα απελευθερώνει ένα μεγάλο τμήμα του λόγου και των μεθόδων της σύγχρονης ιστοριογραφίας.

Ν. Βαγενά (10) , «Οι περιπέτειες της εθνικής συνείδησης» (11)

Περνώντας απ’ ευθείας στο σχολιασμό του άρθρου του Ν, Βαγενά πρέπει να πούμε αρχικά ότι το κείμενο χάνει αρκετό από το κύρος του λόγω του πολεμικού χαρακτήρα που υιοθετεί. Από τις πρώτες κιόλας σειρές ο Βαγενάς θίγει με αρνητική χροιά τη σύνδεση που έχει γίνει από θεωρητικούς της μεταμοντέρνας Σχολής της έννοιας του έθνους με την έννοια της «φαντασιακής θέσμισης». (αναφορά στο βιβλίο του B. Anderson: «Φαντασιακές κοινότητες»). Πώς όμως προσεγγίζεται ο όρος «φαντασιακός»; (12)
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι υπάρχει δεδομένη αναντιστοιχία ανάμεσα στον φιλοσοφικό όρο «φαντασιακός» και τον κοινότυπο «φανταστικός». Πάνω στην έννοια της φαντασιακής θέσμισης έχει στηριχθεί μεγάλο κομμάτι της θεωρίας του μεταμοντέρνου, που καταλήγει στη θέση ότι όλες οι ιδεολογίες είναι κατασκευές.

Η εθνοκεντρική αντίληψη θέλει το έθνος ή τον εθνικισμό σαν πυρήνα πανταχού παρόντα στο ιστορικό διηνεκές μέχρι τη δικαίωση του στην πραγμάτωση του νεωτερικού έθνους-κράτους. Αυτή η θέση μπορεί να χαρακτηριστεί ιδεοληπτική ενώ αποτελεί ταυτόχρονα και φαντασιακή θέσμιση και δρώσα πραγματικότητα.

Παρατηρούμε εδώ μια τελολογική προσέγγιση -τη μεγάλη αφήγηση των εθνοκεντριστών χρησιμοποιώντας τη μεταμοντέρνα ορολογία-. Είναι ταυτόχρονα η εθνική κατάσταση μια κατασκευή (έθνος-κράτος) μια δυνατότητα που προϋπάρχει (εθνότητα) και μια πραγματικότητα (κοινωνία των εθνών). Αφού θα υπάρξει σαν έθνος-κράτος μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι ο πυρήνας των υλικών προυπήρχε (εθνότητες) ενώ το φαντασιακό έργο ξεκινά όταν η εθνοκεντρική αντίληψη δεν αντιλαμβάνεται ότι πριν την «πλήρωση» του έθνους σε κρατική συσσωμάτωση μόνο μια αναχρονιστική ματιά του θιασώτη του απότοκου μπορεί να δώσει μια ιστορική αποστολή στον πυρήνα των υλικών όμοια ενός αριστοτελικού τελολογισμού ή ενός μαρξικού ντετερμινισμού.

Η συνεισφορά του Σβορώνου είναι μεγάλη με την καταγραφή της διαλεκτικής εξέλιξης, αντίληψής που συμπεριλαμβάνει τις ταλαντεύσεις, δηλαδή τις ρήξεις και τις επικαλύψεις του πυρήνα των υλικών της κατασκευής του έθνους-κράτους. Δυστυχώς όμως δεν αποφεύγει τη βάσανο της απόδοσης ιστορικής αποστολής στα υποκείμενα που αν και μειοψηφικά φέρουν την αναγκαία συνείδηση ώστε να διατηρούν ζωντανές τις πιθανότητες του «ζητούμενου» αποτελέσματος. Ο Σβορώνος μπορεί να αίρει τα πολιτικά πρόσημα του Μαρξισμού -γεγονός που δεν μας απασχολεί εδώ- αλλά αποτελεί τον καλύτερο μαθητή όσο αφορά τη χρήση των φιλοσοφικών και ερμηνευτικών του εργαλείων. (σχέση αλληλεπίδρασης της ανόδου της αστικής τάξης με την ανάδυση του εθνικού). Αυτή η πιστή χρήση του μαρξισμού στο νεοτερικό πλαίσιο θα δώσει παράλληλα τόσο τα πιο δυνατά όσο και τα πιο αδύναμα στοιχεία της ανάλυσής του. Και αν τα θετικά στοιχεία τα έχουμε περιγράψει παραπάνω, η κυριότερη αδυναμία του σχήματος θα εκπορευτεί ακριβώς από αυτή την πίστη στον ντετερμινισμό (13) του μαρξικού φιλοσοφικού σχήματος.

Επιστρέφοντας στο Βαγενά, ο αρθρογράφος ασκεί δριμεία κριτική στους σύγχρονους Έλληνες ιστορικούς ότι αναπαράγουν μηχανικά ανιστόρητες περί Νέου Ελληνισμού απόψεις των προτύπων τους. Κυρίως αναφέρεται στην αντίληψη ότι ο εθνικισμός γεννά το έθνος (και όχι το ανάποδο) η οποία στοχεύει -για τον Βαγενά- στο να μην παραδεχτεί ότι το έθνος προϋπάρχει του 18ου αιώνα. Από αυτή την αντίληψη τροφοδοτείται η θέση που –σύμφωνα και πάλι με τον Βαγενά- υποστηρίζουν οι μεταμοντέρνοι ότι δεν υπάρχουν Έλληνες -σε επίπεδο εθνότητας- πριν τα τέλη του 18ου αιώνα, καθώς μια ελληνική ταυτότητα κατασκευάζεται μόνο με τον Ελληνικό Διαφωτισμό. Όπως θα δούμε παρακάτω προκύπτει άρνηση των αντεθνοκεντριστών ιστορικών σε αυτή την κατηγορία.

Άλλη μια από τις κατηγορίες που θα εξαπολύσει ο Βαγενάς στο σύνολο των ιστορικών που κριτικάρουν το σχήμα του Σβορώνου είναι η άγνοια των πηγών που έχουν κυρίως σε όσα αφορούν στη προδιαφωτιστική –μεσαιωνική περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Προσπαθώντας να προλάβει μάλιστα κενά σε αυτή την τοποθέτησή του ο Βαγενάς θα συμπληρώσει ότι ακόμα κι αν έχουν γνώση των πηγών οι συγκεκριμένοι ιστορικοί εμφορούμενοι από μια ιδεοληπτική αντίληψη φέρνουν τις πηγές στα μέτρα τους. Είναι εμφανής εδώ η προσπάθεια του Βαγενά να εκμεταλλευτεί την ευρυμάθεια του Σβορώνου πάνω στη μεσαιωνική περίοδο.

Παρεμβαίνοντας εδώ στο ξεκαθάρισμα των αντιθετικών θέσεων, πρόκειται για έναν διαχωρισμό που κάνει η μεταμοντέρνα προσέγγιση. Σύμφωνα με αυτόν, γεννάται ένα καίριο ζήτημα διαχωρισμού του κοινωνικού ζητήματος της ύπαρξης ανθρώπων που καθορίζονται ως Έλληνες και του πολιτικού ζητήματος ότι αυτοί δεν συγκροτούν κάτι παραπάνω από μια άποψη. Η αντίληψη που υπάρχει πίσω από αυτή τη θέση πιστεύει ότι μόνο η νεοτερικότητα παράγει ένα πολιτικό κατασκεύασμα, το κράτος, του οποίου τη θεωρία λειτουργικής βιοπολιτικής διαχείρισης του πληθυσμού και παράλληλα συνεκτικής ιδεολογίας διαταξικής συσπείρωσης του, αποτελεί το έθνος (14) , αίρωντας όλες τις άλλες ταυτότητες και ιδιότητες.
Αν δεν υπάρξει λοιπόν, αυτό το λειτουργικό ξεκαθάρισμα πεδίων αναφοράς, ανάμεσα στις προσεγγίσεις δεν θα υπάρχει κοινό έδαφος για σύγκριση και σύγκρουση θέσεων. Είναι αντίστοιχα άστοχη μια άρνηση της ύπαρξης των εθνοτήτων όσο και να θεωρεί κανείς ότι υπάρχει διιστορική αποστολή στον ελληνισμό να φέρει αιωνίως το άχθος της πλήρωσης του νεοτερικού κράτους.

