Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

Η διάφανη Λίμνη

Ενώ εκείνον τον καιρό ζούσα σχεδόν δίπλα στη θάλασσα, πήρα το αυτοκίνητο και διασχίζοντας μια απαιτητική διαδρομή έφτασα μέχρι τη λίμνη Τ. Σε όλο τον δρόμο δεν συνάντησα σχεδόν κανέναν, ένα – δύο αγροτικά κι ένα παμπάλαιο Nissan που πήγαινε αργά στην άκρη του δρόμου. Σκύβοντας είδα ένα ζευγάρι γερόντων που κρατούσαν τα μάτια αυστηρά συγκεντρωμένα στη μέση της ασφάλτου που χυνόταν μπροστά τους. Ποιος ξέρει, ίσως είχαν κουραστεί να αλληλοκοιτάζονται μέσα στα χρόνια. Από την αντίθετη πλευρά του δρόμου όμως κατέβαινε ένα απέραντο πολύχρωμο μεταλλικό ποτάμι αυτοκινήτων, πήγαιναν στη θάλασσα – εκείνη που εγώ άφηνα πίσω μου… Δεν ήθελα την απέραντη ανοιχτωσιά της, τα ψηλά της κύματα και εκείνον τον τρομερό της ορίζοντα, όπου το μάτι δεν μπορεί να σταματήσει πουθενά. Ζητούσα το όριο, τη μικρούλα λαδί λίμνη με τα καλάμια γύρω της να την σημαδεύουν και να την τυφλώνουν - να μαντεύουν την έλλειψη κάποιας ακτής. Πρώτη φορά ποθούσα το συγκεκριμένο, όχι το μακρινό και το άπιαστο, καταλαβαίνεις; Εκείνη η λιμνούλα –σαν τοπίο ξεχασμένο σε πίνακα ανωνύμου στο σαλόνι των γερόντων που προσπέρασα στον δρόμο μου– αγκάλιαζε την ανεπάρκεια του εαυτού, του σώματος, την αποκοίμιζε ψιθυρίζοντας πως όλα εδώ θα πάνε καλά. Γύρω μου, όπου κοιτούσα έναν κύκλο, έβλεπα το λασπώδες χώμα που την περικύκλωνε, ενώ η θάλασσα ύπουλη και πλανεύτρα υποσχόταν ό,τι όμορφο και μεγάλο σε όλους, ενώ οι περισσότεροι που λεν την αγαπούν δεν κάνουν ποτέ δυο βήματα απ’ το σημείο που σπάει δίχως λυγμό ο πιο ελάχιστος παφλασμός της ζωής. Η θάλασσα νομίζω αξίζει εάν ελπίζεις ακόμα, γι’ αυτό την προτιμούν οι ταξιδευτές που προσμένουν την ευτυχία σε έναν άλλο τόπο και οι ονειροπόλοι που αγωνιούν για ευτυχία σε έναν άλλο ορίζοντα. Εμένα πια όμως όλα αυτά μου φαινόταν πολύ μακρινά – τα ταξίδια με κούρασαν και οι ορίζοντες αποδείχτηκαν ψεύτες. Η ζωή ήταν πια συνέχεια πικρή – συγγνώμη που παραδέχομαι έτσι ανοιχτά μια τέτοια πραγματικότητα, όμως το σώμα της συνέχεια λέπταινε και το χειρότερο: κανένα μήνυμα δεν έφτανε πια. Με αυτές τις σκέψεις ξάπλωσα μπροστά σε έναν ασθενικό ήλιο με την πλάτη ριγμένη στις χούφτες της λίμνης και έκλαψα. Ξανάγραψα εκείνο το πρώτο γράμμα, τούτη τη φορά νοερά με τη σκέψη μου σχηματίζοντας αόρατες λέξεις στον αέρα, αφήνοντας όλο τον πυρπολισμό του ήλιου να με ανατριχιάσει, γιατί αυτό ήταν ό,τι πιο κοντινό είχα νοιώσει στο χάδι σου: 

«Λοιπόν, πάει καιρός που δεν έχω γράψει ένα τέτοιο ‘γράμμα’ και είναι αλήθεια ότι παλεύω όλη τη μέρα με τον εαυτό μου να μην το στείλω πουθενά – και κάπως τα καταφέρνω, τη μέρα… τη νύχτα όμως, όλα είναι διαφορετικά, τη νύχτα ζωντανεύουν όλοι οι ορειχάλκινοι δαίμονες που χορεύουν στην άκρη του ποτηριού, διψούν όλες οι φασματικές φιγούρες που ξερνάει ο καπνός που υψώνεται ολοένα πάνω από τα κεφάλια μας, σαν οι θαμώνες κάποιου καπηλειού να βάζουν εύτακτα φωτιά στο εαυτό τους… Μέσα σε όλα αυτά εμφανίζεσαι πάλι στην άκρη της λίμνης, πίσω από στάχια ψηλά και χάνεσαι μέσα σε μια παραλλαγή διαφορετικών χρωματισμών και τόνων του ξανθού και του γήινου, του πράσινου και του υπέργειου• χαμογελάς ακέραιη – ολόκληρη μια απίθανη δυνατότητα, ταυτόχρονα μια σάρκινη πραγματικότητα – μια καθοριστική συνάντηση που εκκρεμούσε από κάποια πρώτη - πρώτη στιγμή. Γιατί δεν απαντάς; Και απομένει όλη η τρέλα του να μην μπορώ να σε δω και όλος ο πόθος του τρόμου να σε συναντήσω ξανά. Πως θα γινόταν αν όλα ήταν διαφορετικά; Γιατί δεν απαντάς; Οι απαντήσεις χάνονται σαν χαρτιά μέσα σε γυάλινα μπουκάλια που αφήνουν παιδιά στην άκρη της θάλασσας, κι αντέχουν μόνο με την ελπίδα της επόμενης παλίρροιας… τα παιδιά όμως δικαιούνται ακόμα να ελπίζουν σε άλλο τόπο και νέο ορίζοντα, εγώ όμως, όπως σου είπα, έχω κουραστεί αρκετά – κι εσύ ακόμα μετά από όλα αυτά δεν απαντάς – και δεν ήθελα να στο πω αλλά τώρα πια που είμαι γυμνός, κάτω από αυτόν τον αρρωστιάρικο ήλιο, τι να κρύψω; Γι' αυτό ήρθα στη λίμνη να αφήσω μέσα σε μια ψευδαίσθηση τούτο το γράμμα που έκλεισα στο μπουκάλι του τελευταίου ποτού, γι’ αυτό δεν πήγα στη θάλασσα, ίσως τότε γεννιούνταν εκείνη η ελπίδα των τρελών, ότι η μοίρα μπορεί να το έφερνε στα φτιαγμένα από άργιλο και αρμύρα αλαβάστρινα πόδια σου…»

Αφουγκράστηκα ξανά την απόλυτη ερημιά, κοιτώντας μια τελευταία φορά τα στάχυα που λικνίζονταν και το παλιό Nissan παρατημένο πιο πίσω, ακούμπησα το μπουκάλι στην άκρη του νερού της περίκλειστης λίμνης... τώρα ξέρεις κι εγώ γιατί δεν απαντώ…


Τετάρτη 5 Ιουλίου 2023

Ζώντας τη ζωή της!

του Άρη Τσιούμα

ΖΩΝΤΑΣ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ | Σημειώσεις με αφορμή τη βιβλιοπαρουσίαση του αυτοβιογραφικού βιβλίου της αναρχικής επαναστάτριας Έμμα Γκόλντμαν (εκδ. Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα 2019, μτφρ. Ροζίνα Μπέρκνερ)




Το ίδιο το βιβλίο αποτελεί μια αφηγηματική παλίρροια που μιλάει για την τρικυμιώδη πορεία της χειραφέτησης μέσα από μια ζωή και μια γυναίκα, διαμορφώνοντας έναν καμβά πάνω στον οποίο χρωματίζεται ολόκληρη η τωρινή κατάσταση. Αποτελεί με λίγα λόγια μια εξαιρετική αφορμή για συζήτηση.

Έπειτα η Ροζίνα Μπερκνερ εκτός από μια ικανή μεταφράστρια αποτελεί και μια εξαιρετική συνομιλήτρια, συνάμα μια σημαντική αγωνίστρια. Για όσους δεν γνώριζαν την αγέρωχη στάση της, όταν έπεσε κι αυτή με τη σειρά της θύμα των σκευωριών της τότε Αντιτρομοκρατικής τον Νοέμβρη του 1990, με αφορμή την περιβόητη υπόθεση της οδού Μαυρικίου, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι κρατήθηκε για μήνες έγκλειστη στην απομόνωση μαζί με τους συντρόφους Γιάννη Μπουκετσιδη και Σπύρο Κογιάννη, ενώ συμμετείχε στην κοινή απεργία πείνας τους που οδήγησε αρχικά στη δική της απελευθέρωση. Ωστόσο η ίδια συνέχισε την απεργία με αίτημα την απελευθέρωση και των δύο συντρόφων της.

Τέλος, αυτή η ώσμωση με τη μακρινή ή και κοντινότερη ιστορία πραγματοποιείται στους χώρους της κατάληψης Libertatia που απέδειξε μια για πάντα από τι ατσάλινο υλικό είναι φτιαγμένο ένα κίνημα, το οποίο δυστυχώς πολλές φορές θάφτηκε και θάβεται από τη συνειδητή δράση των εχθρών του αλλά ενίοτε και από την υποκριτική άγνοια των άσπονδων «φίλων» του, μόνο και μόνο όμως για να ξαναγεννηθεί εκ νέου.

Εδώ χρειάζεται ίσως χρειαστεί να προσθέσουμε, έναντι αποφυγής κάποιας παρεξήγησης, ότι εμείς δεν αγαπούμε ούτε θαυμάζουμε το ατσάλι και δεν θα το θέλαμε πουθενά στον κόσμο μας, προτιμούμε πάντα την τρυφερότητα, γιατί εκεί άλλωστε βρίσκεται η μεγάλη δεξαμενή υλικών του ελευθεριακού κόσμου που ονειρευόμαστε, όσο παλεύουμε για να αντέξουμε τούτον εδώ της αδικίας, της καταπίεσης και της ανισότητας.

Αλλά ας επανέλθουμε στο βιβλίο μας, δεν θα επιμείνω πολύ στο σπουδαίο σε κάθε περίπτωση, αποτύπωμα της Γκόλντμαν ως προσωπικότητας, αλλά θα κρατήσω μόνο μερικές σημειώσεις που σχετίζονται με το αναρχικό κίνημα διαχρονικά και τα σχετικά ζητήματά που αναδεικνύει το κείμενο.

Μια εξαίρεση θα κάνω σε αυτό, η οποία σχετίζεται με την κληρονομιά της Έμμα Γκόλντμαν στο ελευθεριακό κίνημα· το παράδειγμά της συγκεντρώνει πολλά σημαντικά στοιχεία και αρετές: χειραφέτηση, μαχητικότητα, επιμονή, οξυδέρκεια που την κατέστησαν έναν θρύλο, τόσο όσο ζούσε όσο και μετά τον θάνατό της. Ωστόσο την Έμμα Γκόλντμαν δεν μας ωφελεί να τη σκεφτόμαστε ως μυθική φιγούρα, όταν μιλάμε για παράδειγμα δεν μιλάμε για την εξωτικοποιημένη εξαίρεση, αλλά για ένα μοτίβο ζωής και αγώνα στοιχεία του οποίου μπορεί να υιοθετήσει η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων. Και σε μεγάλο βαθμό άλλωστε τούτο γίνεται. Χιλιάδες γυναίκες αγωνίζονται με απαράμιλλη επιμονή για τη ζωή, για την καλυτέρευση των όρων διαβίωσης της, για την επιβίωση, για τα πάντα, κάτω από τους δυσμενείς όρους που ορίζει η σύγχρονη σκλαβιά της ταξικής ανισότητας, της κρατικής ωμότητας και της πατριαρχικής επιβολής. Τα ίδια δηλαδή βάσανα που αντιπάλεψε η Γκόλντμαν σε όλη της τη ζωή και με όλη της τη ζωή.

Τα στοιχεία του βιβλίου που με εντυπωσίασαν περισσότερο είχαν να κάνουν με το εάν αφήσουμε στην άκρη το οπωσδήποτε διαφορετικό ιστορικό περιβάλλον, κατά τα άλλα υπάρχουν σημεία στην ανάπτυξη του αναρχικού κινήματος, αλλά και της κοινωνικής κινητοποίησης ευρύτερα, τότε και σήμερα, με αξιοσημείωτες ομοιότητες.

Ένα πρώτο σημείο που προκύπτει, καθώς εντοπίζεται στο κείμενο πολύ καθαρά σχετίζεται με τη διαχρονική σημασία του συγκλονιστικού ιστορικού γεγονότος για τη γέννηση συνειδήσεων και τη διαμόρφωση νέων αγωνιστικών υποκειμένων. Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει η Γκόλντμαν τα γεγονότα του Σικάγο το 1886 με τη δολοφονία των αναρχικών εργατών που άνοιξε τον δρόμο για τη νομιμοποίηση του 8ώρου, θυμίζει έντονα αφηγήσεις ή βιώματα συντρόφων και συντροφισσών για τον τρόπο που τους επηρέασαν οι δολοφονίες του Καλτεζά ή του Γρηγορόπουλου για να αναφέρω δύο μόνο γνωστά παραδείγματα.

Αυτός ο κύκλος που εξαιτίας του χαμού ανθρώπων φέρει κάτι από την απαισιόδοξη οπτική του Βάλτερ Μπένγιαμιν για τον Angelus Novus του Κλέε, ισορροπεί την όποια θλίψη για τα συντρίμμια, με την ίδια τη συμμετοχή στον αγώνα και την έμπνευση των νέων ανθρώπων που εντάσσονται στο κίνημα.