Επανερχόμενοι στο σημαντικό ζήτημα της γνώσης και της διαχείρισης των πηγών, προκύπτει υπό την οπτική του Βαγενά μια ένδειξη υπαγωγής του ελληνικού έθνους σε μια «κατάσταση εξαίρεσης». Πρόκειται για μια ιδεολογικοποίηση της πρότασης που κάνει ο Σβορώνος περί ανίχνευσης του πόσο μακριά απλώνει τις ρίζες του το ένα ή το άλλο έθνος. Αυτή η θέση περί εξαίρεσης (15) του ελληνικού -και ίσως μερικών ακόμα «ιστορικών» εθνών- από το γενικό κανόνα κατασκευής των εθνών αποτελεί κόκκινο πανί για την μεταμοντέρνα αντίληψη η οποία θα κριτικάρει δριμύτατα αυτή και άλλες θέσεις που προσιδιάζουν σύμφωνα με την αντίληψή της σε λογικές «υπερούσιων λαών και εθνών».

Αυτό που μπορούμε να επισημάνουμε κριτικά είναι ότι φυσικά σήμερα υπάρχουν λαοί που χωρίς να έχουν ζήσει σε προηγούμενες συσσωματώσεις με ξεκάθαρα τα εθνικά υλικά τους δεν είχαν πρόβλημα να κατασκευάσουν ένα λειτουργικό έθνος-κράτος (π.χ. Ελβετοί). Άρα για άλλη μια φορά θα πρέπει να διαχωρίσουμε το ρόλο του έθνους σαν κοινωνική ταυτότητα από το ρόλο του σαν πολιτική ιδεολογία.

Κλείνοντας με μια επισήμανση και για το θέμα των πηγών, ενώ ο ρόλος τους είναι πολύ σημαντικός και η χρήση τους πρέπει να θεωρείται ένα από τα πρωτεύοντα χαρακτηριστικά της σύγχρονης επαγγελματικής ιστοριογραφίας, σε ένα ζήτημα όπως είναι η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης, όπου η αντίληψη των υποκειμένων παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξαγωγή συμπερασμάτων, μπορούμε να πούμε ότι ο πρόσφορος χώρος για θεωρητικές προσεγγίσεις, διευρύνεται. Γενικότερα απέναντι σε τέτοια ζητήματα η ιστορία μάλλον δεν κρατάει μαγικό ραβδί αλλά θα ‘πρεπε να κρατάει μικρό καλάθι. Σε καμία περίπτωση όμως από την άλλη πλευρά δεν θα πρέπει να εκληφθεί αυτή η επισήμανση σαν παρότρυνση διάχυσης της ιστορίας ως επιστήμης σ’ αυτή των πολιτικών επιστημών.

Ολοκληρώνοντας την ενασχόλησή μας με το άρθρο του Ν. Βαγενά θα σταθούμε σε μερικές ακόμα παρατηρήσεις που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Μια από αυτές είναι η αμφισβήτηση, που βλέπει ο Βαγενάς, να υποστηρίζει ο Σβορώνος, της σύνδεσης της αστικής τάξης με τη γέννηση του έθνους. Σ’ αυτό το σημείο δεν τον βοηθούν και οι ίδιες οι αναφορές του ιστορικού αφού αναφέρει συχνά-πυκνά γνωστές προσωπικότητες της ελίτ της βυζαντινής και ύστερης μεσαιωνικής ιστορίας σαν παραδείγματα ύπαρξης εθνοτικής συνείδησης. (Πλήθων Γεμιστός, Θεόφιλος Κορυδαλέας κ.α.)

Η τελευταία αναφορά έχει να κάνει με το ρόλο της γλώσσας όπως τον οριοθετεί ο Βαγενάς. Θεωρεί ότι αν δίνουν ένα εργαλείο στη θέση του Σβορώνου οι μεταμοντέρνοι αυτός είναι ο ρόλος της γλώσσας ή του έντυπου λόγου. Είναι αλήθεια ότι η μεταμοντέρνα προσέγγιση έχει αναβαθμίσει σε οριακό σημείο το ρόλο του έντυπου κυρίως λόγου αλλά και της γλώσσας, αλλά σίγουρα αυτή η εκτίμηση δεν γίνεται προς τέρψιν της θεωρίας της συνέχειας, αντίθετα μάλλον αποτελεί άλλο ένα εργαλείο διάρρηξης των συνεχειών όπως το χρησιμοποιεί η μεταμοντέρνα απόδοση (16) .

Αντ. Λιάκου (17) , «Μυθολογίες & Αγιογραφίες» (18) 

Την αναμενόμενη απάντηση στο άρθρο του Ν. Βαγενά θα την υπογράψει ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος. Ο Λιάκος ενώ θα κληθεί να απαντήσει σε ένα άκρως επιθετικό άρθρο θα χρησιμοποιήσει σαφώς πιο ήπιο ύφος το οποίο θα τον βοηθήσει να αναπτύξει πιο εύκολα τα επιχειρήματά του, αφού αποφεύγει να ανοίξει τεράστια ζητήματα, η ανάλυση των οποίων δεν χωράει στο πλαίσιο μιας επιφυλλίδας.

Το άρθρο του Λιάκου πρέπει να το δούμε σαν απάντηση στο Βαγενά γιατί δεν ασχολείται παρά ελάχιστα με το καθ’ αυτό βιβλίο του Σβορώνου. Συγκεκριμένα στην πρώτη παράγραφο αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το βιβλίο. Ο Λιάκος λοιπόν, δηλώνει ότι στέκεται με επιφύλαξη απέναντι στην έκδοση, καθώς αυτή φέρνει στην επιφάνεια -στην ολοκληρωμένη του μορφή- ένα κείμενο το οποίο έχει γραφτεί περίπου σαράντα χρόνια πριν. Ο ιστορικός θεωρεί ότι από το 1960 έχουν συντελεστεί πολλές αλλαγές που ανατρέπουν το σχήμα του Σβορώνου. (αναφορά στους Νεομάρτυρες, «Πάθος μαρτυρίου» του Ηλιού, και στον εθνολογικό παράγοντα στην αρχαιότητα, Jonathan Hall «Ethnic identity in Greek Antiquity, 1997, και Hellenicity, 2002»)

Με βάση αυτή την αντίληψη ο Λιάκος θα χαρακτηρίσει απλά ενδιαφέρον το κείμενο του Σβορώνου κυρίως για την επιχειρούμενη σύνδεση της αριστεράς με την εθνική ιδεολογία, και θα τονίσει επίσης ότι κατά τη γνώμη του το κείμενο δεν μπορεί να διαβαστεί ως παραδειγματική αλήθεια αλλά ως μια οπτική της εποχής του πάνω στο εθνικό ζήτημα. Από ‘δω και πέρα παρατηρούμε ότι εάν θέλουμε να εντοπίσουμε στοιχεία κριτικής του Λιάκου προς το Σβορώνο αυτά θα πρέπει να τα αναζητήσουμε σαν έμμεσες αναφορές της κριτικής που κάνει στο Βαγενά.

Ο Λιάκος θα περιορίσει την κριτική του σε 3 βασικά ζητήματα που προκύπτουν από το άρθρο του Βαγενά.
Το πρώτο θα είναι η υπόνοια του Βαγενά περί ύπαρξης «ανάδελφου έθνους», η οποία βασίζεται στην έμμεση τοποθέτηση για «εξαίρεση» του ελληνικού έθνους. Ο Λιάκος θα ψέξει αυτή τη θέση με ακαριαίο τρόπο δηλώνοντας με μεγάλη δόση κυνισμού ότι από το Γαλλικό μέχρι το Ταυλανδέζικο έθνος όλα θεωρούν τον εαυτό τους μοναδικές περιπτώσεις. Ο ιστορικός θα καταγράψει την «κατάσταση εξαίρεσης» σαν de facto παράγοντα του εθνικισμού, τον οποίο αντιστρατεύεται.

Το δεύτερο ζήτημα που θα θίξει ο Λιάκος έγκειται στο ερώτημα εάν υπάρχει το επίδικο του εθνοτικού προσδιορισμού πριν τον 18ο αιώνα. Πριν προχωρήσει στην ανάλυση της θέσης του, ο Λιάκος θα αρνηθεί την κατηγορία που εξαπολύει ο Βαγενάς ότι οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν παραδέχονται την ύπαρξη ατόμων που αυτοπροσδιορίζονται εθνοτικά σαν Έλληνες την προνεοτερική περίοδο. Ο Λιάκος επεξηγώντας το σχήμα του, αναφέρει ότι το ζήτημα που θέτει αυτό, είναι εάν μπορεί να τίθεται τέτοιο ταξινομιστικό, ερώτημα στα πλαίσια του προνεοτερικού κόσμου. Για να δώσει την απάντηση: «δεν υπάρχουν ταξινομήσεις πληθυσμών με εθνικούς όρους στους οποίους η μία ιδιότητα να αποκλείει την άλλη, δεν υπάρχει τακτοποιημένο εννοιολογικό πλαίσιο κατηγοριοποιήσεων, υπάρχουν διακρίσεις χωρίς σύστημα διακρίσεων».

Το τρίτο ζήτημα το οποίο θα απασχολήσει τον καθηγητή είναι αυτό της ορολογίας στις πηγές. Ο Λιάκος θεωρεί ότι σύμφωνα με την περίοδο η ίδια έννοια παίρνει διαφορετικό νόημα. Έτσι καταδικάζει τις αναγνώσεις εκείνες που διέπονται από μια αναχρονιστική λογική. Οριοθετώντας την κατηγορία του αναφέρει ότι βλέπει απόδοση αναδρομικού νοήματος σήμερα μέσα από τη συγκρότηση μιας εθνικής ταυτότητας, η οποία χρησιμοποίησε για την κατασκευή της παλιότερα υλικά. Συμπληρώνοντας κι αυτή την πτυχή του σχήματός του, ο Λιάκος αναφέρει ότι η κατασκευή ταυτότητας ενέχει μια διακηρυκτική διαδικασία η οποία με τη σειρά της σημαίνει τη συγκρότηση σε επίπεδο λόγου, όμως κατά την άποψή του οι άνθρωποι δεν διακηρύσσουν πάντα την ταυτότητά τους, καθώς η διακήρυξη αλλά και η επιτέλεση της ταυτότητας είτε υπερβαίνει άλλους διαχωρισμούς είτε απολυτοποιεί και παγιώνει διαφορές (19) . Αυτό θεωρεί ότι είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να γεννηθεί πλέον το έθνος, κι αυτό ακριβώς το πλαίσιο δεν μπορεί να προκύψει στην προνεοτερική εποχή. Αντιθέτως αναγκαία συνθήκη για τη γέννηση του έθνους θεωρεί την πρακτική νοοτροπιακή αλλαγή που επιφέρει ο νεοτερικός, ταξινομιστικός εν πολλοίς κόσμος.

Για τον Λιάκο δεν τίθεται ερώτηση «υπήρχε έθνος τότε;» αλλά έρευνα στη σύγχρονη εποχή των συνθηκών που συνυφάνθηκαν για να αποτελέσουν το έθνος. Βασικότερες από αυτές θεωρεί το πότε και πώς διάφορες πληθυσμιακές ομάδες ταυτίστηκαν με ένα έθνος και απέκτησαν αίσθημα «συνανήκειν» ή διαχωρισμού, ενώ για να διαμορφωθούν αυτές οι συνθήκες θα πρέπει να εξετάσουμε την εθνικοποίηση του λόγου, του πληθυσμού και της πρακτικής. Οι προηγούμενες από αυτή του έθνους-κράτους πολιτικές συσσωματώσεις θεωρεί ο Λιάκος ότι δεν κατασκευάζονται στα θεμέλια του εθνικού κορμού. Ένα βέλος θα κρατήσει και για τη γλώσσα αφού θεωρεί ότι ούτε αυτή ακολουθεί κάποια συνέχεια, αλλά διεκδικεί την αυτονομία της από περίοδο σε περίοδο, ενώ η διεθνική συμμετοχή αναιρεί το ρόλο της σαν διιστορικό υλικό κατασκευής εθνικών ταυτοτήτων.

Τέλος αντιστρέφοντας την κριτική του Βαγενά, που καταλόγιζε άγνοια πηγών σε ιστορικούς του μεταμοντέρνου ρεύματος, καθώς και αόριστη θεωρητικολογία, ο Λιάκος -εξέχων εκπρόσωπος των οποίων- απαντά ότι η θεωρητική κατάρτιση είναι αναγκαία για τον ιστορικό ώστε να γνωρίζει πώς να «ρωτάει τις πηγές» και πώς να χειρίζεται «παγιδευμένες έννοιες».
Αφού ολοκληρώσει την κριτική του ο Λιάκος θα περιγράψει σε 4 θέσεις τα αναγκαία στοιχεία που περιγράφουν τον τρόπο που σκέφτεται το -ιστοριογραφικό ουσιαστικά- σχήμα του, ονοματίζοντας την αντίληψη που φέρει αυτό «σύγχρονο ιστορικό προβληματισμό».

Σύγχρονος ιστορικός προβληματισμός

1) Θέση για ασυνέχεια, και ασυμβατότητα, των διαφορετικών εποχών και τρόπων σκέψης, αντίθετα με τη συνέχεια, το γραμμικό τρόπο εξέλιξης της ιστορίας. (20) Ετερότητα και διαφοροποίηση, αντίθετα με την ομοιότητα, τις ρίζες, την καταγωγή. Εδώ ο Λιάκος περιγράφει την μεταμοντέρνα αντίληψη για την κατάρρευση της θεωρίας της προόδου σε όλες τις μορφές της, και της ανάδειξης του διαφορετικού, του άλλου, συνήθως υποκειμένων του εποικοδομήματος των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας όπως π.χ. του περιθωριακού, του απόκληρου, του ομοφυλόφιλου κλπ.

2) Θέση ενάντια στην αναδρομική κατασκευή της ιστορίας και της μνήμης. Περιγραφή της μεταμοντέρνας προσπάθειας αποδόμησης του ντετερμινιστικού πλαισίου ότι «όλα γίνονται για κάποιο σκοπό».

3) Θέση για ιστορικοποίηση της ερμηνείας απέναντι στη προσέγγιση «σωστό-λάθος». Περιγραφή της μεταμοντέρνας αντίληψης, περί πολυπρισματικής αλήθειας μέσω της υποτίμησης ή του μηδενισμού της επιστημονικής αυθεντίας και της ανάδυσης του σχετικισμού.

4) Θέση ότι το παρελθόν αποτελεί μια ανοιχτή διαδικασία με ενδεχόμενα και δυνατότητες, χωρίς προκαθορισμένες αλήθειες. Περιγραφή της μεταμοντέρνας αντίληψης για άρνηση της ιδεολογίας ως σύστημα σκέψης που οδηγεί ντετερμινιστικά (21) στον ολοκληρωτισμό (μεγάλη αφήγηση). Εδώ μάλιστα -και όχι σε κάποια από τις θεωρίες συνομωσίας- βρίσκεται η ρίζα της πολεμικής του μεταμοντέρνου στην εθνική ιδεολογία. Η μεταμοντέρνα προσέγγιση προσπαθεί να αποδομήσει τόσο τον κλασσικό εθνικιστικό τρόπο αφήγησης όσο και τον δομικό μαρξιστικό. Αποστρέφεται και τα δύο ρεύματα γιατί τα θεωρεί παιδιά του νεοτερικού κόσμου, τα οποία υιοθετούν εξίσου τη μεγάλη αφήγηση που οδηγεί στο έγκλημα. (22)
Αυτός ο προβληματισμός θεωρεί ο Λιάκος είναι αναγκαίος -και όχι πανάκεια- για την προσέγγιση του εθνικού φαινομένου χωρίς την αναπαραγωγή του κυρίαρχου εθνικού λόγου.
Όλοι οι προβληματισμοί, μπορούμε να επισημάνουμε, και οι οπτικές έχουν δικαίωμα στη συζήτηση, πόσο μάλλον η προσέγγιση του Λιάκου η οποία έχει επιστημονικό χαρακτήρα, και έχει κατορθώσει πολλές φορές να αναδείξει κενά, ενώ έχει βοηθήσει στην απομάγευση της ιστορίας από τις ακρότητες της εθνικής μυθολογίας. Όμως ο σφιχτός εναγκαλισμός της αντίληψης που περιγράφεται σαν «σύγχρονος ιστορικός προβληματισμός» με τη συνολική οπτική της μεταμοντέρνας προσέγγισης γεννά αρκετούς προβληματισμούς. Η μεταμοντέρνα ιστοριογραφία η οποία πλέον βρίσκεται σε παρακμή παρουσιάζει επίσης τεράστια χάσματα τα οποία ο σχετικισμός που την διακρίνει αντί να τα ενσωματώνει στο σχήμα τα μεγιστοποιεί. Η ολική ταύτιση της ιστορικής επιστήμης με τη μεταμοντέρνα προσέγγιση ενέχει τον κίνδυνο αυτή να ρευστοποιηθεί ανάμεσα σε άλλες περισσότερο θεωρητικές κοινωνικές επιστήμες.