Όπως η Γκόλνμταν συγκλονίστηκε από τους θανάτους του Σικάγο έτσι και η ίδια με τη ζωή της συγκλόνισε μετέπειτα χιλιάδες σε ολόκληρο τον κόσμο, -μαζί και εμάς- που σήμερα συνεχίζουμε να αναφερόμαστε στη ζωή και τη δράση της, επιχειρώντας να αποκομίσουμε εργαλεία για την πιο αποτελεσματική αντίσταση μας στα προβλήματα που θέτει ο κόσμος της εξουσίας, τα οποία δυστυχώς πρέπει να πούμε ότι επίσης παρουσιάζουν τρομερές ομοιότητες με 150 χρόνια πριν.

Ένα άλλο ζήτημα που εξετάζεται de facto από πολύ κοντά ήταν η χρήση της βίας και η πρακτική της προπαγάνδας με την πράξη, ένα θέμα που ταλάνισε και με έναν τρόπο συνεχίζει και σήμερα όλα τα κινήματα που αποσκοπούν στον εκτεταμένο κοινωνικό ανασχηματισμό. Παρατηρούμε σχεδόν ως μετέχοντες σε αποφάσεις, σκεπτικά, πικρίες, συζητήσεις, αντιπαραθέσεις και ζωές που θυσιάζονται μέσα στο καμίνι του κοινωνικού πολέμου, με τη σκληράδα του αιώνα που συμβαίνουν αλλά και την απαράμιλλη αγάπη και αλληλεγγύη, τα δάκρυα πόνου μα και χαράς. Τα συμπεράσματα τελικά που αποκομίζει το κίνημα για τη δράση του, τον τρόπο που κινείται και περισυλλογίζεται.

Κάπου εδώ οφείλουμε να πούμε ότι ολόκληρο το βιβλίο λόγω της εκφραστικότητας της Γκόλντμαν και προφανώς της ικανότητας της Ροζίνας Μπέρκνερ στη μετάφραση λειτουργεί ως ένα καλειδοσκόπιο του παρελθόντος. Όσο το διαβάζει ο αναγνώστης νοιώθει τόσο κοντά στους ανθρώπους που περιγράφονται ώστε μπορεί ακόμα και να περιμένει να γυρίσουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου και να τον ρωτήσουν την άποψή του για το ένα ή το άλλο θέμα. Πραγματικά οι περασμένοι αιώνες σκορπούν τη σκόνη τους στα χέρια μας, μέσα από το ξεφύλλισμα του βιβλίου βλέπουμε εικόνες, ανθρώπους αισθανόμαστε την ατμόσφαιρα, βιώνουμε την ένταση, τον ζήλο τη στεναχώρια. Κι αυτά συμβαίνουν με εντελώς ανεπιτήδευτο τρόπο, όπως δηλαδή τα διηγείται η Έμμα.

Άλλα δύο θέματα που προκύπτουν από το βιβλίο και σχετίζονται με ιστορικά ζητούμενα του ελευθεριακού κινήματος είναι αφενός το ζήτημα της οργάνωσης και αφετέρου το ζήτημα της πολιτικοποίησης των μεταναστών. Στο μεν πρώτο μπορούμε από τη μία πλευρά να θαυμάσουμε το πνεύμα δράσης της πρωταγωνίστριας η οποία επιδίδεται σε μια απίστευτη σειρά δημόσιων παρουσιών μέχρι την οριστική της απέλαση από τις ΗΠΑ, ένα κατόρθωμα απολύτως αδύνατον να επιτευχθεί έξω από τις τεράστιες οργανωτικές δυνατότητες της ίδιας αλλά κατ’ επέκταση του κινήματος. Ωστόσο ταυτόχρονα βλέπουμε ότι η Γκόλντμαν λειτουργεί ως απόστολος της αναρχικής ιδέας, ένας ρόλος που σχετίζεται πιο εύκολα με τη δράση του πρώτου κύκλου των Ισπανών αναρχικών στο τελευταίο τέταρτο του 19ου καθώς ούτε συμμετέχει σταθερά σε κάποια κοινωνική οργάνωση, ούτε επιχειρεί να δημιουργήσει κάποια πολιτική οργάνωση η ίδια. Η ενέργεια της στρέφεται προς τη δημιουργία κυρίως του σημαντικού περιοδικού Mother Earth, γεγονός που αποκαλύπτει και τον τρόπο παρέμβασης των αναρχικών εκείνη την εποχή.

Στο δεύτερο θέμα παρακολουθούμε πως ο μικρός και εν πολλοίς απομονωμένος κύκλος των ριζοσπαστών εμιγκρέδων, μέσα από ενέργειες της ίδιας της Γκόλντμαν έρχεται σε επαφή με τους προοδευτικούς διανοούμενους των ΗΠΑ και έπειτα με το οργανωμένο εργατικό κίνημα της χώρας, σπάζοντας στην πράξη αυτόν τον κύκλο της απομόνωσης. Είναι μια διαδικασία εξαιρετικά σημαντική και θα είχε τεράστια σημασία να βλέπαμε την εξέλιξη της, αν δεν εκδιώχνονταν βίαια από τη χώρα η πρωτοπόρα αναρχική, έχοντας στο νου μας τον πολύ σημαντικό ρόλο που έπαιξαν στη διαμόρφωση του κοινωνικού κινήματος οι ριζοσπάστες εμιγκρέδες στην Ευρώπη.

Η ίδια η ζωή της Γκόλντμαν στο σύνολό της θέτει ερωτήματα ξανά για όσα μας απασχολούν και σήμερα: μετανάστευση, εργασία, γάμος, οικογενειακό περιβάλλον, καταπίεση, ελευθερίες, μητρότητα, αγώνας, καταστολή…) και ακριβώς επειδή δεν μιλάμε για ένα μυθιστόρημα (ξεπερνάει κατά πολύ την όποια φαντασία η πραγματικότητα του να ζει αυτή τη ζωή μια γυναίκα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα) αλλά για μια αγωνιστική διαδρομή, σε όλα αυτά τα ζητήματα βρίσκουμε και σειρά από λύσεις, την υποστήριξη της μετανάστευσης, την εργασιακή αλληλεγγύη, την εγκατάλειψη ενός αποτυχημένου γάμου, την εναντίωση στην οικογενειακή καταπίεση, το διάβασμα, τη σημασία της ενθάρρυνσης στις νεότερες γυναίκες του κινήματος, και πολλά πολλά ακόμη.

Όποτε διαβάζουμε αυτά τα ιστορικά βιβλία οφείλουμε να έχουμε στο νου μας το παρόν και το μέλλον. Έχει πραγματική αξία για το οργανωμένο κίνημα το πώς θα κατορθώσουμε να αντλήσουμε στοιχεία από αυτήν την πλούσια κληρονομιά. Άλλωστε ακόμη και στο εσωτερικό του κινήματος παρατηρούμε την κυκλική επαναφορά ζητημάτων τα οποία θα έπρεπε να μπορούμε σήμερα να αποκωδικοποιήσουμε πιο εύκολα εξαιτίας ακριβώς των ιστορικών εμπειριών μας. Για παράδειγμα βλέπουμε μέσα από τη μικρή σύγκρουση που αναφέρει η Γκόλντμαν με τον Κροπότκιν, πως η γυναικεία παρουσία στο αναρχικό κίνημα έθετε μια συγκεκριμένη ατζέντα, η οποία σε άλλη περίπτωση θα μπορούσε να παραγνωριστεί από την ανδρική πλειοψηφία. Παρόμοια ζητήματα αντιμετωπίζει και μια άλλη θρυλική μορφή του γυναικείου ελευθεριακού κινήματος πολλά χρόνια αργότερα, η Λουσία Σαορνίλ όταν έπρεπε να πείσει την ανδρική ηγεσία της CNT για την ανάγκη να δημιουργηθούν οι Mujeres Libres, ώστε να λειτουργήσουν από κοινού με τους υπόλοιπους τομείς του ελευθεριακού κινήματος στην Ισπανία.

Σήμερα γνωρίζουμε την αξία και τον λόγο αυτών των πρωτοβουλιών και τις υποστηρίζουμε με θέρμη. Ταυτόχρονα η ιστορική εμπειρία αυτών των κινήσεων συγκροτεί ένα ισχυρό θεωρητικό παράδειγμα στο οποίο μπορούν να βασιστεί η ελευθεριακή προοπτική με ορίζοντα τη λειτουργία ειδικών γυναικείων ομάδων ως αναπόσπαστο τμήμα του οργανωμένου αναρχικού κινήματος.


Κλείνοντας αυτήν τη σύντομη τοποθέτηση θα ήθελα να πω, ως συνέχεια όλων των παραπάνω, τη σημασία που έχει η έκδοση αυτών των βιβλίων για το κίνημά μας και τους αγωνιστές και τις αγωνίστριές του. Όλος αυτός ο τεράστιος κόπος που καταβάλλεται από τους ανθρώπους πίσω από τα εξώφυλλα, τις μεταφράσεις, τις διορθώσεις και τις επιμέλειες δεν πάει καθόλου χαμένος, αντιθέτως αποτελεί προϋπόθεση για τη μεγαλύτερη επιδραστικότητα των ιδεών μας στο κοινωνικό σώμα. Κι αυτό είναι και το μόνο ας πούμε παράπονο που έχω από το βιβλίο, θα ήθελα να το είχα διαβάσει νεότερος, όταν η μαγεία της αγωνιστικής έμπνευσης είναι -όσο κι αν προσπαθούμε να παραμένουμε πάντα νέοι- πιο φλογερή, αλλά το ότι μπορούμε πλέον να το παραδώσουμε στους νεότερους συντρόφους και συντρόφισσες είναι ότι καλύτερο μπορούσε να συμβεί.

Σάββατο 24 Ιουνίου 2023

Ο Ντουρρούτι & ο μίτος της Κοινωνικής Απελευθέρωσης

του Άρη Τσιούμα




Ο Αμορός τοποθετεί τον Ντουρρούτι του μέσα στον λαβύρινθο της ισπανικής επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου και τι σημαίνει αυτό, ότι με όχημα τον εμβληματικό αναρχικό ο συγγραφέας ουσιαστικά προσωποποιεί συμβολικά την επανάσταση και έτσι ακολουθεί την ιστορική διαδρομή του Ντουρρούτι μέσα στον λαβύρινθο, δηλαδή την αντεπανάσταση, την αντίδραση, την οποία ο Αμορός με σπουδή κατορθώνει και εντοπίζει όπου κι αν αυτή εμφανίζεται, ακόμη κι εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχει, δηλαδή στους κόλπους του ίδιου του ελευθεριακού κινήματος. Ναι, ο Ντουρρούτι όπως και στις περισσότερες προσεγγίσεις του εμφανίζεται κι εδώ ως το απόλυτο καλό, συγκεντρώνει την λαϊκή ευθύτητα, με μια αδιαπέραστη ανιδιοτέλεια, συνθέτοντας μια δυναμική και ανυποχώρητη οξυδέρκεια που αγωνίζεται για έναν καλύτερο κόσμο. Όμως όλα αυτά τα στοιχεία που δεν είναι παρά τα ίδια τα υλικά, οι έννοιες και οι αξίες που έχουν καλλιεργηθεί μέσα και από το ισπανικό προλεταριάτο της Ισπανίας αναδεικνύονται λαμπρότερα σε αντιπαράθεση με τη μοχθηρία, την πανουργία, τη δολιότητα και όλα τα συνώνυμα που περιγράφουν την κοινωνική αποτύπωση της λειτουργίας που ονομάζουμε εξουσία.

Επιλέξαμε κάποια σημεία που κρίνουμε ότι είναι τα πιο σημαντικά και ταυτόχρονα χρήσιμα για εμάς σήμερα, ώστε να τα αναδείξουμε γιατί πρέπει να πούμε ότι η επιλογή να εκδώσουμε το βιβλίο του Αμορός, όπως παλιότερα κι άλλους τίτλους που σχετίζονταν με το γεγονός της ισπανικής επανάστασης όπως το Μέσα στην Ομίχλη του Άμπελ Παθ ή οι Mujeres Libres της Μάρθα Άκελσμπεργκ, δεν γίνεται αποκλειστικά για ιστορικούς λόγους, αλλά κυριότερα για να αντλήσουμε παραδείγματα αγώνα και πείρα που μπορεί να χρησιμεύσει στη δική μας απόπειρα σήμερα, με όσα βέβαια χωρίζουν τις εποχές, τους ανθρώπους και τους τόπους, αλλά και με όσα ενώνονται μέσα στο καθολικό όραμα της ανθρώπινης χειραφέτησης που παραμένει κοινό μέσα στο χρόνο, σε όλους τους τόπους κι αφορά κάθε έναν από τα εκατομμύρια των καταπιεσμένων της Υδρογείου.

Ένα πρώτο στοιχείο που ξεχωρίζει είναι ότι παρά τις όποιες οπισθοχωρήσεις, τα όποια λάθη παρά την παρουσία ακόμα και ανθρώπων αστικής καταγωγής, το ελευθεριακό κίνημα της Ισπανίας υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα βαθιά προλεταριακά κινήματα όλων των εποχών και παρέμεινε τέτοιο σε όλη την τρομερή ιστορική διαδρομή του από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και το τέλος του εμφυλίου πολέμου και την ήττα.

Παρατηρούμε, με μικρές εξαιρέσεις (μια από αυτές ο Σαντιγιάν) μια έντονη έλλειψη των οργανικών διανοουμένων που συναντάμε συνήθως σε άλλα παρόμοια κινήματα, φαίνεται ότι όλη η κοπιώδης πνευματική εργασία αυτού του μεγάλου κοινωνικού και πολιτικού οργανισμού προέρχεται όντως από μια συστηματοποιημένη παρατήρηση ένα μπόλιασμα της λαϊκής πρακτικότητας με τις δυνατότητες που χαρίζει ο μοντέρνος ορθολογισμός της εποχής, όπως τον κατανοούσε και τον εφάρμοζε ο ιβηρικός αναρχισμός. Αυτό δεν σήμαινε ασφαλώς ότι δεν υπήρχαν ιδιαίτερες και λαμπρές προσωπικότητες που ωθούσαν τα πράγματα όμως η έκταση της κοινωνικής ανασύνθεσης, η διαμόρφωση ενός νέου κόσμου στο κέλυφος του παλιού ήταν μια διαδικασία στην οποία στόχος ήταν η εμπλοκή όσο το δυνατόν περισσότερων ή δυνατόν και όλων.

Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει καθόλου, όπως υπογραμμίζει μέσα στη ροή του κειμένου του και ο Αμορός, ότι δεν υπήρχε ηγεσία στο ελευθεριακό κίνημα που συγκρότησαν η CNT και η FAI, το συνδικάτο δηλαδή και η πολιτική οργάνωση των αναρχικών. Μάλιστα κάποιες φορές αυτή εμφανίζεται κάθετη και αυστηρή, ακόμη κι αν προέκυπτε ως φυσική ηγεσία των επαναστατών που οι μάζες αναγνώριζαν ως πρωτοπόρους, αγκάλιαζαν και στήριζαν πραγματικά, όπως φυσικά πριν από οποιονδήποτε άλλον τον ίδιο τον Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι. Δεν είμαστε αφελής, ούτε ήρθαμε σήμερα να αναγνωρίσουμε ότι όλα τα κοινωνικά κινήματα φέρουν την ηγεσία τους, αλλά από την άλλη όπως έχει ειπωθεί και παλιότερα σε μια γνωστή ρήση το ότι στην πολιτική δεν υπάρχουν αθώοι δεν σημαίνει ότι είμαστε όλοι το ίδιο ένοχοι. Με απλά λόγια η φυσική και συλλογική ηγεσία που αναδύθηκε από τα σπλάχνα του κινήματος παρά τα λάθη, τις αντιπαραθέσεις και τις αντιθέσεις ποτέ ούτε διανοήθηκε να χρησιμοποιήσει λογικές εξόντωσης ή απομόνωσης, εξορίας ή άλλων μορφών βασανισμού απέναντι στους εσωτερικούς, και μάλιστα ούτε καλά καλά και στους εξωτερικούς αντιπάλους. Αποτελεί ένα διαρκές ζήτημα που επιμένει ωστόσο το πώς σε συνθήκες κατεπείγουσες και ιδιαίτερες θα διασφαλιστεί η πορεία των κινημάτων στη βάση των αρχών τους και όχι στις υποκειμενικές ερμηνείες των ηγετικών στελεχών τους.

Ένα ακόμη ζήτημα που αναδύεται στο σήμερα από την ιστορική αναφορά είναι αυτό του Οργανωτικού Δυϊσμού, με απλά λόγια δηλαδή την ταυτόχρονη παρουσία των Αναρχικών μέσα στις κοινωνικές μάζες αλλά και στη λειτουργία της δικιάς τους Πολιτικής Οργάνωσης. Αποτελεί ιστορικό γεγονός ότι δεν υπήρξε ποτέ επαναστατικό κίνημα που δεν συνέδεσε την ονομαζόμενη δουλειά στις μάζες με την συλλογική συνείδηση μιας οργάνωσης ιδεολόγων. Το πρόβλημα που γέννησε το ισπανικό παράδειγμα ωστόσο τέθηκε όχι όταν αυτή η απλή λογική εφαρμόστηκε με συνέπεια αλλά όταν η ηγετική ομάδα της ομοσπονδίας εκβιαζόμενη και πιεζόμενη από την κατάσταση αναγκάστηκε να αποποιηθεί μεγάλο κομμάτι των αρχών της. Παρόλα αυτά το συμπέρασμα όσο αφορά τα επαναστατικά εργαλεία στη σύγχρονη περίοδο δεν έχει αλλάξει: η σύνθεση που προϋπόθεσε έναν επικείμενο θρίαμβο για τις υπάγωγες τάξεις, για το εργατικό προλεταριάτο κάτω από τις επαναστατικές σημαίες του ιστορικού αναρχισμού δεν είναι άλλη από τη CNT και τη FAI, τούτα τα λατινικά αρχικά έγιναν ο λαμπρός φάρος της χειραφέτησης γιατί κατόρθωσαν να εμπερικλείουν πόθους κι ανάγκες, ακόμα και μίση βέβαια σε μια κοινωνία εξαθλίωση που υποσταθμίζονταν όμως μπροστά στην πανανθρώπινη ιδέα της ελευθερίας και της ισότητας. Ήταν και παραμένει απλή και λογική σκέψη ότι ένας ή περισσότεροι επιδραστικοί επαναστάτες δεν αρκούν ποτέ για να αλλάξουν τον κόσμο χωρίς την υποστήριξη των μαζών και από την άλλη οι ίδιες οι πλατιές μάζες των καταπιεσμένων για να κατορθώσουν να πετύχουν την χειραφέτησή τους πρέπει να έρθουν σε επαφή με ένα καθολικό πρόταγμα απελευθέρωσης.

Θα πρέπει ωστόσο να γίνει ξεκάθαρο ότι δεν είμαστε εδώ για να κρίνουμε από την ασφάλεια που μας παρέχει η χρονική απόσταση τα όποια σφάλματα, ωστόσο προσπαθούμε να καταλάβουμε για να χτίσουμε ένα νέο κίνημα που θα έχει περισσότερη πείρα και επίσης μια οργάνωση όπου τα μέλη της θα έχουν μια καλή εικόνα και μια βαθύτερη γνώση των ζητημάτων που προέκυψαν στον βηματισμό της ιστορικής διαδρομής του Αναρχισμού. Αυτή η λειτουργία είναι εξαιρετικά σημαντική για εμάς καθότι η έννοια της Οργάνωσης δεν αποτελεί μια χίμαιρα ή μια φιλολογική συζήτηση, αλλά απτή πραγματικότητα μέσα από την απόπειρα της Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης.

Κι εδώ θα ήθελα να θέσω μια ακόμη σημείωση προφανώς σχετική με το ίδιο το νόημα του βιβλίου που είναι μια ιστορία του οργανωμένου αναρχισμού. Άκουσα πρόσφατα σε μια εκδήλωση έναν σύντροφο να καταθέτει την εκτίμηση ότι οι απόπειρες οργάνωσης του αναρχισμού στον ελλαδικό χώρο έχουν αποτύχει. Η διαφωνία μας με αυτή την εκτίμηση δεν είναι μόνο αυτονόητη εξαιτίας ενός τελείως διαφορετικού βιώματος, είναι βαθύτερη πολιτική. Κατά την άποψή μας η υπόθεση της εδραίωσης της οργανωτικής αντίληψης μέσα στο αναρχικό κίνημα είναι μια σχετικά πρόσφατη διαδικασία τουλάχιστον με την κοινωνική σύνθεση και τις προοπτικές των σημερινών αγωνιστών που την υπερασπίζονται. Είναι προφανές ότι η πρώτη σπορά είναι εν μέρει δεμένη διαλεκτικά με την προηγούμενη της κατάσταση, οπότε θα ήταν απλά άστοχο να πιστεύαμε σε μια εύκολη επιτυχία, όπως κι αν την έχει ο καθένας στο νου του. Αντιθέτως σε αυτήν την σύνθετη κατάσταση που χρειάζεται χρόνο και νέες προκλήσεις που θα διαπεράσει για να θεμελιωθεί κανείς δεν μπορεί να πει ότι τα πράγματα παραμένουν ίδια. Ακόμη και προηγούμενες μορφές συλλογικής δράσης των αναρχικών που έχουν σήμερα χάσει τη δυναμική τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συνέχειας. Πριν λίγα χρόνια η οποιαδήποτε αναφορά σε οργάνωση απευθείας ταυτιζόταν και καταγγελλόταν ως κομμουνιστική και σταλινική παρεκτροπή, σήμερα ακόμη και όσοι δεν έχουν κατανοήσει ακριβώς ή δεν έχουν βιώσει την εμπειρία μιας οργανωτικής προσπάθειας αναφέρονται στην οργάνωση και τον αγώνα για την Αναρχία. Άλλωστε την έννοια της αποτυχίας έχει νόημα να την σκεφτόμαστε αφαιρετικά, πρέπει να δούμε τι θα μπορούσε να λείπει, αν δεν υπήρχαν αυτές οι προσπάθειες και τα μικρά τους επιτεύγματα. Αν σήμερα γίνονται σε ένα υπόγειο εργαστήριο αύριο θα εκδηλωθούν εκεί που πραγματικά ανήκουν: στο κοινωνικό ξέφωτο. Παραμένουμε αθεράπευτα αισιόδοξοι για το μέλλον του αναρχισμού μας, άλλωστε η επιτυχία είναι ό,τι δεν είναι ακόμα εδώ και τίποτε περισσότερο.

Η Ισπανία σήμερα μας μαθαίνει την επανάσταση ως ρεαλιστικό σχέδιο κι όχι ως κατακλείδα αφηρημένων σκέψεων. Μας ενδιαφέρει πρωτίστως να δούμε μια σύνθεση των δυνατοτήτων με τις επιθυμίες, δεν μπαίνουμε πια στις ιστορικές συζητήσεις με την πίστη του ζηλωτή αλλά με το ανοιχτό πνεύμα του αγωνιστή που αναζητά το μονοπάτι. Γι’ αυτό διαβάζουμε πάντα περπατώντας. Τούτο το συγκεκριμένο βιβλίο μπορεί να συγκαταλεχθεί στη λεγόμενη «βιβλιογραφία της απομυθοποίησης» γιατί η δίκαιη και εμπεριστατωμένη κριτική του παραμένει σε σημεία της ιδιαίτερα αυστηρή. Όπως όμως σημειώναμε κατά την έκδοση το βιβλίο, πόσο μάλλον εμείς, δεν επιθυμούμε ασφαλώς να απογοητεύσουμε ή να ισοπεδώσουμε τις κατακτήσεις των ιδεολογικών μας προγόνων, αντιθέτως στρεφόμαστε ξανά και ξανά στην Ισπανία με ζεστή καρδιά μα και ειλικρίνεια γιατί παραμένει το πιο ασύλληπτο άλμα που έκανε η ανθρωπότητα προς την χειραφέτηση της.

Κλείνοντας τις σημειώσεις μας με αφορμή το βιβλίο οφείλουμε να μείνουμε και σε ένα σημείο που διαπερνά ολόκληρο το κείμενο, όχι από κάποια εμμονή του συγγραφέα αλλά εξαιτίας των αντικειμενικών ιστορικών δεδομένων. Ο αναρχισμός ήταν είναι και θα είναι εκτός των άλλων, ως ένα κίνημα ελευθερίας ένα αντιμπολσεβίκικο κίνημα πέρα ως πέρα. Όπου ο κοινωνικός επαναστατικός αναρχισμός συγκροτήθηκε σε δύναμη που αξίωνε την υπεράσπιση του δικού του προγράμματος μοιραία βρέθηκε σε ένοπλη σύγκρουση με τον μπολσεβικισμό, στην Ουκρανία του Νέστορ Μάχνο κατά την περίοδο του δεύτερου αντάρτικου και στην Ισπανία τον Μάη του 1937. Πιο συγκεκριμένα στο βιβλίο ο συγγραφέας υποστηρίζει έμμεσα την πιθανότητα ο Ντουρρούτι να έπεσε νεκρός ως αποτέλεσμα μιας σταλινικής πλεκτάνης. Αν και δεν υπάρχουν τα ντοκουμέντα που θα αποδείκνυαν την εκτίμηση η πολιτική κατάσταση επιτρέπει μια τέτοια σκέψη: την ίδια περίοδο στη Σοβιετική Ρωσία ολοκληρώνονται οι "δίκες της Μόσχας" και εκατοντάδες πρώην μπολσεβίκοι ηγέτες εκτελούνται. Την επόμενη χρονιά στην Ισπανία στελέχη του φιλο-τροτσκιστικού POUM και οι αναρχικοί αγωνιστές Μπερνέρι και Μπαρμπιέρι δολοφονούνται και εξαφανίζονται μετά από ενέργειες της μυστικής αστυνομίας της GPU που ελέγχεται από το κομμουνιστικό κόμμα και πράκτορες της ΕΣΣΔ.

Είναι απολύτως λογικό, η Αριστερά σε όλες τις εκφάνσεις της και ο μπολσεβικισμός ιδιαίτερα να αποτελεί το τελευταίο τέχνασμα της διαχωρισμένης εξουσίας, μια κιβωτός για να σώσει τον εαυτό της από την κοινωνική πλημμυρίδα, μόνο και μόνο για να την καταστρέψει όταν νοιώσει να πατάει και πάλι γερά στα πόδια της κι όσοι την πολέμησαν πραγματικά έχουν πια αποδυναμωθεί ουσιαστικά.