Το βάθεμα της σύγκρουσης, άλλες οπτικές πάνω στο ζήτημα της ανάδυσης των εθνών

Σ’ αυτή την τελευταία ενότητα θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε κάποιες πιο προωθημένες απόψεις πάνω στα πλαίσια των ιστοριογραφικών Σχολών που προσεγγίζουμε. Πρόκειται για άρθρα που έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά που δίνουν συνέχεια στην διαμάχη πάνω στο ζήτημα της γέννησης του έθνους.
Μια δεύτερη απάντηση στο Ν. Βαγενά θα δώσει ο πανεπιστημιακός Ν. Δεμερτζής (23) από τις στήλες της ίδιας εφημερίδας με το άρθρο του «Πότε δημιουργήθηκε το ελληνικό έθνος», (24) στο οποίο θα αναπτύξει, όπως θα δούμε, περισσότερο και πιο καθολικά τη μεταμοντέρνα προσέγγιση. Στον αντίποδα δύο άρθρα που θα εμφανιστούν σε πολιτικό περιοδικό δεν έχουν στόχο να υπερασπιστούν τον Βαγενά ή τον ίδιο τον Σβορώνο όσο να υπερθεματίσουν πάνω στο εθνικό ζήτημα, υπερασπιζόμενα με θέρμη το αδιάρρηκτο της εθνοκεντρικής προσέγγισης. Πρόκειται για τα άρθρα των Γ. Παπαμιχαήλ (25) «Η επινόηση της «Ιστορίας ως επινόηση », (26) και Χ. Καπώλη (27) «Μεταμοντέρνα και μοντέρνα Ιστοριογραφία ».(28)
Ξεκινώντας την περιγραφή των σχημάτων από τον Δεμερτζή, ο πανεπιστημιακός θα χτίσει το σχήμα του πάνω στη μεταμοντέρνα προσέγγιση. Συγκεκριμένα, πιστεύει ότι πρώτα απ’ όλα τα όρια μεταξύ της ιδεολογίας και της θεωρίας του εθνικισμού είναι λεπτά, αναφερόμενος σε «ολισθηρές αφαιρέσεις» και προσπάθειες τυπολογίας του φαινομένου.
Από τις πρώτες διαπιστώσεις του άρθρου είναι ότι ο εθνικισμός έτσι κι αλλιώς μελετάται μέσω θεωρητικών εννοιών των επιμέρους σχολών καταδεικνύοντας το γεγονός -κατά τη γνώμη του- ότι η κατηγορία για ιδεοληπτική ανάγνωση του φαινομένου έχει όρια. Για να καταλήξει στην -τουλάχιστον φιλική στη μεταμοντέρνα θεώρηση- θέση ότι «οι πηγές δεν μιλούν από μόνες τους», που συνοδεύεται με το απαραίτητο για την προσέγγιση: «κατανοούνται (οι πηγές) από το διαμεσολαβητικό ερμηνευτικό ορίζοντα του παρόντος». Εδώ μοιάζει αν όχι να δικαιώνεται, η κριτική του Βαγενά τουλάχιστον να αποδεικνύεται αρκούντως ότι έχει κάποια βάση.
Αν και θα αρνηθεί την κατηγορία του Ν. Βαγενά προς το πρόσωπό του (29) ότι δεν αναγνωρίζει άτομα που αυτοπροσδιορίζονται εθνοτικά σαν Έλληνες πριν το Διαφωτισμό, θα δηλώσει ξεκάθαρα ότι είναι θιασώτης της θέσης ότι «ο ιδεολογικός λόγος του εθνικισμού γεννά το έθνος». Με βάση αυτή την αντίληψη θα οριοθετήσει τη γέννηση του έθνους στη νεοτερική εποχή σαν πολιτικοποιημένη εθνότητα, η οποία προϋπάρχει σαν πολιτισμική ενότητα που τελικά συνδέεται με το κράτος μέσω του εθνικισμού. Κάπως έτσι ολοκληρώνεται το σχήμα του Δεμερτζή περί του εθνικού ζητήματος. Συμπληρωματικά στοιχεία σε αυτή την βασική περιγραφή αποτελούν τα πεδία του εθνικιστικού λόγου που αφορούν στην ομογενιοποίηση, την ταξινόμηση και την ιεράρχηση. Αλλά και τα νέα παράγωγα που φέρνει ο εθνικισμός στο νεοτερικό κόσμο πέρα από τα «διιστορικά» υλικά κατασκευής του έθνους κράτους, (γλώσσα, θρησκεία, κ.α.) τα οποία ουσιαστικά αποτελούν «αναμεταφρασμένο υλικό» όπως το εκπαιδευτικό σύστημα, ο στρατός, η εθνική συνείδηση και η διεθνώς αναγνωρισμένη και φυλασσόμενη εθνική κυριαρχία.

Κλείνοντας με το άρθρο του Δεμερτζή, καταλήγει ότι το έθνος δεν αποτελεί απλά μια «φαντασιακή κοινότητα» αφού τα πάντα είναι φαντασιακές κοινότητες αλλά ένα κενό σημαίνον μέχρι να το μπολιάσει ο εθνικισμός της περιόδου του Διαφωτισμού με ότι χρειάζεται για να αποτελέσει το παιδί της νεοτερικής εποχής, δηλαδή μια επικράτεια, οργάνωση, πολιτική κυριαρχία με οργανικό καταμερισμό της εργασίας κλπ. Τέλος στην αναφορά του στο ζήτημα των πηγών θεωρεί ότι η έννοια «έθνος» μπορεί να εμφανίζεται από την αρχαιότητα αλλά όχι σαν ελληνικό έθνος, δεν έχει δηλαδή την ίδια σημασία αφού το ελληνικό έθνος είναι δημιούργημα του ελληνικού διαφωτισμού, όμως αυτό δεν σημαίνει -όπως ο ίδιος τονίζει- ότι αυτό το καθιστά μια “ex nihilo” κατασκευή, αντιθέτως αποτελεί τη ζωντανή πραγματικότητα πολιτιστικών συνεχειών, ασυνεχειών και αναδιατάξεων του κοινωνικού χρόνου. Η δε κριτική του Δεμερτζή πάνω στο ίδιο το έργο του Σβορώνου περιορίζεται στην αναχρονιστική ντετερμινιστική προσέγγιση που διέπει την αντίληψη του μαρξιστή ιστορικού.

Στην αντίπερα όχθη κινούνται οι απόψεις κυρίως του Γ. Παπαμιχαήλ και δευτερευόντως της Καπώλη. Ο Παπαμιχαήλ καταθέτει μια εξ’ ολοκλήρου πολιτική άποψη, η οποία κάνει πολεμική στη μεταμοντέρνα προσέγγιση. Τόσο η χρήση ακραίας ορολογίας και επιθετικότητας όσο και η de facto πολιτικοποίηση της άποψης διαρρηγνύει το επιστημονικό κύρος του άρθρου. Κατά τα άλλα παρατηρούμε μια υποδόρια «κούρσα» στη χρήση δυσνόητης -στο μέσο αναγνώστη- ορολογίας πολλές φορές χωρίς να υπάρχει συναίσθηση εάν τελικά το κείμενο κωδικοποιεί εύστοχα τα νοήματα που θέλει να περιγράψει. Η αντίληψη που μπορούμε εντελώς συνοπτικά να πούμε ότι διαπερνά το σύνολο του κειμένου στηρίζεται σε δυο βασικούς πυλώνες. Ο ένας είναι η σταθερή προσήλωση στην εθνοκεντρική αντίληψη με σχεδόν ερμητικό τρόπο (30), και ο άλλος, η ενσυνείδητη -κατά τον συγγραφέα- ταύτιση της μεταμοντέρνας προσέγγισης συλλήβδην με το πολιτικό όραμα της «μετα-εθνικής Αυτοκρατορίας ». (31) Αυτή ακριβώς η πολιτική ταύτιση που επιχειρεί ο συγγραφέας αποδυναμώνει την αντίληψη του, καθώς προκρίνει καταστάσεις με βάση το πολιτικό πρόσημο που προσπαθεί να ορίσει ο ίδιος. Τέλος, άλλη μια προβληματική του άρθρου είναι η έλλειψη αναφορών σε πηγές ή σε συγκεκριμένα έργα πέρα από ελάχιστες βιβλιογραφικές αναφορές. Η ύπαρξη ανάμεσα σ’ αυτές και δύο βιβλίων του ίδιου του συγγραφέα του άρθρου μπορεί να χαρακτηριστεί -τουλάχιστον- “politically incorrect”. (32)

Συμπληρωματικό στην άποψη του Παπαμιχαήλ μπορεί να χαρακτηριστεί το άρθρο της Καπώλη, το οποίο επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στο ρόλο της εκπαίδευσης -και ιδίως του μαθήματος Ιστορίας- στη διαμόρφωση της συνείδησης του μαθητή. Το κείμενο θα είναι πιο ισορροπημένο στη χρήση χαρακτηρισμών αποφεύγοντας το πολεμικό ύφος, όμως το περιεχόμενο δεν θα αλλάξει δραματικά. Η σχέση των δυο κειμένων άλλωστε καταδεικνύεται και από τις βιβλιογραφικές αναφορές της συγγραφέως . (33) Η Καπώλη θα αναδιατυπώσει τόσο την προσκόλληση στην εθνοκεντρική ανάλυση όσο και τις κατηγορίες ότι η μεταμοντέρνα προσέγγιση αποτελεί το ιδεολογικό μανιφέστο του «Αυτοκρατορικού κοσμοπολιτισμού ».(34) Μια διαφοροποίηση σε σχέση με το άρθρο του Παπαμιχαήλ είναι ότι η Καπώλη δεν θα διεκδικήσει κομμάτι από την «πίτα της ορθής ανάγνωσης» του μαρξισμού, όπως κάνει ο Παπαμιχαήλ. Τέλος, άλλη μια ταύτιση που υπάρχει στα δύο άρθρα και κάνει εντύπωση, είναι ότι και οι δύο συγγραφείς θεωρούν ότι οι εκπρόσωποι της μεταμοντέρνας προσέγγισης έχουν καταλάβει πολύ σημαντικές -κυρίως ακαδημαϊκές- θέσεις και από αυτές ασκούν την «αντεθνικιστική» προπαγάνδα τους. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι πέρα από τις διάφορες προσεγγίσεις είναι γεγονός ότι σχεδόν ολόκληρο τον προηγούμενο αιώνα -με εξαιρέσεις ίσως στις τελευταίες δεκαετίες- το κυρίαρχο πολιτικό, κοινωνικό αλλά και ακαδημαϊκό πλαίσιο ταυτιζόταν με το σχήμα του εθνοσυμβολισμού τροφοδοτώντας αρκετές φορές μάλιστα ακραίες καταστάσεις σε όλα τα προαναφερόμενα επίπεδα. Όπως και να ‘χει ο τρόπος ιστοριογραφικής προσέγγισης ιστορικών ζητημάτων ή/και φαινομένων δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο -και μάλιστα μοναδικό ή/και πρωτεύον- για το αν κάποιος θα καταλάβει μια συγκεκριμένη θέση. Βέβαια εάν οι συγγραφείς υποστηρίξουν μια θέση που θέλει κάποιους να είναι προστατευόμενοι κάποιας πολιτικής τάξης πραγμάτων, τότε ίσως θα πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες αναζητήσεις και σε πρότερες καταστάσεις. Άλλωστε όπως φαίνεται και στο κείμενο της Καπώλη δεν εντοπίζεται πρόβλημα στην καθ’ αυτό δομή των διαδικασιών (π.χ. στο ρόλο που παίζει η εκπαίδευση στην διαμόρφωση της συνείδησης) αρκεί το περιεχόμενο που ενέχει να ταυτίζεται με την προσέγγιση που κάνει η συγκεκριμένη Σχολή. Αυτή είναι μια λανθασμένη εκτίμηση.

Συμπεράσματα

Η σύγκρουση μεταξύ εθνοσυμβολιστών και μεταμοντέρνων είχε ήδη ξεσπάσει χρόνια πριν στο εξωτερικό και πιο πρόσφατα -σίγουρα όμως πιο πριν από την έκδοση του βιβλίου του Σβορώνου- και στην Ελλάδα. Άλλο ένα «μέτωπο» σ’ αυτή τη σύγκρουση -πολύ ενδιαφέρον- δημιουργεί η έκδοση του κλασσικού πλέον κειμένου του Σβορώνου «Το ελληνικό έθνος, η γέννηση και η διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού». Ο Σβορώνος αν και έχει γράψει το κείμενο σχεδόν 50 χρόνια πριν και ενώ ακόμα δεν έχει εμφανιστεί -ή τουλάχιστον αναπτυχθεί επαρκώς- η μεταμοντέρνα σχολή καταθέτει μια «κεντριστική» άποψη σε σχέση με τους δυο αντιθετικούς πόλους που θα προκύψουν κυρίως από το 1990 κι έπειτα. Στην ολική σύγκρουση που θα ακολουθήσει ο Σβορώνος έστω και ερχόμενος από το παρελθόν θα συνεισφέρει αρκετά με την έκδοση του 2004. Η αποσύνδεση του πάντα χρήσιμου -ως ερμηνευτικό εργαλείο- μαρξισμού από μικροπολιτικές αγκυλώσεις δείχνει ήδη έναν δρόμο που μπορεί και πρέπει να ακολουθηθεί από τους σύγχρονους μελετητές. Κυρίως όμως η θέση του για διαλεκτική συνέχεια της ιστορίας στέκει ανάμεσα στις δυο οπτικές που θέλουν τη συνέχεια είτε να είναι γραμμική είτε να μην υφίσταται καθόλου. Εντύπωση προκαλεί το πώς προσεγγίζουν τον Σβορώνο οι «εκπρόσωποι» των δυο υπό εξέταση ρευμάτων. Αν και μετά την άνοδο του μεταμοντέρνου η προσέγγιση του Σβορώνου τείνει να κατηγοριοποιηθεί στις βαριάντες του εθνοκεντρισμού οι «μεταμοντέρνοι» φαίνεται να μην ασκούν κάποια ιδιαίτερα σκληρή κριτική απέναντι στο σχήμα που προτείνει ο Σβορώνος, αν και η διαφωνία τους τουλάχιστον ως προς την περίοδο γέννησης του ελληνικού έθνους πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Αντιθέτως μπορούμε να εντοπίσουμε και κάποιες προσπάθειες «ιδιοποίησης» του, π.χ. ο Δεμερτζής στο άρθρο του αναφέρει: «αυτές οι λίγες διευκρινήσεις (του Δεμερτζή) δεν απέχουν πολύ από την ουσία της ανάλυσης του ίδιου του Σβορώνου, ο οποίος διακρίνει σαφώς το «έθνος» από την «εθνότητα» (όπ. π. σελ. 21-23)». Ο Δεμερτζής δείχνει να ξεχνά προσωρινά τα σημεία τριβής (με εξαίρεση την κριτική για τον «ντετερμινισμό» και τον «αναχρονισμό») ενώ τονίζει τα κοινά σημεία». Οι εθνοκεντριστές από την άλλη μεριά, μοιάζουν να μην υπερασπίζονται με θέρμη το σχήμα καθ’ αυτό του Σβορώνου (με εξαίρεση ίσως το Βαγενά). Μια εκτίμηση μπορεί να θεωρήσει ότι απέναντι στην ένταση της πολεμικής των μεταμοντέρνων το ισορροπημένο σχήμα του Σβορώνου ίσως φαντάζει «ενδοτικό» συγκρινόμενο με την παραδοσιακή εθνοκεντρική προσέγγιση.

Το βιβλίο του Σβορώνου έχει πολλά θετικά στοιχεία να αναδείξει και κυρίως κάποια σημαντικά ερμηνευτικά εργαλεία να παραδώσει, όπως επίσης και κάποια άλλα στοιχεία, τα οποία ίσως χρειάζονται μια διαύγαση, μια αναπροσαρμογή ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες συγκυρίες. Εάν άλλωστε δεν εξελίσσονταν οι ιστορικές ερμηνείες και τα συνακόλουθα σχήματα, η Ιστορία εδώ και πολλά χρόνια θα ήταν μια νεκρή επιστήμη.

Η διαμάχη που περιγράφουμε, των συγκεκριμένων ή άλλων σχολών σκέψης, πάνω στο συγκεκριμένο ή άλλο θέμα, υπήρχε, υπάρχει, και θα υπάρχει πάντα, είναι η διαλεκτική πάλη που περιγράφει το σχήμα της «θέσης-αντίθεσης-σύνθεσης». Το ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί διαπαντός, άλλωστε μια τέτοια προοπτική τύπου “total solution” ενέχει καθετοποιημένες αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας από αυτές που αλλοιώνουν συνήθως την ερμηνεία των περίπλοκων διεργασιών που συμβαίνουν στην κοινωνική βάση, διαδικασία που οφείλει να αντιπαλέψει ο σύγχρονος ιστορικός.