Ως επίλογο θα θέλαμε όμως να πούμε ότι η Ιστορία είναι ένα πράγμα και οι άνθρωποι που την φτιάχνουν ένα άλλο, ίσως κανείς δεν μπορεί να σταθεί έξω από την ιστορία που διαμορφώνει τον αισθητό κόσμο, όμως τα εργαλεία μας μπορούν να βρεθούν σε σημεία που δεν περιμέναμε αν μπορούμε να διατηρήσουμε καθαρή τη ματιά μας έτσι σε έναν στίχο που μπορεί να συγκινήσει ακόμα, ένας σημαντικός κουβανός ποιητής ο Ρομπέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ έγραφε ότι «είναι προτιμότερο να ανάψεις ένα κερί παρά να καταριέσαι το σκοτάδι», ο Ρεταμάρ ήταν στενός συνεργάτης ενός άλλου επαναστάτη που επίσης ορίστηκε ως σύμβολο, του Τσε Γκεβάρα, δεν ξέρω αν ο Τσε ήξερε για τον Ντουρρούτι, - ίσως, φαίνεται πάντως ότι υπήρξαν άνθρωποι που φτιάχτηκαν από το ίδιο υλικό, η ήττα της Ισπανίας διέσωσε τον Ντουρρούτι, αυτήν τη διαχρονική πυξίδα των ανυπότακτων, πριν εφευρεθεί η ενσωμάτωση του ποπ αρτ, και πριν τα απελευθερωτικά οράματα γίνουν ένα απέραντο σφαγείο με γκούλαγκ, δολοφονίες, πλεκτάνες και μυστικές υπηρεσίες.

Αυτό το βιβλίο είναι ακόμη ένα κερί που επιμένουμε να ανάβουμε λοιπόν, όχι τιμής ένεκεν για όσα συνέβησαν αλλά, ελπίζοντας να καταφέρουμε να βάλουμε όντως φωτιά όχι στο ένα αντικείμενο ή το άλλο όχι στο ένα σύμβολο ή το άλλο αλλά στο ίδιο το κρατικο – καπιταλιστικό σύστημα.

Κι όπως μου έλεγε ένας επίσης σημαντικός σύντροφος χθες μόλις, καμιά φορά μοιάζει να τα πηγαίνουμε καλύτερα με τους νεκρούς παρά με τους ζωντανούς, και είναι όντως μια άσχημη κοινή μοίρα για τους ιστορικούς και τους επαναστάτες να πρέπει να περνάνε τόσο χρόνο με τους νεκρούς για να αποκρυπτογραφήσουν τους ζωντανούς, ωστόσο ο αναρχισμός είναι το κίνημα υπεράσπισης και εορτασμού της ζωής, κι ως τέτοιο μπορεί να κοιτάει πάντα προς το μέλλον – όπως έγραφε και ο Σαρτρ λακωνικά «μόνο στη δράση υπάρχει ελπίδα». Ας ανασκουμπωθούμε λοιπόν, έχουμε τόσα ακόμη να κάνουμε!

Κυριακή 14 Μαΐου 2023

Η ευγενής μας τύφλωση… σημείωμα για τις εκλογές του 2023

 Η ευγενής μας τύφλωση…

ο πολιτικός παρωπιδισμός και η αδυναμία έκφρασης των συμφερόντων των υποτελών τάξεων

 


«Ε

ίμαστε όλοι ίδιοι»; Να ποιο παρουσιάζεται ως το πλέον κρίσιμο ερώτημα των επικείμενων εκλογών. Κι αν η αναρχική ιδεολογική πανοπλία μας δίνει τη δυνατότητα να απαντήσουμε με ένα ξερό «ναι», θα κάνουμε μια μικρή παρέκβαση, για να αναλύσουμε λίγο περισσότερο τον πυρήνα του ερωτήματος. Αφενός θα πρέπει να πούμε ότι η ίδια η φύση του ερωτήματος δεν περιποιεί τιμή σε όσους το θέτουν (βασικότερα των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ) καθώς υπονοεί την (πρόδηλη κατά τα άλλα) έλλειψη οποιουδήποτε θετικού προγράμματος που θα εκφράσει τις πραγματικές ανάγκες των υποτελών τάξεων, αλλά αντιθέτως οχυρώνεται πίσω από τον ετεροκαθορισμό της λογικής του «μικρότερου κακού».

Ωστόσο αυτή η λίγο έως πολύ διαχρονική τακτική της σοσιαλδημοκρατίας ποτέ δεν μπόρεσε να συγκροτήσει από μόνη της μια δυναμική νίκης έναντι των δυνάμεων της δεξιάς. Χρειάστηκε πάντα να διαθέτει είτε ποιοτικά διαχωριστικά χαρακτηριστικά, όπως εκφράζονταν στην έννοια της «αντιδεξιάς» ρητορικής ή έστω ένα προγραμματικό πλαίσιο που θα έπειθε θετικά ένα κομμάτι των υποτελών τάξεων να δεσμευτεί στην κεντροαριστερά ως τη μόνη πιθανότητα να ζήσει καλύτερα. Θα ήταν άστοχο ιστορικά και πολιτικά, μια εύκολη λαθροχειρία να επιχειρήσουμε μια οποιαδήποτε σύγκριση των προσδοκιών των υποτελών τάξεων την επομένη της πρώτης τετραετίας της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το 1981 με την αντίστοιχη του ΣΥΡΙΖΑ μετά τη θητεία του στους θώκους της εξουσίας.

Ας επανέλθουμε όμως στο αρχικό ερώτημα κι ας απαντήσουμε με αιρετικό πνεύμα «όχι, δεν είναι όλοι ίδιοι». Το ερώτημα βέβαια εκτός από ενοχικό παραμένει και αίολο κι ως τέτοιο παραπειστικό, διότι επιχειρώντας να καταλάβουμε τι σημαίνει η έννοια ίδιο στην πολιτική ανακαλύπτουμε ότι ο ερωτών ταυτίζει την κυριολεξία με την πολιτική (έννοιες μάλλον αντίθετες) για να επωφεληθεί ενώ στην πραγματικότητα αποσαρθρώνει την έννοια του πολιτικού και όλες τις λογικές συνδηλώσεις της. Ας το εξηγήσουμε καλύτερα μέσω μερικών παραδειγμάτων είναι ίδιος ο Τρ. Μηταφίδης, αγωνιστής του αντιδικτατορικού αγώνα, βασανισθέντας και φυλακισθέντας στο κάτεργο του Γεντί-Κουλέ, υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ με τον Μ. Βορίδη, πάλαι ποτέ διορισμένου ηγέτη της χουντικής ΕΠΕΝ, νυν υπουργού της Νέας Δημοκρατίας; Ασφαλώς και όχι. Δεν υπάρχει λόγος να επιχειρήσει κάποιος να ταυτίσει τους ανθρώπους αυτούς, ως κουλτούρα, πολιτική διαδρομή, δέσμη αξιών κ.λπ. Όμως τι τελικά σημαίνει αυτή η φενακισμένη ανομοιότητα με πολιτικούς όρους σήμερα;

Ας θέσουμε το ερώτημα διαφορετικά: χρειάζεται η κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία να είναι όλοι «ίδιοι»; Εδώ επίσης η προφανής απάντηση είναι όχι. Αν και όταν το μεγάλο κεφάλαιο και η τάξη που αντιπροσωπεύει κρίνουν ότι δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να ανταπεξέλθουν ούτε στις συνθήκες του ήπιου συναγωνισμού της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας τότε ενεργοποιούν το τελευταίο καταφύγιο των πραξικοπημάτων και της δικτατορίας, όπου ναι εκεί θα πρέπει όσοι μετέχουν του δημόσιου βίου να είναι «ίδιοι»,[1] και όσοι διαφωνούν να βρίσκονται ή στη φυλακή ή να εξοντώνονται. Όμως η δημοκρατία καθόλου δεν βασίζεται στο να μοιάζουν όλοι ίδιοι, καθώς σε τέτοια περίπτωση δεν θα μπορούσε καθόλου να λειτουργήσει, εξυπηρετώντας δομικά τα συμφέροντα της ηγεμονικής τάξης. Αντιθέτως στρατηγικός στόχος του αστικού κοινοβουλευτισμού, ως εγγενούς πολιτικού συστήματος του ανεπτυγμένου καπιταλισμού δυτικού τύπου είναι η πολιτική ενσωμάτωση των εργαζομένων στο ήδη ναρκοθετημένο πλαίσιο του κρατικού – καπιταλιστικού συμπλέγματος όποια κι αν είναι η τοποθέτηση τους στο πολιτικό φάσμα.

Το ότι δεν είναι όλοι πανομοιότυποι ως πολιτικές φιγούρες δεν είναι κάποιο υπέρ της πλεονέκτημα που έρχεται να αναδείξει η κεντροαριστέρα στην προσπάθεια της να επανέλθει στην εξουσία αλλά ο βασικός λόγος εξαπάτησης των υποτελών τάξεων και ένας από τους βασικότερους ανασταλτικούς παράγοντες στην προσπάθεια να εκφραστούν τα συμφέροντα των φτωχών αυτόνομα.

Τον Μαΐο του 2012 η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει το αδιανόητο για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό ποσοστό του 18,85%, καταγράφοντας πτώση 14,62% (όντας ήδη δεύτερη στις εκλογές του 2009). Το κόμμα που αποτελεί τον βασικό πυλώνα έκφρασης της ελληνικής αστικής τάξης και ταυτόχρονα βασικό κομμάτι του κράτους φτάνει στο ναδίρ της κοινωνικής νομιμοποίησης. Είναι η πιο έντονη αποτύπωση του αποτελέσματος που έχει η περίοδος της τρομερής κοινωνικής κινητοποίησης των χρόνων 2008-2012. Η αποσάρθρωση του ηγεμονικού αφηγήματος της δεξιάς επιτυγχάνεται στον δρόμο των μεγάλων απεργιών, των κοινωνικών συγκρούσεων και των βίαιων οδομαχιών. Είναι η εποχή μεγάλων ανατροπών και των μεγάλων αποφάσεων, και το πολιτικό σύστημα που έχει ήδη αλλάξει μια κυβέρνηση (του Γ. Παπανδρέου) μέσω μιας μετρημένης εκτροπής που φέρνει χωρίς εκλογές τον τραπεζίτη Λ. Παπαδήμα στην εξουσία, βλέπει τις εναλλακτικές πολιτικής εκπροσώπησης του να μειώνονται δραματικά καθώς το ΠΑΣΟΚ οδεύει ήδη προς τη δύση του, η ακροδεξιά (ΛΑ.Ο.Σ.) και η κεντροαριστερά (ΔΗΜ.ΑΡ) έχουν ήδη φθαρεί από την αντίστοιχη στήριξη στις κυβερνήσεις Παπαδήμα και Σαμαρά, ενώ η Νέα Δημοκρατία δεν κατορθώνει να σηκώσει το οφειλόμενο βάρος για να περάσει και νέα μνημόνια. Χρειάζεται κάτι «ανόμοιο» για να ανασυγκροτήσει την «ελπίδα» των πληβείων, ώστε να τους επαναφέρει στον δρόμο της πολιτικής εκπροσώπησης, η οποία είχε δεχτεί τα σημαντικότερα πλήγματα στη μεταπολιτευτική περίοδο.

Χρειάζεται να επιστρατευτούν και οι βασανισμοί στα μπουντρούμια της Χούντας και ο ριζοσπαστισμός της αριστεράς των «συνιστωσών» και μια σειρά από φυσιογνωμίες του δικαιωματισμού που παρεπιδημούσαν στις παρυφές των κοινωνικών κινημάτων ώστε να καμφθούν οι επιφυλάξεις των υποτελών για τις καλές προθέσεις, όσων «δεν είναι ίδιοι» με όλους τους άλλους. Έπρεπε όλα αυτά να αλεθούν σε διαρκή Eurogroup και ένα δημοψήφισμα που θα εξόντωνε τις ψευδαισθήσεις μόνο και μόνο για να περάσει ένα «Τρίτο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής» το οποίο κανείς άλλος εκείνη την περίοδο δεν θα μπορούσε να περάσει.[2] Όχι, λοιπόν, δεν είναι όλοι «ίδιοι», η τέχνη της εξαπάτησης χρειάζεται πολυχρωμία και «ελεύθερες επιλογές», ωστόσο ναι όλοι «αγωνίζονται» για το ίδιο, την επιβολή της εξουσίας που προκύπτει από την άνιση κατανομή του πλούτου, τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων που κάνει τους ισχυρούς ακόμη ισχυρότερους μέσω της ατομικής ιδιοκτησίας και την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, και το μόνο στο οποίο διαγκωνίζονται μεταξύ τους μέσα στο υπονομευμένο για τους φτωχούς κοινό θέατρο του κοινοβουλευτισμού είναι το ποιος θα βρεθεί στη θέση του επικεφαλής.