Εάν προσπαθήσουμε να επισημάνουμε τις συνδηλώσεις των προσεγγίσεων είτε του Σβορώνου, είτε των εθνοκεντριστών και των μεταμοντέρνων αυτές δεν είναι άλλες από τις προβολές των ανησυχιών και των προοπτικών τους στο μέλλον. Ο Σβορώνος δεν είδε -ως παλιότερος- όλη την εξέλιξη του σύγχρονου μας κόσμου. Πέθανε πριν διαλυθεί η ΕΣΣΔ, πριν ολοκληρωθεί η πολιτική και οικονομική ενοποίηση της Ε.Ε., πριν αναδειχθούν οι ΗΠΑ και το μοντέλο τους σαν καθολικό πρότυπο σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό). Δεν είδε τους πολιτικούς και τους οικονομολόγους να κινούνται σε ρυθμούς παγκοσμιοποίησης και τους διανοητές να κηρύττουν το «τέλος της ιστορίας ». (35) Οι υπόλοιποι τα είδαν. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι ξεπερνούν de facto τα ερμηνευτικά σχήματα του Σβορώνου. Οι μεταμοντέρνοι διακηρύσσουν ότι σε έναν εξ’ ολοκλήρου μετα-νεοτερικό κόσμο όπου τα ταξινομιστικά κριτήρια έχουν ρευστοποιηθεί και οι ταυτότητες έχουν διευρυνθεί, η απόλυτη αλήθεια έχει καταστεί μια χίμαιρα που φέρει τη μορφή του σχετικισμού. Η συνακόλουθη άρνηση αποδοχής των «μεγάλων αφηγήσεων» ως παρωχημένων νεοτερικών ιδεολογικών κατασκευών, οριοθετεί διάφορους αντιπάλους. Από τη μια το έθνος και την ιδεολογία του εθνικισμού και από την άλλη την εργατική τάξη και την ιδεολογία του κομμουνισμού. Είναι αλήθεια ότι αυτή η οπτική μοιράζεται υπεράριθμα κοινά χαρακτηριστικά με τη νέα φιλοσοφική (νεοφιλελεύθερη) ελίτ που ασκεί την παγκόσμια πολιτικό-οικονομική εξουσία. Απ’ την άλλη οι εθνοκεντριστές χαμένοι στη δίνη της προβληματικής «μήπως όντως ζούμε την μετα-νεοτερική εποχή», και «τι σημαίνει αυτό για τα συνεκτικά στοιχεία της ιδεολογικής τους αντίληψης», προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις σε νέα ερωτήματα χρησιμοποιώντας παλιές προτάσεις. Παράλληλα ξεχνούν ότι εάν για τουλάχιστον δυο αιώνες η ιδεολογική τους αντίληψη αποτελούσε το κυρίαρχο δόγμα, σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στην αστική τάξη η οποία εδώ και τουλάχιστον δυο αιώνες διαχειρίζεται σχεδόν ασταμάτητα την πολιτική και οικονομική εξουσία στη Δύση και όχι μόνο. Τώρα, εάν αυτή η ελίτ νοιώθει την ανάγκη να εκσυγχρονιστεί ώστε να κατακτήσει καλύτερες θέσεις για να καλύψει τις ανάγκες της, όπως προκύπτουν από τις οικονομικές και γεωπολιτικές ανακατατάξεις που συντελούνται, και πετά στον κάλαθο των αχρήστων την προηγούμενη ενοποιητική ιδεολογία νομιμοποίησης της βιοπολιτικής διαχείρισης του πληθυσμού, μόνη ελπίδα δικαίωσης είναι -όπως και όλων των ρευμάτων- οι αντιστάσεις και οι αντιδράσεις που θα προβάλλουν οι από-τα-κάτω. Άλλωστε κάπως έτσι θα κριθεί εάν τελικά υπάρχουν βαθύτερες εγχαράξεις στο συλλογικό φαντασιακό ή όλα είναι προσωρινές κατασκευές.

Όπως επίσης κάπως έτσι παραμένουν επίκαιρα τα ερμηνευτικά εργαλεία και εν μέρει και το σχήμα του Σβορώνου. Η γνώση και η αξιοποίηση των πηγών, η θεωρητική κατάρτιση ώστε να γνωρίζει «πώς να ρωτάει τις πηγές» και να διαχειρίζεται «παγιδευμένες έννοιες», η γενικότερη εικόνα που έχει ιστορικών περιόδων χρήσιμων για την τεκμηρίωση της όποιας θέσης, (μεσαιωνική, βυζαντινή ιστορία) αλλά κυρίως, η ανάδειξη του ρόλου των από-τα-κάτω στη διαμόρφωση των συνθηκών διαμόρφωσης του εθνικού ή/και κοινωνικού πεδίου διαμέσου του οποίου θα μπούμε στη νεοτερική εποχή, είναι οι προκείμενες που συγκαταλέγουν το έργο του Σβορώνου σε αυτά, τα οποία οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν πρέπει να επιτρέψουν να σκεπαστούν από τη σκόνη της λήθης.

Σημειώσεις 

1. Πρόκειται για το «Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό της Νεοτέρας Ελλάδος» του Ελευθερουδάκη επί διεύθυνσης Στάθη Δρομάζου. Η έκδοση του απαγορεύτηκε από τη χούντα, λόγω της φιλικής στάσης της έκδοσης απέναντι στην αριστερή θεωρία.

2. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές στο έργο του Σβορώνου σε σύγκριση με αυτό του Ι. Στάλιν. Εδώ αναφέρουμε τα βασικά στοιχεία που καταγράφει ο Στάλιν στο έργο του τα οποία συγκροτούν το έθνος: «η κοινότητα της γλώσσας, η κοινότητα του εδάφους, η κοινότητα της οικονομικής ζωής, η οικονομική συνοχή, η κοινότητα της ψυχοσύνθεσης που εκφράζεται στον κοινό πολιτισμό» καθώς επίσης και τον ορισμό που δίνει: «Έθνος είναι η ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, που εμφανίστηκε πάνω στη βάση της κοινότητας της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού.»

3. Ν. Σβορώνου, «Το ελληνικό έθνος» σελ.10.

4. Ο όρος χαρακτηρίζεται αμφίσημος καθώς ενέχει στοιχεία της ορολογίας που θα χρησιμοποιήσει η μεταμοντέρνα προσέγγιση αργότερα. Η διαμάχη πάνω στην ορολογία έγκειται στη χρήση των όρων «ελληνισμός», «εθνικός», «εθνοτικός» κ.α.

5. Βιογραφικό σημείωμα Ν, Σβορώνου: 1911-1989 (Λευκάδα-Αθήνα), σπούδασε στο Φιλοσοφικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών. Είχε ενεργή συμμετοχή στην Αντίσταση ενταγμένος στις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Το 1945 με την υποτροφία του Merliet μεταβαίνει στη Γαλλία. Το 1955 του αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια και το 1961 παίρνει τη Γαλλική. Το 1962 θα ολοκληρώσει το doctorat τρίτου κύκλου και το 1965 θα πάρει το docteur της Σορβόννης. Επιλέγεται σαν διευθυντής σπουδών Ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στο CNRS, ενώ μετά το 1974 διδάσκει στο ΑΠΘ και το Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Τέλος θα καταλάβει τη θέση του διευθυντή ερευνών στο Εθνικό ίδρυμα Ερευνών και θα εκλεγεί επίτιμος διδάκτωρ του ΑΠΘ και του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 6. «μια διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων με συνείδηση ότι αποτελεί ένα ενιαίο και αλληλέγγυο σύνολο με τη δική του πολιτισμική φυσιογνωμία και ψυχοσύνθεση, με κοινά υλικά και πνευματικά συμφέροντα και με σταθερά εκφρασμένη βούληση ή τάση πολιτιστικής ή πολιτικής αυτονομίας, που μπορεί να φτάσει ως την απαίτηση κρατικής ανεξαρτησίας.» (σελ.22)

 7. Βέβαια πρέπει να επισημάνουμε εδώ τον ειδικό ρόλο της εκκλησίας ως τον μοναδικό αναγνωρισμένο πολιτικό παράγοντα από την Οθωμανική εξουσία.

 8. Οι έμποροι θα συνεισφέρουν κυρίως οικονομικά, οι αρματωλοί ως ένοπλα τμήματα και οι διανοούμενοι θα δώσουν το θεωρητικό και ιδεολογικό πλαίσιο.

 9. Δεν μπορεί ο ιστορικός να θέτει τέτοια εκβιαστικά ερωτήματα. Καλύτερα να προτιμούμε μια περιγραφική ανάλυση.

10. Βιογραφικό σημείωμα Ν. Βαγενά: Γεννήθηκε το 1945 στη Δράμα, σπούδασε φιλολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών (1963-1968), Ρώμης (1970-1972), Έσσεξ (1972-1973) και Καίμπριτζ. Από το 1980 ως το 1991 διετέλεσε καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, και από το 1992 είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

11.  Άρθρο στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 23/1/2005

12. Ο Καστοριάδης εισάγει μια καινούργια οντολογία με κύριο άξονα την φαντασία, το ριζικό φαντασιακό, όπως το αποκαλεί, το οποίο είναι στην βάση κάθε ανθρώπινης δημιουργίας - από τα βασικά απαραίτητα στοιχεία έως την κλίμακα της κοινωνίας και της ιστορίας. Η κοινωνία είναι αυτοθέσμιση και δη φαντασιακή αυτοθέσμιση, με την έννοια ότι η ίδια δημιουργεί το είναι της όχι ορθολογικώς ή αντιγράφοντας την πραγματικότητα, αλλά επινοώντας και δημιουργώντας καινούριες μορφές και θεσμούς που δεν ειχαν προϋπάρξει πουθενά αλλού. Ομοίως η ιστορία είναι ποίησις, γένεση οντολογική νέων ειδών-μορφών, δημιουργία εκ του μηδενός – χωρίς αυτό να σημαίνει δημιουργία εντός του μηδενός και με το μηδέν. (Γιώργος Οικονόμου H "ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΗ ΘΕΣΜΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ" ΤΟΥ Κ. ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ [Φιλοσοφία και παιδεία, αρ. 36, Σεπτέμβριος 2005)

13.  Όσο εμπλεκόμαστε στη δίνη της πολιτικής ερμηνείας της κατασκευής του έθνους-κράτους τόσο πιο κοντά φτάνουμε στην αντίστροφη μέτρηση για τη διατήρηση του βαθμού αντιστοίχησης του κειμένου με την επίκαιρη κατάσταση. Το 1960 (θάνατος 1989) ο Σβορώνος δεν είχε δει την ανάπτυξη της Ε.Ε., και την πτώση της ΕΣΣΔ ενώ μόνο μερικώς φαινόταν η παντοκρατορία των ΗΠΑ σε έναν έτσι κι αλλιώς διπολικό κόσμο. Δεν μπορεί να φανταστεί ακόμα ότι ίσως αυτή η πολιτική κατασκευή για την οποία η άρχουσα αστική τάξη έπνιξε στο αίμα ολόκληρο τον πλανήτη, μπορεί να μην είναι πλέον χρήσιμη στους ίδιους τους εμπνευστές της, τουλάχιστον όχι με την πρότερη μορφή της. Δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι πέρα από οτιδήποτε άλλο, από το Διαφωτισμό κι έπειτα το έθνος έγινε ο ιδεολογικός βραχίονας μιας πολιτικής κατασκευής, του έθνους-κράτους.

14.  Στρεβλή βαριάντα ενδοσκοπικής υφής (στον αυστηρά ταξινομημένο κόσμο του μοντέρνου) αυτού του ευέλικτου σχήματος με τη μεγάλη ικανότητα ενσωμάτωσης ακόμα και αλλογενών υποκειμένων και διαδικασιών αποτελεί ο γερμανικός ρομαντισμός πολιτική εκδήλωση του οποίου υπήρξε ο ναζισμός, η κατάρρευση του οποίου -τουλάχιστον σαν επιστημονική πιθανότητα- είναι οριστική.

15.  Αν εντοπίζουμε μια ιδιαιτερότητα στην ελληνική περίπτωση, είναι ότι η ελληνική εθνοκεντρική ρητορική μπορεί να αναφερθεί σε προηγούμενες πολιτικές συσσωματώσεις, οι οποίες ενέχουν τα χαρακτηριστικά εκείνα που τελικά θα χρησιμοποιηθούν στη νεοτερική εποχή σαν υλικά κατασκευής του έθνους-κράτους (γλώσσα-θρησκεία). Παρόλα αυτά όμως μένει ακόμα χώρος συζήτησης, και αντιπαράθεσης, μάλιστα, στο τι σχέση υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτές τις διαδικασίες που αναπτύσσονται και την εθνική συνείδηση (τόσο σε οντολογικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ορολογίας). Αφού η γλώσσα μετεξελίσσεται και η θρησκεία αλλάζει -από την αρχαιότητα ως σήμερα-, και ο χώρος διευρύνεται ή μειώνεται, ποιος παράγοντας γεφυρώνει -πέρα του αίματος- τις ασυνέχειες που παράγουν οι μετατροπές; Μάλλον η συνείδηση της ενότητας αναδεικνύεται μέσω του ετεροκαθορισμού απέναντι στον άλλο. Εδώ όμως τα πράγματα συγχέονται περεταίρω. Ενώ οι πόλεμοι μεταξύ των κρατών-πόλεων του ελλαδικού χώρου διαδέχονται ο ένας τον άλλο η περσική απειλή ενοποιεί προσωρινά τον κατακερματισμένο κόσμο της ελλαδικής αρχαιότητας κάτω από την ονομασία του Έλληνα. Ποια θέση δικαιώνει αυτή την ιστορική πράξη; Πρόκειται για μια πρόωρη ομολογία ύπαρξης «εθνοτικής συνείδησης» ή πρόκειται για την κατασκευή μιας συμμαχικής πολιτικής ταυτότητας στα πλαίσια του αρχαίου κόσμου επινοημένη από τα πολυμήχανα μυαλά των απειλούμενων με κατάκτηση πολιτειακών συσσωματώσεων της εποχής; Εάν είναι καταφατική η απάντηση μας στο ενδεχόμενο ύπαρξης μιας κοινής εθνοτικής συνείδησης σε πιο πλαίσιο εντάσσουμε φαινόμενα διαχωρισμού που διαρρηγνύουν την θέση μας τόσο στην αρχαϊκή όσο και στη νεοτερική ή και μετανεωτερική εποχή; Γιατί οι Μακεδόνες παρά το «ομόθρησκο και ομόγλωσσο» αντιμετωπίζονται σαν εισβολείς; Γιατί οι Λακεδαιμόνιοι συμμαχούν με τους Πέρσες; Στη νεότερη εποχή γιατί το Μαυροβούνιο διασπάται από τη Σερβία σαν χωριστό έθνος; Αρκούν αυτά τα χαρακτηριστικά για να σκιαγραφήσουμε το σύνολο των υλικών που χρειάζονται ώστε να κατασκευαστεί το σύγχρονο έθνος κράτος; Χωρίς να πάρουμε μια κάθετη θέση μπορούμε να επισημάνουμε ότι πέρα από την συνείδηση των πληθυσμών υπάρχει πάντα και ένα ορισμένο επίπεδο αυτονομίας των πολιτικών σχηματισμών. Αν δεν πάρουμε υπ’ όψιν μας και αυτό το στοιχείο τότε σίγουρα δεν θα μπορέσουμε όχι να απαντήσουμε αλλά ούτε να προσεγγίσουμε το εύστοχο ερώτημα: αποτελούν όλες αυτές οι διαδικασίες ενοποίησης και διαχωρισμού τις διαλεκτικές παλινδρομήσεις μιας κοινής ταυτότητας ή αστοχούμε σε ασκήσεις αναχρονισμού εξετάζοντας ζητήματα που ακόμα δεν έχουν προκύψει ως αυτό που τα ορίζουμε να είναι;

 16. Υπάρχουν έρευνες που τροφοδοτούνται από τη μεταμοντέρνα σκέψη, η οποίες προσπαθούν να καταδείξουν ότι η γλώσσα αποτελεί συγκεκριμένο εργαλείο μιας κοινωνίας και εκφράζει την κοινωνία αυτή σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο. Ουσιαστικά προσπαθούν να προτείνουν την ασυνέχεια και στη γλώσσα.

17.  Βιογραφικό σημείωμα Αντ. Λιάκου: Γεννήθηκε το 1947 στην Αθήνα. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα 1969-1973 φυλακίστηκε από τη Δικτατορία. Πτυχιούχος στα 1977, συνέχισε με υποτροφία του ΙΚΥ και του Συμβουλίου της Ευρώπης, μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιταλία, διδακτορική διατριβή στη νεώτερη και σύγχρονη ιστορία στο ΑΠΘ, 1984. Δίδαξε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ μεταξύ 1981-1990. Το 1988-1989 ήταν Honorary Research Fellow στο Πανεπιστήμιο του Birmingham. Το 1995 ήταν επισκέπτης καθηγητής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας και στο Πανεπιστήμιο του Sydney στην Αυστραλία. Το 1996-1997 ήταν Visiting Research Fellow στο Πανεπιστήμιο του Princeton, ΗΠΑ. Το 2001 ήταν επισκέπτης καθηγητής στην Ecole Normale Superieure στο Παρίσι και το 2003 στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Σήμερα είναι καθηγητής της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 18. Άρθρο στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 6/2/2005

 19. Βέβαια εδώ μπορεί να επισημανθεί ότι υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες καθορισμού της ταυτότητας πέρα από το διακηρυκτικό λόγο ή τον έντυπο λόγο, ένας από αυτούς είναι η ανάλυση του συλλογικού πράττειν.

20. Ο Σβορώνος βέβαια αναδεικνύει έναν άλλο τρόπο να υπάρχει συνέχεια πέρα από τη γραμμική εξέλιξη, το διαλεκτικό τρόπο των ρήξεων, των τομών αλλά και των επικαλύψεων. Πάνω σε αυτή τη θέση δημιουργείται άλλο ένα μέτωπο σύγκρουσης του μεταμοντέρνου με τον μαρξισμό πέρα από την παντελώς διαφορετική βαρύτητα που δίνουν στη ταξική σύγκρουση σαν κινητήριο μοχλό της Ιστορίας.