Στην δημοκρατία μπορούμε όλοι λοιπόν να πούμε σχεδόν τα πάντα, όσο τουλάχιστον αυτά παραμένουν ανώδυνα ή ελεγχόμενα, ωστόσο όλες οι δυνάμεις ό,τι κι αν διατείνονται ότι αντιπροσωπεύουν διαχρονικά θα κριθούν όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου – το κρίσιμο σημείο που θα αναφανεί σε μια στιγμή αυτό που σε εμάς τους αναρχικούς ήταν ήδη πασίγνωστο: ότι η «διαφορετικότητά» τους εξαϋλώνεται, όταν αποδεικνύεται πως ο ρόλος τους παραμένει ο αποπροσανατολισμός, ο έλεγχος, η ενσωμάτωση και η υποταγή των εργαζομένων στο σύστημα καταπίεσης, ώστε να μπορούν οι ίδιοι να σιτίζονται ακριβώς ως «εκπρόσωποι» των υποτελών τάξεων στο πεδίο συναγωνισμού που συγκροτεί το κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Κι αυτό ισχύει για όλους ανεξαιρέτως τους πολιτικούς σχηματισμούς από τον πιο μεγάλο μέχρι τον μικρότερο, το μόνο που αλλάζει είναι το μέγεθος της απατεωνιάς και το είδος του ρόλου που καλείται να παίξει κάθε τέτοια παράταξη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ για παράδειγμα μπορεί να φτάσει από θέση επικεφαλής να ψηφίζει μνημόνια, ενώ το ΚΚΕ ως πέμπτος τροχός του αστικού οικοδομήματος στη χώρα μπορεί να χρειαστεί μόνο στις σπάνιες και ακριβές φορές που ο λαός θα θέσει πραγματικό ζήτημα κοινωνικής νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, όπως τον Δεκέμβρη του 2008 ή και στις διαδηλώσεις των ετών 2010-2012, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα στήριξε αναφανδόν και πριν από οποιονδήποτε άλλον τις αστικές κυβερνήσεις, γεγονός τόσο προφανές που όποιος δεν το συνειδητοποιεί κατατάσσεται δυστυχώς αυτοδικαίως στη χωρία των εντελώς ηλίθιων, οι οποίοι καλύτερα θα ήταν τη μέρα των εκλογών να εκδράμουν στην εξοχή. Ή για να δώσουμε ένα τελευταίο παράδειγμα ο αυτό-εξευτελισμός των πολύ μικρών κομμάτων και οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς περιορίζεται – λόγω μεγέθους, στο να συγκάθονται στα στούντιο των μεγαλοκαναλαρχών πλάι πλάι με διακηρυγμένους φασίστες τύπου ΕΑΝ (κόμμα Κανελλόπουλου) και άλλων ακροδεξιών και χουντικών κομματιδίων για να τους προβάλουν γύρω στις 2 τα μεσάνυχτα για περίπου μισή ώρα και να καμωθούν κι αυτοί οι επαναστάτες ότι μετέχουν του δημοκρατικού διαλόγου. Δεν αντιλαμβάνονται ότι η μόνη λαμπρή ευκαιρία που προκύπτει από αυτές τις συναντήσεις θα εκφράζονταν αν έστω ένας από δαύτους έστελνε για νοσηλεία σε ζωντανή μετάδοση κάποιον από αυτά τα χουντικά και νεοναζιστικά καθάρματα.

 

Καμιά ανάλυση ωστόσο δεν μπορεί να διεκδικήσει δίκαιο αν δεν επιχειρήσει να εξηγήσει τις βαθύτερες αιτίες των φαινομένων, καθώς βέβαια όσα αναφέρθηκαν ως εδώ είναι απολύτως προφανή για οποιονδήποτε αναγνώστη που δεν συγκαταλέγεται σε κάποιο ψηφοδέλτιο από τα περίπου 50 κόμματα που θα συναγωνιστούν και πάλι να μας αντιπροσωπεύσουν, ενώ στην πράξη μπορεί και οι πενήντα να αντιπροσωπεύουν οτιδήποτε μα οτιδήποτε άλλο πλην των συμφερόντων των υποτελών τάξεων. Η απάντηση βρίσκεται κατά την άποψη μας στην εκκωφαντική και σχεδόν ολοκληρωτική απουσία του εργατικού κινήματος και της εργατικής κουλτούρας σε συνδυασμό με την έλλειψη μιας στοιβαρής και ενιαίας πολιτικής εκπροσώπησης του αναρχισμού. Πως κατορθώνει πάντα να διεισδύει στον έναν ή τον άλλον βαθμό η λογική του «μικρότερου κακού» στην εργατική τάξη, όπως την προτείνει κάθε φορά ο εκάστοτε πολιτικός φορέας της σοσιαλδημοκρατίας; Οι ρίζες αυτού του φαινομένου πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια τη φύση του εργατικού κινήματος στην μεταπολιτευτική Ελλάδα.

Αν εξαιρέσουμε τις λαμπρές μέρες του πρώτου μεταπολιτευτικού κύκλου και την ανάπτυξη του μοναδικού παραδείγματος ενός ανεξάρτητου ταξικού κινήματος, όπως αυτό εκφράστηκε την περίοδο δράσης των βιομηχανικών σωματείων από το 1975 μέχρι το 1978, το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα ενσωματώθηκε πλήρως στις κομματικές αφηγήσεις με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι οποίες δεν δημιούργησαν προϋποθέσεις στρατηγικής ριζοσπαστικοποίησης. Μετά την καταστολή του κινήματος με τους καραμανλικούς νόμους του 1978-1978, επήλθε η ενσωμάτωση στο πολιτικό αφήγημα του ΠΑΣΟΚ, ως λογική συνέπεια της μετατόπισης του εργατικού δυναμικού από τον δευτερογενή τομέα των βιομηχανικών μονάδων στη δημοσιοϋπαλληλία και τις υπηρεσίες. Οι προσεγμένοι νόμοι της πρώτης κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ προφύλασσαν σε κάποιο βαθμό την απεργία μόνο εφόσον όμως είχε ήδη κερδηθεί η ηγεμονία του εργατικού κινήματος από τα δημοσιοϋπαλληλικά σωματεία, στα οποία λογικά διέθετε την πλειοψηφία μεταξύ των γενικά ηπιότερων συνδικαλιστών.

Είναι μια απλή και κοινή παραδοχή της κοινωνικής θεωρίας ότι δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικός ριζοσπαστισμός αν δεν ανεξαρτητοποιηθούν κομμάτια της εργατικής τάξης από τις πολιτικές των κομμάτων. Στην Ελλάδα διαχρονικά η πολιτική διαχείριση, το ιδεολογικό φαντασιακό που δομούνταν με όρους «προοδευτικότητας», «συντηρητικότητας» ή «δεξιού», «αντιδεξιού» απέκλειε την εργατική – προλεταριακή αντίληψη που με λαϊκή οξυδέρκεια μπορούσε να διαπιστώσει πιο εύκολα τις ομοιότητες  των κομμάτων εξουσίας, και θα έδειχνε πιο έντονα αντι-εξουσιαστικά χαρακτηριστικά απέναντι ακόμη και στις επιταγές πολιτικής αφήγησης των μικρότερων κομματικών σχηματισμών.

Ο εκτεταμένος μεταφορντισμός στη Δύση και κυριότερα στις χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας έχει καταστήσει σήμερα μια πραγματικά δύσκολη υπόθεση τη δημιουργία πραγματικά εργατικών μαζικών κοινωνικών – συνδικαλιστικών οργανώσεων που θα λειτουργούσαν πάνω στις γενικές αρχές του αναρχοσυνδικαλισμού και θα επιχειρούσαν να ενώσουν την εργατική βάση κάτω από μια ενιαία οργάνωση – ομπρέλα που θα είχε σταθερή παρουσία στο επίκεντρο της ταξικής πάλης. Ωστόσο όσο κι αν μια αναρχική στρατηγική θα πρέπει να βλέπει και να αφομοιώνει νέες τακτικές προσέγγισης της κοινωνικής βάσης με κυριότερο όργανο σήμερα τα δίκτυα κοινωνικής αλληλοβοήθειας και την ταυτόχρονη παρέμβαση στους χώρους νεολαίας, δεν μπορεί να υπάρξει καμία σύνθεση με επαναστατικό προσανατολισμό που δεν θα θέτει ως βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι την αυτοτελή οργάνωση στους χώρους εργασίας.

Αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός τρόπος για να μπορέσουμε να υπερκεράσουμε τη λογική του μικρότερου κακού που οδηγεί σε τερατώδεις καταστάσεις, όπως στην Ευρώπη σήμερα, όπου ολοένα και περισσότερο οι ψηφοφόροι καλούνται να επιλέξουν μεταξύ της δεξιάς και της ακροδεξιάς. Εφόσον εκεί εντοπίζουμε το πρόβλημα της μερικής αντίληψης, της πρόσδεσης της τάξης στον έναν ή τον άλλο τυχοδιώκτη, εκεί θα πρέπει να γυρέψουμε και τη λύση. Γιατί δεν αρκεί καμία κριτική όσο δίκαιη κι αν είναι, όταν απευθυνόμαστε στους εργαζόμενους πρέπει να σκιαγραφούμε και μια πειστική λύση. Σήμερα απέχουμε πολύ από αυτό, ωστόσο η αφετηρία δεν είναι ένα άσχημο σημείο για να εκκινήσει μια νέα αντίληψη, η οποία θα δουλέψει τόσο στο κοινωνικό ξέφωτο όσο και στο υπόγειο εργαστήριο του κοινωνικού μετασχηματισμού. Κι εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, κλείνοντας αυτό το σημείωμα, με αφορμή τις εκλογές ποια θα πρέπει να είναι η πρώτη και κύρια δουλειά μας, η πρώτη δουλειά όσων συμμετέχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο αναρχικό κίνημα: η ένωση σε μια ενιαία πανελλαδική ειδική πολιτική οργάνωση, η οποία θα χαράξει μια ενιαία στρατηγική για την αποτελεσματική, οργανωμένη και μαχητική παρέμβαση μας στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες που θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την αποτελεσματική μας παρέμβαση στην εργατική τάξη.

Δεν θα διστάσουμε να πούμε ότι σήμερα πια όσοι σύντροφοι μιλούν για την κοινωνική επανάσταση χωρίς να μετέχουν ενεργά στις διαδικασίες ενοποίησης του οργανωμένου αναρχισμού δεν λένε απολύτως τίποτε. Η εποχή των απομονωμένων ομάδων συγγένειας, των ατόμων και των παρεών έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί αφού έδωσε ό,τι καλύτερο μπορούσε στον αναρχικό αγώνα, παιδί μιας άλλης κατάστασης του κοινωνικού σχηματισμού και μιας άλλης αντίληψης στο αναρχικό κίνημα, σήμερα δεν αποτελεί παρά εμπόδιο και καθυστέρηση στην ανάπτυξη του αναρχικού οράματος για την οργάνωση της τάξης με ελευθεριακά χαρακτηριστικά, για να καταστεί η κοινωνική αλλαγή ένα εφικτό σχέδιο. Το μέλλον του αναρχισμού βρίσκεται στην ενιαία πολιτική οργάνωση μαζών, και με βάση αυτά μπορούμε να πούμε ότι σε αυτές τις εκλογές η πρόταση μας ως αναρχικοί δεν είναι απλά η αυτονόητη αποχή, ούτε μόνο η επίσης αυτονόητη συμμετοχή στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες αλλά επίσης η οργάνωση, η συνεργασία και η συμπόρευση με την ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ | ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ (ΑΠΟ) γέννημα από τα σπλάχνα του αναρχικού αγώνα.

Οι παλιοί εγωισμοί, οι ατομικές στρατηγικές, ο κατακερματισμός δεν μπορούν να συγκροτήσουν καμία απελευθερωτική δυνατότητα ακόμα και οι αναλύσεις και οι τακτικές που δεν κατατίθενται σε κανένα οργανωμένο σώμα αγωνιστών αλλά αναδεικνύονται στο διαδίκτυο, όσο χρήσιμες κι αν φαίνονται μέσα στη γενική απομείωση της κοινωνικής κινητοποίησης, συντηρούν έναν αδιέξοδο δρόμο που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απογοήτευση, τον ατομισμό και τελικά στην αποστράτευση και την απομάκρυνση από τη δέσμευση και τη συνέπεια του οργανωμένου αγώνα.

 

Για μια νέα στρατηγική για ένα ενιαίο, μαζικό και μαχητικό ελευθεριακό κίνημα, που θα μπορεί να εκφράσει τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων για την κοινωνική απελευθέρωση.   

                         

                

      



[1] Αν και η πρόσφατη ελληνική εμπειρία έδειξε μικρές αλλά μετρήσιμες διαφορές ακόμη και μεταξύ των χουντικών βλ. για παράδειγμα πραξικόπημα Ιωαννίδη πάνω στο πραξικόπημα Παπαδόπουλου.

[2] Στην πραγματικότητα ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τη δύναμη να το περάσει αφού από τους 149 βουλευτές του οι 43 διαφοροποιήθηκαν (32 «όχι», 11 «παρών») και χρειάστηκαν οι ψήφοι της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ για να περάσει η συμφωνία από τη Βουλή, γεγονός που δείχνει ποιος ηγούνταν ποιού και εκείνη την περίοδο.

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

Τι γυρεύουν τα ΜΑΤ στη ΣΘΕ; | Η ανάπτυξη της Αντιεξέγερσης στα Πανεπιστήμια

Τι γυρεύουν τα ΜΑΤ στη ΣΘΕ;

η ανάπτυξη της αντιεξέγερσηΣ στα πανεπιστήμια





Την περσινή χρονιά με αφορμή την ψήφιση του νόμου υποβάθμισης της δημόσιας Παιδείας 4777 (Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη) ένα δυναμικό φοιτητικό κίνημα συγκροτήθηκε στη Θεσσαλονίκη και με τη μαζικότητα του, αλλά και την ανατρεπτική και ριζοσπαστική του δράση κατόρθωσε να βάλει δύσκολα τόσο στην κυβέρνηση, (η οποία αναγκάστηκε να βάλει προσωρινό φρένο στις διατάξεις του νόμου που σχετίζονταν με την τοποθέτηση ενός νέου αστυνομικού σώματος στα πανεπιστημιακά ιδρύματα – ΟΠΠΙ) όσο και στον αχυράνθρωπό της στο ΑΠΘ, τον πρύτανη Νίκο Παπαΐωάννου. Στο πρόσωπο του πρύτανη άλλωστε η ακροκεντρώα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει βρει τον άνθρωπο που θα συντονιστεί σε απόλυτο βαθμό με την ατζέντα της τόσο σε σχέση με την υποβάθμιση του δημόσιου συστήματος παιδείας όσο και στην καταστολή των απείθαρχων.