21.Σ' αυτή τη θέση εσωκλείεται ίσως η μεγαλύτερη φιλοσοφική αντίφαση του μεταμοντέρνου. Ως άλλοι σύγχρονοι σοφιστές δεν αποζητούν την μια και μοναδική απόλυτη αλήθεια αλλά ιδεοληπτικά και ντετερμινιστικά υποστηρίζουν ερμητικά την απόλυτη θέση ότι δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια. Αυτή η αντίληψη κατηγοριοποιεί τη Σχολή σαν ακόμη μια ιδεολογική συνιστώσα των ιστοριογραφικών προσεγγίσεων.

22.Δίνοντας σύντομα μερικές παραπάνω ιστορικές επεξηγήσεις για την ανάδυση του μεταμοντέρνου: προσωπική άποψη αποτελεί η θέση ότι η ανάδυση του μεταμοντέρνου συμπίπτει με το γεγονός του πυρηνικού βομβαρδισμού της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Η εξαΰλωση ολόκληρων πόλεων και του πληθυσμού τους σηματοδότησε σε συνδυασμό με τη γενοκτονία των Εβραίων την άρνηση για «διαρκή πρόοδο της ανθρωπότητας» όπως διακήρυξε ο Διαφωτισμός μέσω της εξέλιξης της επιστήμης και του ορθού λόγου. Αποτέλεσμα η άρνηση απέναντι και στην ίδια την επιστήμη και στα πορίσματα ή και τα αποτελέσματά της. Η δε διάψευση των ελπίδων από την μετατροπή της ΕΣΣΔ σε εκμεταλλευτικό καθεστώς τροφοδότησε την θέση ότι οι μεγάλες αφηγήσεις οδηγούν ντετερμινιστικά στα «νομιμοποιημένα» εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

23. Βιογραφικό σημείωμα Ν. Δεμερτζή: Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου (1980) και διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Lund, Σουηδίας (1986).

24.  Άρθρο στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 6/2/2005

25.  Βιογραφικό σημείωμα Γ. Παπαμιχαήλ: Καθηγητής εκπαιδευτικής ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Από το 1992 έως το 2003 ήταν διευθυντής του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας της Εκπαίδευσης και Διδακτικής των Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών και διευθυντής της έδρας ΟΥΝΕΣΚΟ στις Επιστήμες της Εκπαίδευσης του ίδιου Πανεπιστημίου.

26. Άρθρο στο περιοδικό «Άρδην» τ.62 (Γενάρης 2007)

27. Βιογραφικο σημείωμα της Χ. Καπώλη: υποψήφια διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

28. Άρθρο στο περιοδικό «Άρδην» τ.62 (Γενάρης 2007)

29. Ο Δεμερτζής θεωρεί ότι η κατηγορία του Βαγενά είναι βασισμένη σε συγκεκριμένη περικοπή από βιβλίο του.

30. «κάθε μορφή κρατικής εξουσίας, ως ιστορικά συγκεκριμένη πολιτική συμπύκνωση των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων κάποιας εποχής, δεν αναπαράγει προφανώς παρά τις συγκεκριμένες νοηματοδοτήσεις και τους συμβολικούς προσανατολισμούς περί της «εθνικής συλλογικότητας» που την χαρακτηρίζει».

 31. «Πρόδρομοι λοιπόν, ή μήπως, αντίθετα, οργανικοί διανοούμενοι μιας αυτοκρατορικής κοινωνικο-πολιτικής τάξης που έχει ήδη επικρατήσει στον δυτικό τουλάχιστον κόσμο; Κατά την άποψή μας ισχύει μάλλον το δεύτερο…»

32.  Παπαμιχαήλ, Γ., Εξατομίκευση και Παγκοσμιοποίηση, τ. 1 και τ. 2, εκδ. University Studio Press, 2001. Παπαμιχαήλ, Γ., Αυτοκρατορία και Συνειδήσεις, εκδ. Gutenberg, 2005.

33. Ό.π. (βλ. υποσημείωση 32)

34. «Η αμφισημία αυτή αντανακλάται στη συστηματική υποβάθμιση της «θετικής», συλλογικής ελευθερίας δηλαδή της πολιτισμικής επικυριαρχίας μιας ιστορικά συγκροτημένης και πολιτισμικά ενοποιημένης κοινότητας επί ενός εδάφους (μιας «επικράτειας»). Η θετική αυτή νοηματοδότηση της ελευθερίας ως πολιτικής κυριαρχίας που εξασφαλίζεται για την πλειοψηφία του «λαού» της νεώτερης αστικής κοινωνίας μέσω του εθνικού κράτους, υποκαθίσταται από τις αρνητικές, εξατομικευμένες νοηματοδοτήσεις της έννοιας της ελευθερίας («απελευθέρωση από…») και την αποσιώπηση του υπερεθνικού, πολιτικού («αυτοκρατορικού») τόπου απ’ όπου εκπορεύεται ο «κριτικός» λόγος του κοσμοπολιτισμού.»

35.  Francis Fukuyama: «The End of History and the Last Man » (1992)

 
Ενδεικτική βιβλιογραφία

-Παπαρρηγόπουλος, Κωνσταντίνος Δ., Ιστορία του ελληνικού έθνους: Από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα / Κ. Παπαρρηγόπουλου, Π. Καρολίδη, Γ. Αναστασιάδη, Ν. Μουτσόπουλου, 2η έκδ., Αθήνα, Αλέξανδρος, 2001 (15 τόμοι)

-Ζαμπέλιος Σπυρίδων, Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος. Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί Μεσαιωνικού Ελληνισμού (1852)

-Κ. Καστοριάδης, «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» Κέδρος, Αθήνα 1975

-Αντ. Λιάκος, «Πως στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσµο;» Πόλις, Αθήνα 2005

-Gellner, Ernest, Έθνη και εθνικισµός, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992.

-Hobsbawm, E.J. Έθνη και εθνικισµός από το 1780, Καρδαµίτσα, Αθήνα 1994.

-Kedourie, Elie, Ο εθνικισµός, Κατάρτι, Αθήνα 1999.

-Woolf, St. Ο εθνικισµός στην Ευρώπη, Θεµέλιο, Αθήνα 1995.

-Smith, Anthony, Εθνική ταυτότητα, Οδυσσέας, Αθήνα 2001.

-Βέικος, Θεόφιλος, Εθνικισµός και εθνική ταυτότητα, Αθήνα, 1993.

-Balibar, E. και Imm. Wallerstein, Έθνος, φυλή, τάξη, Πολίτης, Αθήνα 1988.

-Αnderson, Benedict, Φαντασιακές κοινότητες. Στοχασµοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισµού, Νεφέλη, Αθήνα 1997.

-Nussbaum, Martha, Υπέρ πατρίδος. Πατριωτισµός ή κοσµοπολιτισµός, Scripta, Αθήνα 1999.

-Breuilly, John, Nationalism and the State, Chicago 1985.

-Diamond, L. και Plattner, M. (επιµ), Nationalism, Ethnic Conflict and Democracy, John Hopkins, Βαλτιµόρη και Λονδίνο 1994.

-Hutchinson, J. Modern Nationalism, Fontana Press, Λονδίνο 1994.

-Liobera, J.R. The God of Modernity. The Development of Nationalism in Western Europe, Berg, Οξφόρδη 1994.

-Kohn, H, The idea of Nationalism. A study in its Origins and Background, The Macmillan Company, Νέα Υόρκη 1967 (1944).

-∆εµερτζής, Νίκος, Ο Λόγος του εθνικισµού. Αµφίσηµα σηµασιολογικά πεδία και σύγχρονες τάσεις, Σάκκουλας, Αθήνα 1996.

-Λέκκας, Παντελής, Η εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Μνήµων, Αθήνα 1992.

-Βερέµης Θάνος (επιµ.) Εθνική ταυτότητα και εθνικισµός στη νεότερη Ελλάδα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997.
-Λεβύ, Μισέλ κ.α, Εθνικισµός. Ο σύγχρονος Ιανός, Στοχαστής, Αθήνα 1998.

-Ρόκερ, Ρούντολφ, Εθνικισµός και πολιτισµός, εκδόσεις Άρδην, τ. Ι-ΙΙ, Αθήνα 1998-2001.

-Ι.Στάλιν, «Μαρξισμός και εθνικό ζήτημα» Κοροντζή, Αθήνα 1945

10/03/2011

1 σχόλιο:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η διάφανη Λίμνη