Το κίνημα που αναπτύχθηκε στα πανεπιστήμια, αλλά μπόρεσε σε ορισμένες περιστάσεις να εκφράσει και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα όπως και αγώνες είχε πολύ έντονα ελευθεριακά χαρακτηριστικά, καθώς πέραν πάσης αμφισβήτησης οι αγωνιστές που έλαβαν τις δύσκολες αποφάσεις και υπερασπίστηκαν την κατάληψη της Πρυτανείας, αλλά και το πανεπιστημιακό άσυλο στο σύνολό του προέρχονταν από τον ελευθεριακό χώρο, ενώ και οι φοιτητές που συσπειρώθηκαν στις διάφορες αγωνιστικές πρωτοβουλίες το έπραξαν μέσα από τα ανοιχτά πλαίσια που προώθησαν ως λογική καθολικής συμμετοχής στα κοινά τα σχήματα και οι αγωνιστές και αγωνίστριες με αντιεξουσιαστικούς προσανατολισμούς.

Η οριστική εκκένωση της κατάληψης της Πρυτανείας από ειδικές δυνάμεις καταστολής μπορεί να φάνηκε ως μια ισχυρή επιθετική κίνηση του κράτους, ωστόσο στην πραγματικότητα σήμαινε την αναγκαστική του αναδίπλωση, αφού το κίνημα εμφανίστηκε σε εκείνο το σημείο πιο μαζικό, ενωτικό και δυναμικό από ποτέ. Τα κυβερνητικά σχέδια έπρεπε να πάρουν μια χρονική παράταση και οι κήνσορες της που απεργάζονταν την καταστολή και την υποβάθμιση, την επίταση των ταξικών διαχωρισμών και την αναβάθμιση του ρόλου της ιδιωτικής εκπαίδευσης έπρεπε να περιμένουνε καλύτερες μέρες.

Μετά την παύση των μεγάλων φοιτητικών διαδηλώσεων, οι οποίες μπορεί στη Θεσσαλονίκη να όρισαν νέους συσχετισμούς δύναμης, ωστόσο δεν κατόρθωσαν να βρουν μιμητές στην Αθήνα και αφού το φθινόπωρο παρήλθε χωρίς μεγάλες κινητοποιήσεις στους εκπαιδευτικούς χώρους και ενώ πλέον τον χειμώνα που διανύουμε η πανδημία εξαιτίας της εγκληματικής πολιτικής διαχείρισης της δράκας των αμετανόητων κρατικών δολοφόνων έχει αγγίξει νέα ύψη κινδύνου και μαζικής νόσησης, η κυβέρνηση αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο αντιεξέγερσης στα πανεπιστήμια. Ξεκινώντας ασφαλώς από τη Θεσσαλονίκη, η οποία έπαιξε ρόλο προπύργιου στις κινητοποιήσεις και εστιάζοντας στους χώρους του ελευθεριακού κινήματος, υπολογίζοντας έτσι ότι θα καταφέρει σημαντικά χτυπήματα στις υποδομές εντός των πανεπιστημίων και θα περάσει ένα μήνυμα ισχύος, ανακάμπτοντας από την περσινή της οπισθοχώρηση, αλλά και φυσικά ότι θα εκδικηθεί τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες, διαλύοντας τους χώρους τους με τυφλό μένος που αντιστοιχεί ακριβώς στην ακροδεξιά της σύνθεση και απεύθυνση. Στην όλη υπόθεση δεν πρέπει ασφαλώς να παραγνωρίζουμε και το ζήτημα της επικοινωνιακής τακτικής, στη βάση της οποίας εντοπίζεται η συντονισμένη αφήγηση κράτους-αστυνομίας και κυρίαρχων ΜΜΕ για καταπολέμηση των εστιών ανομίας και άλλων συναφών φαντασιοκοπιών. Ασφαλώς όποιος είχε την ελάχιστη σχέση με τη λειτουργία της πανεπιστημιακής ζωής στην πόλη γνώριζε ότι το στέκι στο Βιολογικό ήταν στην ουσία μια σχετικά μικρή αίθουσα, η οποία χρησιμοποιούνταν από φοιτητές, αλλά και πολιτικές και πολιτιστικές ομάδες ως χώρος όπου πραγματοποιούνταν οι αντίστοιχες εκδηλώσεις με ριζοσπαστικό και αλληλέγγυο πρόσημο: από βραδιές οικονομικής ενίσχυσης των απεργών εργατών στη Χαλυβουργία μέχρι live με εκατοντάδες συγκροτήματα τα οποία υποστήριζαν πάντα τους αδύναμους, τους εργαζόμενους, τους ανέργους, τους φυλακισμένους. Ασφαλώς το στέκι ήταν και πολλά ακόμα που δεν χωράνε σε αυτό το σημείωμα, ωστόσο αν δεν ήταν κάτι αυτό έχει να κάνει με τις απειράριθμες ανοησίες που διακίνησαν οι έμμισθοι δημοσιογράφοι που λειτουργούν στην υπηρεσία της κυβέρνησης και του κεφαλαίου.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο στοχοποιήθηκαν και άλλοι χώροι και αγωνιστές, όπως με τις διάφορες προβοκάτσιες της προηγούμενης περιόδου που έθεταν στο στόχαστρο το πλέον προωθημένο τμήμα του φοιτητικού κινήματος τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες του τμήματος του Φυσικού, με κορυφαία εξ αυτών την εισβολή των ασφαλιτών εντός του κτηρίου της ΣΘΕ με άδηλους σκοπούς όμως δηλωμένη πρόθεση να τρομοκρατήσουν και να απειλήσουν το αγωνιστικό υποκείμενο που πρωτοστάτησε στις περσινές κινητοποιήσεις εναντίον του νόμου Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη. Η εικόνα αποκαλύπτεται ολόκληρη εάν συνυπολογιστεί η μόνιμη επιλογή της κυβέρνησης να προωθήσει με κάθε ευκαιρία ένα ευρύ κατασταλτικό σχέδιο απενεργοποίησης και εγκλωβισμού του αναρχικού κινήματος, ως αναπόσπαστο τμήμα του συνολικού σχεδιασμού καθυπόταξης των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων. Κι αυτή η πρόθεσή της δεν έχει να κάνει μόνο με τα ιδεολογικά συστατικά της αλλά και με την ανάγνωση της πολιτικής σύνθεσης των αντιστάσεων. Γνωρίζει πολύ καλά η κυβέρνηση ότι είτε στη Νέα Σμύρνη είτε στην πρυτανεία του ΑΠΘ οι αγώνες με αντιεξουσιαστικό πνεύμα και αναρχικό ορίζοντα ήταν αυτοί που την έθεσαν έστω και προσωρινά στον τοίχο, όταν καμία απολύτως πολιτική δύναμη δεν κατόρθωσε να συγκροτήσει πειστικά αναχώματα στους εγκληματικούς σχεδιασμούς της, χωρίς να αναφερθούμε καν στους θλιβερούς τσαρλατάνους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι οποίοι αποτελούν τους πιο έμπιστους τσανακογλείφτες της πολιτικής τους.

Για αυτούς τους λόγους η πολιτική ηγεσία αποφάσισε να αντικαταστήσει τον αναλώσιμο χαφιέ Χρυσοχοΐδη (ο οποίος με τις ενέργειες του κινήματος είχε εδραιωθεί στη μνήμη του κόσμου ως ένας πρακτορίσκος που κάνει «τη βρώμικη δουλειά» των αφεντικών του), όχι βέβαια για να αναδιαπραγματευτεί την κατασταλτική πολιτική της, αλλά για να την ανανεώσει και να την επαναφέρει πιο δριμεία υπό τις εντολές του γνωστού γυρολόγου και ανθρώπου της εξουσίας Τ. Θεοδωρικάκου. Η επιμονή στην προώθηση της κατασταλτικής ατζέντας πέρα από τη στρατηγική της σημασία για την κυβέρνηση ταυτίζεται επιπλέον κατά περίσταση και με τις ανάγκες της επικαιρότητας, ακόμη κι αν καθίσταται κραυγαλέα η γελοιότητα του να μονοπωλούν τις «ενημερωτικές» εκπομπές τα διαλυμένα από την αστυνομία ντουβάρια του στεκιού στο Βιολογικό, όταν την ίδια μέρα τα κρούσματα έφθαναν σε απίθανους αριθμούς, χιλιάδες άνθρωποι υποδέχτηκαν τον νέο χρόνο άρρωστοι, εκατοντάδες νοσηλεύονταν υπό δυσχερείς συνθήκες στα νοσοκομεία, ενώ άλλοι ξεροστάλιαζαν σε ατελείωτες ουρές υπό βροχή για να κάνουν κάποιον εργαστηριακό έλεγχο, καθώς δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα 60€ που κοστίζει το μοριακό τεστ. Να λοιπόν τι κάνουν τα ΜΑΤ στη ΣΘΕ: καλοπιάνουν τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους του Άδωνη, νανουρίζουν με αφηγήσεις νομιμότητας το κέντρο, κολλάνε στον τοίχο την ιδεολογική και πολιτική αδυναμία μιας εν πολλοίς ανύπαρκτης Αριστεράς που δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη ούτε καν για τους χειροπεδημένους φοιτητές στην ΑΣΟΕΕ και τρομοκρατούν τους αγωνιστές. Και ως καθάρματα που είναι τόσο οι ίδιοι όσο ασφαλώς και οι πολιτικοί τους ταγοί, νομίζουν πως κερδίζουν. Ωστόσο η διαλεκτική των συγκρούσεων είναι σαν τον παλιό γέρο-τυφλοπόντικα συνεχίζει το σκάψιμο υπόγεια. Η διαρκής στοχοποίηση του αναρχικού κινήματος μπορεί να αποφέρει κάποια πρόσκαιρα οφέλη στην κυβέρνηση όμως σε βάθος χρόνου παραχωρεί μοιραία την πολιτική ηγεμονία του ριζοσπαστικού χώρου ακριβώς στο πιο επικίνδυνο και ανεξέλεγκτο τμήμα της. Η κοινωνική δυναμική αντιπαράθεση θα εκφραστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι φετινές διαδηλώσεις της 6ης Δεκέμβρη επιβεβαίωσαν ότι το πρωταρχικό υλικό υπάρχει και συμπορεύεται ανά περίσταση με το αναρχικό κίνημα, ενεργεί κι αυτό ώστε να δοθούν οι κατάλληλες αφορμές για να εδραιώσει τις κοινωνικές συμμαχίες και αυτό ασφαλώς δεν θα γίνει πάνω από κάποια κάλπη ή πίσω από κάποιο παραβάν, αλλά στον δρόμο του κοινωνικού ξεσηκωμού, όταν θα επιχειρήσει να πάρει πίσω ότι στέρησε στις πληβειακές μάζες η κρατική αντιεξέγερση και η καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Εμείς τι κάνουμε στη ΣΘΕ; Αυτό το σημείωμα θα ήταν κολοβό αν δεν έθετε και αυτό το ερώτημα πέραν του πρώτου που αναφέρθηκε στον τίτλο του. Το αναρχικό κίνημα σε όλη του την έκταση βρίθει από θαρραλέους συντρόφους και συντρόφισσες που έχουν βάλει επανειλημμένα το κεφάλι τους στον ντορβά πολλές φορές, δεν είναι το θάρρος που του λείπει, ακόμη κι αν αρκετές φορές ο φόβος συνυπάρχει στο δωμάτιο.  Τέτοια φαινόμενα παρατηρούνται πάντα επίσης και στα κοινωνικά και ταξικά κινήματα όταν αυτά κατορθώνουν να ξεπεράσουν τις γραφειοκρατίες και μπαίνουν σε τροχιά αγώνα και σύγκρουσης. Το ζήτημα ωστόσο παραμένει: πως το θάρρος, η οργή και το πάθος θα μετουσιωθούν σε υλικά που θα βάλουν το κράτος σε θέση άμυνας, πως θα νικήσουν; Οι ριζοσπάστες φοιτητές ακόμα και ο κόσμος που συσπειρώθηκε στις ελευθεριακές πρωτοβουλίες οφείλει να κάνει το βήμα παραπάνω και να οργανωθεί στο αναρχικό κίνημα να συντονίσει με ακόμα πιο έντονο τρόπο τη δράση του με ένα μεγαλύτερο σχέδιο κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης με το κράτος και το κεφάλαιο, συνολικοποιώντας τους αγώνες. Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες μας θα πρέπει από τη δική τους μεριά να αποτινάξουν οποιαδήποτε σεχταριστική λογική, το σημαντικό στις κρίσιμες περιόδους δεν είναι να αναδείξουμε έναν μέχρι πρότινος ρευστό αυτοπροσδιορισμό, αλλά -χωρίς ασφαλώς να απολέσουμε τον χαρακτήρα μας- να ανακαλύψουμε νέους συμμάχους και να τους τοποθετήσουμε πλάι στα δικά μας χρώματα στη σκακιέρα της αντιπαράθεσης με το κράτος. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει, αν δεν θέλουμε να αναγκαστούμε να βλέπουμε το κράτος να κερδίζει παρτίδες  οφείλουμε να κάνουμε τον αναρχισμό μας ένα χρήσιμο ή δυνατόν και απαραίτητο εργαλείο πάλης, προσβάσιμο σε όποιον θέλει να αγωνιστεί. Οργάνωση και αγώνας σε όλα τα μέτωπα: στη γειτονιά, στην εργασία, σε σχολεία και σχολές, έχουμε πολλές μάχες να δώσουμε μα κυριότερα έχουμε έναν ολόκληρο κόσμο να κερδίσουμε!


Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Ο Αγκάμπεν στο Σταθμό Λαρίσης & η απολογία της Κυριαρχίας




Πρόσφατα δημοσιεύτηκαν δύο άρθρα τα οποία, κάτω από μια ορισμένη οπτική, διαπλέκονται μεταξύ τους, πρόκειται για ένα δοκίμιο του Βαγγέλη Μπιτσώρη[1] στα Σύγχρονα Θέματα και ένα συνοπτικό σχόλιο του Αντώνη Λιάκου[2] στην Εφημερίδα των Συντακτών, το μεν πρώτο είναι μια κριτική στον Αγκάμπεν στη βάση των όσων έγραψε πριν μερικές μέρες σχετικά με την πανδημία και το άλλο ένα σχόλιο πάνω στην εξωτικοποίηση της Χούντας. Και τα δύο μου προκάλεσαν ιδιαίτερα ισχυρή εντύπωση, εξίσου αρνητική το μεν και θετική το δε. Θα προσπαθήσω σύντομα να εξηγήσω γιατί. 

Ο Μπιτσώρης, ο οποίος σημειωτέον δεν είναι καθόλου άσχετος με τα φιλοσοφικά σχήματα του Αγκάμπεν, επιχειρεί να στηλιτεύσει τη θέση του ιταλού φιλοσόφου σε σχέση με την ανυπαρξία της πανδημίας και μέχρι εκεί μπορούμε να πούμε ότι παρακολουθούμε τον συλλογισμό. Ωστόσο στην ανάπτυξη των επιχειρημάτων του ο Μπιτσώρης, ο οποίος δεν παραλείπει να εξάρει κατά τα άλλα το συνολικό έργο του φιλοσόφου, βρίσκεται πολύ σύντομα αντί να διαπραγματεύεται κάποια αντίφαση στις θέσεις του Αγκάμπεν να παραδίδει μια εντυπωσιακή απολογία υπέρ του κυρίαρχου συστήματος εξουσίας στη Δύση και ιδιαίτερα της Ευρώπης, εκμηδενίζοντας ή παρανοώντας εξ’ ολοκλήρου τη βάση των φιλοσοφικών εργαλείων που έχει παραδώσει η σκέψη του «μέγιστου» -όπως τον αποκαλεί- φιλοσόφου. 

Πιο συγκεκριμένα θεωρεί «υπερβολικούς αγκαμπενικούς ισχυρισμούς» την καθολίκευση του καθεστώτος του σύγχρονου homo sacer, ενώ εξανίσταται καθ’ ολοκληρίαν όταν σκέπτεται πως αυτές οι «αγκαμπενικές» διδαχές αφορούν ακόμα και τους πολίτες των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Ας αφήσουμε στην άκρη προς το παρόν το γεγονός ότι ο αρθρογράφος επιλέγει να αγνοήσει πλήρως πώς το καθεστώς απόδοσης ιθαγένειας στις δημοκρατίες, από το οποίο προκύπτει η πολιτική έννοια του πολίτη, αποτελεί κεντρικό πεδίο εφαρμογής της κατάστασης εξαίρεσης και ας δούμε τα βασικά επιχειρήματα του. Το κυριότερο εξ’ αυτών συμπεριλαμβάνεται στην απόφανση του όταν γράφει: «στον δυτικό κόσμο της καπιταλο-κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δεν βλέπω καμιά καθολίκευση της ζωής μας ως “γυμνής ζωής”. Δεν είμαστε homines sacri και τουλάχιστον η Ευρώπη δεν είναι Γκουαντάναμο». 
     Είναι τόσο προφανώς επιφανειακή αυτή η πρόταση, ώστε με προβλημάτισε το αν θα είχε οποιαδήποτε αξία να σχολιαστεί, επειδή όμως τα προφανή δέχονται μια ισχυρή πίεση πανταχόθεν τούτους τους καιρούς ας είναι… Σύμφωνα λοιπόν με τον αρθρογράφο (τουλάχιστον) η Ευρώπη δεν είναι Γκουαντάναμο. Αρχικά μπορούμε να σημειώσουμε ότι όχι μόνο η Ευρώπη αλλά ούτε οι ίδιες οι ΗΠΑ, οι οποίες είναι αρμόδιες για τη λειτουργία του, δεν είναι βεβαίως Γκουαντάναμο, ούτε γενικά τίποτε άλλο εκτός από το ίδιο το Γκουαντάναμο δεν είναι Γκουαντάναμο εκτός από όλες τις άλλες αναρίθμητες δομές φυλάκισης και εξαίρεσης που λειτουργούν ανά τον κόσμο ακριβώς με την ίδια λογική, αναπαράγοντας το καθεστώς απογύμνωσης κοινωνικών ομάδων και ατόμων από την ανθρώπινη ιδιότητά τους. 
     Ας δούμε όμως, μήπως υπάρχουν στην Ευρώπη τέτοιες δομές; Μήπως ακόμα και στην ίδια τη χώρα από όπου ο συγγραφέας, ως εξ’ αίματος δικαιούχος, απολαμβάνει τα προνόμια του πολίτη, κατέχοντας ελληνική υπηκοότητα; Μήπως οι κλειστές δομές προσφύγων που λειτούργησαν τυπικά και άτυπα τα προηγούμενα χρόνια, ενώ προετοιμάζεται και η περαιτέρω ανάπτυξή τους σε ξερονήσια εναντίον ανθρώπων που δεν έχουν καταδικαστεί για τίποτε αλλά η ύπαρξη τους είναι de facto παράνομη δεν συνιστά το πιο εκκωφαντικό παράδειγμα εξαίρεσης του φονεύσιμου ατόμου, ως απεκδυόμενου την ιδιότητα του πολίτη; Μήπως το καθεστώς κατά το οποίο παγώνουν οι αιτήσεις για άσυλο δεν αποτελεί μια ξεκάθαρη επέμβαση περαιτέρω εξαίρεσης; Ο συνδυασμός μάλιστα της κατάργησης του ΑΜΚΑ για πρόσφυγες και μετανάστες με το ξέσπασμα της πανδημίας, πως θα χαρακτηρίζονταν; Πως εξηγείται ότι ενώ για τον γενικό πληθυσμό (υπό προϋποθέσεις βέβαια και με σοβαρές εξαιρέσεις) οι κρατικές οδηγίες εν μέσω πανδημίας κάνουν λόγο αυστηρά για «κοινωνική αποστασιοποίηση» στα «κέντρα φιλοξενίας» δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόνοια για την επιτυχημένη απομάκρυνση των ανθρώπων μέσω, για παράδειγμα, μέτρων αποσυμφόρησης; 
     Ας λάβουμε τον κόπο να απαντήσουμε εμείς εκ μέρους του αρθρογράφου με βάση το γενικό πνεύμα του δοκιμίου.

Είναι εμφανές πως όταν ο Μπιτσώρης μιλάει για τη ζωή μας στον δυτικό καπιταλισμό εννοεί αποκλειστικά εμάς τους νόμιμους πολίτες του και εξαιρεί όσους απλά βρέθηκαν κρατούμενοι στην από εδώ πλευρά των συνόρων της Ευρώπης-Φρούριο. Ο δοκιμασμένος αναλυτής της «αγκαμπενικής» σκέψης δεν κατορθώνει να αναγνωρίσει ούτε την πλέον προφανή πολιτική εφαρμογή της κεντρικότερης φιλοσοφικής προκείμενης του ινδαλματικού κατά τα άλλα φιλοσόφου. Αλλά κάνοντας μια γενναία παραχώρηση στην πρωτοκοσμική θέαση του Μπιτσώρη, ας αφήσουμε το παράδειγμα των a priori εξαιρούμενων μεταναστών. 
    Στις φυλακές υπάρχουν πολλοί κρατούμενοι που κατέχουν την ιδιότητα του έλληνα πολίτη, αν θέλουμε να μιλήσουμε μόνο για αυτούς, παρόλα αυτά, με μικρή έκπληξη μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ότι η μεταχείριση τους είναι πανομοιότυπη με αυτή που επιφυλάσσει το (ευρωπαϊκό-δημοκρατικό) κράτος και στους πρόσφυγες και μετανάστες. Έτσι τουλάχιστον δύο άνθρωποι έχουν πεθάνει κατά την περίοδο της πανδημίας μέσα στις φυλακές, γιατί ουδείς ασχολείται μαζί τους, προεκτείνοντας τη δεδομένη αδιαφορία που υπήρχε για αυτούς και πριν την πανδημία. Ουσιαστικά με το έτσι θέλω επιβάλλεται ένας έμμεσος επανακαθορισμός της ποινής των κρατουμένων, οι οποίοι μετατρέπονται σε δυνητικούς θανατοποινίτες. Εάν μάλιστα επέλθει το μοιραίο ουδείς ευθύνεται για αυτούς. 
    Αλλά ας κάνουμε άλλη μια υπέρβαση κι ας αφήσουμε στην άκρη και τους κρατούμενους των φυλακών. Πρόσφατα, (12 Απρίλη) σύμφωνα με το Έθνος,[3] ως απότοκο της επιλογής της (δημοκρατικότατης) κυβέρνησης της Σουηδίας να υιοθετήσει μια τακτική αντιμετώπισης της πανδημίας με όρους που προσεγγίζουν πολύ το λεγόμενο μοντέλο της «ανοσίας της αγέλης» και τη συνεπαγόμενη πίεση του εθνικού συστήματος υγείας της χώρας, το Εθνικό Συμβούλιο Υγείας και Πρόνοιας της Σουηδίας εκπόνησε κατευθυντήριες γραμμές για τον ορισμό κριτηρίων εισαγωγής στις ΜΕΘ, εφόσον υπάρξει κορεσμός. Σύμφωνα με αυτές, όσοι είναι πάνω από 80 χρονών και νοσήσουν δεν θα πρέπει να γίνονται καθόλου δεκτοί από το ιατρικό προσωπικό στις ΜΕΘ. Προτείνεται επίσης το ίδιο για όσους είναι πάνω από 70 χρονών και παρουσιάζουν «σημαντική ανεπάρκεια οργάνων» σε περισσότερα από ένα όργανα, καθώς και για όσους είναι άνω των 60 χρόνων έχουν ανεπάρκεια σε περισσότερα από δύο όργανα. Συνίσταται επιπλέον ότι άτομα που εντάσσονται σε οποιαδήποτε από αυτές τις κατηγορίες και βρίσκονται ήδη σε εντατική θεραπεία θα πρέπει να απομακρύνονται από τις ΜΕΘ σε περίπτωση που προκύψει μια κατάσταση κρίσης, προκειμένου να δοθεί χώρος στους άλλους με περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης. Το ίδιο ισχύει και για όσους εμφανίζουν ανεπάρκεια οργάνων ενώ υποβάλλονται σε θεραπεία σε ΜΕΘ. 
     Ακόμη κι αν δεν έχει εντρυφήσει κάποιος στον φιλοσοφικό κόσμο του Αγκάμπεν είναι μάλλον εύκολο να διαπιστώσει ότι δεν ακούγεται ως μια πολύ συμπεριληπτική πολιτική να μην δέχονται φροντίδα, κατάλευκοι, πρωτοκοσμικοί Άρειοι που κατά πάσα πιθανότητα έχουν πληρώσει με ευλάβεια τις ασφαλιστικές εισφορές τους γιατί κατέχουν τη θανατηφόρα ιδιότητα του γέροντα. Στα καθ’ ημάς ο υπουργός Ανάπτυξης Α. Γεωργιάδης με ύφος χιλίων πιθήκων μας ενημέρωσε σε απευθείας σύνδεση ότι οι μακροχρόνια άνεργοι δεν δικαιούνται οικονομικής υποστήριξης γιατί με το να επιμένουν να διατηρούνται στη ζωή -παρότι άνεργοι καταδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είναι ικανοί να το κάνουν χωρίς την κρατική βοήθεια, άρα εκπίπτουν.

Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να συνεχιστούν αλλά αφενός αυτό το κείμενο θα μεγάλωνε αρκετά αφετέρου η χρήση πιο έμμεσων παραδειγμάτων επιβολής καταστάσεων εξαίρεσης μέσω της ταξικής επιβολής δεν θα βοηθούσαν να γίνει κατανοητό ένα σημείο που δεν έχει ήδη κατανοηθεί από όλα τα παραπάνω. Άλλωστε όλα αυτά, όπως και τα προηγούμενα, ο Μπιτσώρης θα τα ενέτασσε ως περιπτώσεις στην πρόταση που, εν είδη υποσημείωσης, έχει παρεμπιπτόντως προσκολλήσει στο σώμα του κειμένου, αναφέροντας πως: «εννοείται, βεβαίως, ότι η ισότιμη εφαρμογή αυτού του καθολικευμένου κανόνα ως εξαίρεσης για την προστασία της ζωής είναι στην πράξη αδύνατη, γιατί εξακολουθεί να υφίσταται η κοινωνικά μεροληπτική διάκριση και ανισότητα μεταξύ προνομιούχων και μη-προνομιούχων, μεταξύ πλούσιων και πτωχών, μεταξύ ασφαλισμένων και ανασφάλιστων μεταξύ των πολιτών και των προσφύγων, μεταναστών, μεταξύ στεγασμένων και αστέγων». 
    Και αν αναρωτιέστε τι στο διάολο είναι «ο καθολικευμένος κανόνας εξαίρεσης για την προστασία της ζωής», πρόκειται για τα απαραίτητα («μέχρι και στρατιωτικά» κατά Μπιτσώρη) μέτρα που οφείλει να πάρει κάθε κράτος για να διασφαλίσει το δικαίωμα στη ζωή (κάποιων) υπηκόων του. Αυτή η σκέψη μάλιστα προκύπτει από την αντιστροφή του Αγκάμπεν από τον Μπιτσώρη, ο οποίος βλέπει ως φορέα λύτρωσης σε έκτακτες περιστάσεις τη δεσπόζουσα βιοπολιτική! Σε αυτό περίπου το σημείο εντοπίζεται η διάβαση του Ρουβίκωνα από την όχθη του θλιβερού στην όχθη του χυδαίου. Εδώ όχι μόνο παραγνωρίζεται η ίδια η βασική λογική του Αγκάμπεν που οριοθετεί την κυριαρχία ως τη δυνατότητα εφαρμογής της κατάστασης εξαίρεσης, εν προκειμένω του κράτους το οποίο την εφαρμόζει δολοφονικά, αλλά αυτή «φυσικοποιείται» και νομιμοποιείται, καθώς είναι αυτονόητη σε «καπιταλιστικές συνθήκες». Δηλαδή τα αστυνομικά/στρατιωτικά μέτρα που θα παρθούν για να σωθεί ένα κομμάτι του γενικού πληθυσμού μπορούν ταυτόχρονα να είναι τα ίδια που θα εξοντώσουν όσους περισσεύουν, αφού πάντα περίσσευαν έτσι κι αλλιώς. Από «φιλοσοφική» μάλιστα σκοπιά ο ανυπόφορος Μπιτσώρης ονομάζει «καθολικό» το λυτρωτικό σχήμα, εκτός αν εξαιρέσουμε όσους δεν μπορεί να αφορά, έτσι ώστε είναι εν μέρει καθολικό, όπως όλα άλλωστε σε αυτόν τον κόσμο.

Να όμως ποιο είναι το πρόβλημα, η μερική εξαίρεση και όχι η καθολική δεν είναι ίδιον μόνο της αστικής δημοκρατίας σε σχέση με τα αυταρχικά συστήματα. Έχει προφανή σημασία να σημειώσουμε πως σε όλα απολύτως τα συστήματα εξουσίας, ακόμη και στα πιο ολοκληρωτικά υπήρξαν πολιτικές συμπερίληψης μεγάλων πληθυσμών και απόπειρες διεύρυνσης της κοινωνικής συναίνεσης. Μάλιστα κάποια το πέτυχαν ιδιαιτέρως καλά σε ευθεία αναντιστοιχία με την εγκληματική τους φύση. Κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί το Τρίτο Ράιχ. Πιστεύει κανείς ότι η πλειοψηφία των εκατομμυρίων Γερμανών πολιτών τέθηκαν σε κατάσταση εξαίρεσης; Αντιθέτως πολλοί από αυτούς συμπεριλήφθηκαν με πολύ πιο πειστικό τρόπο στις κρατικές λειτουργίες και την κοινωνική ζωή. Μόνο μέσω της αναδιανομής πλούτου, ιδιοκτησίας και κοινωνικής θέσης που συντελέστηκε μεταξύ των Εβραίων και των Γερμανών ήδη έχουμε μια πρώτη βάση συμπερίληψης, η οποία συμπληρώνει μαζί με την δεσπόζουσα καταστολή την εξήγηση του φαινομένου της σχεδόν μηδενικής ουσιαστικά αντίστασης στα πεπραγμένα του ναζιστικού μηχανισμού εξόντωσης στο εσωτερικό της χώρας. 
     Αλλά οι απολογητές της καπιταλιστικής κυριαρχίας, όταν μιλούν για καθολική εξαίρεση αναφέρονται στα «δημοκρατικά δικαιώματα», τα οποία όμως πέφτουν σε τρομερή ανυποληψία, όπως έχει δείξει η ιστορία, όταν τίθενται ζητήματα επιβίωσης. Κανείς ασφαλώς δεν είναι προκαταβολικά διατεθειμένος να παραδώσει την ελευθερία έκφρασής του παρά μόνο σε δύο περιπτώσεις: εάν δεν την είχε, έτσι κι αλλιώς, ποτέ ή αν μπορεί να την ανταλλάξει με κάτι που μπορεί να σώσει τη ζωή του εν μέσω μιας καταλυτικής απειλής εναντίον της. 

Οι φιλόσοφοι είναι δυνητικά χρήσιμοι για να προειδοποιούν∙ και αυτό κάνουν σε γενικό βαθμό οι φιλοσοφικές θέσεις του Αγκάμπεν. Ότι σε κανένα οργανωμένο πολιτικό σύστημα άσκησης εξουσίας η κατάσταση εξαίρεσης δεν μπορεί να είναι καθολική είναι προφανές, γιατί αυτή επιβάλλεται από τον κυρίαρχο για να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη αναπαραγωγή των προνομίων των κρατούντων. Το σε ποιό βαθμό θα συμπεριλαμβάνει τους πολίτες έχει να κάνει με την πίεση που δέχεται από τους μη-προνομοιούχους και τη νομοτελειακή προσταγή ότι για να υπάρχουν εξουσιαστές πρέπει να υπάρχουν (ζωντανοί) εξουσιαζόμενοι. Όταν πια είναι ολοφάνερο ότι εξαιρούνται ευρύτατα πλειοψηφικά κοινωνικά κομμάτια τότε η αξία των φιλοσόφων πέφτει και αναβαίνει αυτή των επαναστατών. 

Πως όμως τελικά συνδυάζονται τα δύο κείμενα που αναφέρθηκαν στην εισαγωγή; Επιχειρηματολογώντας σε ένα άλλο σημείο του κειμένου του ο Μπιτσώρης υπέρ της κρίσης του ότι οι αποφάνσεις του Αγκάμπεν περί γενίκευσης της κατάστασης εξαίρεσης είναι «λίαν αφηρημένες» διερωτάται, αν ποτέ στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση είχαμε κατάσταση εξαίρεσης και μάλιστα με διαρκή μέτρα έκτακτης ανάγκης. Αρχικά, ναι είχαμε.  
  Πρόκειται για την πολιτική του ελληνικού κράτους ενάντια στην μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Τα διοικητικά και άλλα μέτρα που πήρε εναντίον αυτών των ανθρώπων (ελλήνων πολιτών) η Δικτατορία συνεχίστηκαν κανονικά και στη Μεταπολίτευση. Μέχρι το 1998 παραμένει σε ισχύ το άρθρο 19 του κώδικα ελληνικής ιθαγένειας με βάση το οποίο αφαιρέθηκε καταχρηστικά η ιθαγένεια σε χιλιάδες μειονοτικούς. Επίσης μέχρι το 1981 δεν είχε επιτραπεί η επιστροφή των πολιτικών εξόριστων του Εμφυλίου Πολέμου, ενώ ακόμη και μετά από αυτήν τη χρονολογία δεν επιτράπηκε η επιστροφή των Σλαβομακεδόνων, ως αλλοεθνών. Επιπλέον, ο κώδικας απόδοσης ελληνικής ιθαγένειας μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα υπάγονταν εξολοκλήρου στο δίκαιο του αίματος, (ius sanguinis) εξαιρώντας ουσιαστικά τη δυνατότητα κτήσης ιθαγένειας σε μη-έλληνες το έθνος, ακόμη κι αν είχαν γεννηθεί στη χώρα. Σε ένα άλλο παράδειγμα οι ομοφυλόφιλοι δεν είχαν για πάνω από 40 χρόνια κανένα δικαίωμα θεσμικής αναγνώρισης από το κράτος (δυνατότητα γάμου, μεταβίβασης περιουσίας, υιοθέτησης τέκνων κ.λπ.). Μια μορφή ειδικής συνθήκης διαρκούς εξαίρεσης από την κανονική διαδικασία απονομής δικαιοσύνης θεσπίστηκε επίσης με βάση τους τρομονόμους και ειδικότερα αυτόν που ψηφίστηκε το 2001. Παρατηρούμε λοιπόν ότι όσοι εξαιρούνται στη δημοκρατία είναι λίγο πολύ οι ίδιοι που εξαιρούνται και στις Δικτατορίες (εθνικές μειονότητες, πρόσφυγες και μετανάστες, αλλοεθνείς και αλλόθρησκοι, ενεργοί πολιτικοί αντίπαλοι και ομάδες ευεπίφορες στον κοινωνικό και κρατικό ρατσισμό όπως οι ομοφυλόφιλοι). 

Αυτά αποτελούν κάποια τυπικά παραδείγματα, όμως για την περαιτέρω απόπειρα σύγκρισης των καθεστώτων της Χούντας και της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας, ο Αντώνης Λιάκος στο πρόσφατο άρθρο του «Η εξωτικοποίηση της Δικτατορίας» θέτει μια σειρά ακόμη από παρατηρήσεις, οι οποίες αξίζουν να αναφερθούν, ιδιαίτερα καθώς αποτελούν την οπτική ενός ανθρώπου που αντιστάθηκε έμπρακτα και δυναμικά στη Χούντα, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από Έκτακτο Στρατοδικείο. Η προσέγγιση του, πριν από οτιδήποτε άλλο, αποτελεί ένα αγκάθι στα δάχτυλα όσων, επιχειρώντας να τραβήξουν απόλυτες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην 23η και την 24η του Ιούλη του 1974, έδειχναν με το δάχτυλο τους βασανισμένους της δικτατορίας για να εδραιώσουν το επιχείρημά τους. Μάλιστα αυτή η αφήγηση τονισμού των διαφορών και της υπογράμμισης του εξωτικού χαρακτήρα της Χούντας γίνεται υποτίθεται προς υπεράσπιση της Δημοκρατίας. Η Δεξιά, κυρίως, αποκομίζει διαχρονικά όφελος από αυτήν την οπτική, θέλοντας να αποποιηθεί τις ευθύνες της για τη διαμόρφωση των απαραίτητων προϋποθέσεων ύπαρξης της Δικτατορίας και συμπληρωματικά πλάι της η καθεστωτική Αριστερά που θέλει να υπερασπιστεί την απόλυτη ταύτισή της με το κυρίαρχο παράδειγμα της αστικής δημοκρατίας, στο πλαίσιο του οποίου ενίοτε τίθεται και ως επικεφαλής. 

Ανάμεσα στα άλλα που αναφέρει ο Λιάκος, ο οποίος αν μη τι άλλο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε «αριστεροχουντικός» ούτε συμμετέχοντας ή συνοδοιπόρος του επαναστατικού κινήματος της Μεταπολίτευσης, είναι ότι θα προτιμούσε χωρίς δισταγμό το κελί του Κορυδαλλού το 1970 από τη Μόρια του 2020. Και η επιλογή δεν είναι καθόλου φιλολογική, καθώς είχε «φιλοξενηθεί» στα κελιά της Δικτατορίας. Ποιο είναι όμως το «σφάλμα» του Λιάκου, το οποίο όπως είδαμε ο Μπιτσώρης το έχει τακτοποιήσει ήδη; Συγκρίνει τον εαυτό του, έναν Έλληνα υπήκοο, με ιθαγένεια και απόλυτα δικαιώματα πολίτη με τους «αυτονόητα» εκτός «καθολικής εξαίρεσης προστασίας της ζωής» (sic) πρόσφυγες και μετανάστες. 
     Οι υπόλοιπες συγκρίσεις άλλωστε για τα ΜΜΕ και τον έλεγχο πάνω τους και το πόσο διαφέρουν τελικά οι συνθήκες μπορούν να αντιμετωπιστούν ως να έχει μολυνθεί και ο Λιάκος από τις αγκαμπενικού τύπου υπερβολές. Οι εξαφανίσεις μαρτύρων σε κρίσιμες υποθέσεις και η διαρκής δικαστική ασυλία που χαίρει συνολικά η κάστα επιχειρηματιών και πολιτικών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «εξαίρεση» αφού κι αυτή αποτελεί βασικό συντελεστή της δυτικής-καπιταλιστικής λειτουργίας και ειδικότερα της ελληνικής εκδοχής της. Όλα λοιπόν καλώς καμωμένα.

Στο κλείσιμο αυτού του σημειώματος θα πρέπει να ξεκαθαριστεί και το εξής. Η θέση του Αγκάμπεν σε σχέση με την πανδημία με βρίσκει κάθετα αντίθετο, τη θεωρώ τόσο λανθασμένη, ώστε δίνει πάτημα σε αρθρογράφους σαν τον Μπιτσώρη να καταθέτουν τις απολογίες τους υπέρ του συστήματος εκμετάλλευσης και καταπίεσης, ως να ομιλούν εκ βάθρου δικαίου. Ωστόσο το με ποιόν τρόπο είναι λανθασμένη μια σκέψη εξετάζεται υπό το φως του ποιος την κρίνει. 
     Η τάση των φιλοσόφων να εμπεριέχουν συνολικά τα φαινόμενα στο σύστημα σκέψης που έχουν οικοδομήσει, εν προκειμένω φέρνει σε ανοιχτή αντίφαση τον Αγκάμπεν της θεωρίας της «απλής γρίπης» με τον Αγκάμπεν της «Κατάστασης Εξαίρεσης». Όχι όμως για κάποιον από τους λόγους που παρέθεσε ο δοκιμιογράφος, αλλά επειδή τα γραπτά του Αγκάμπεν έχουν αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για τα κοινωνικά κινήματα στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και τα πληβειακά στρώματα από την επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου μέσα στη συνθήκη ενός εντεινόμενου ολοκληρωτισμού. 
     Η θέση του για την πανδημία δυστυχώς δεν προσθέτει εργαλεία αυτή τη στιγμή αλλά αφαιρεί, αποπροσανατολίζοντας από το κεντρικό ζήτημα που παραμένει η υπεράσπιση των πληβείων και γίνεται επικίνδυνη συνδυαζόμενη με τις πολιτικές του φιλελευθερισμού, δηλαδή του υπαρκτού καπιταλισμού, ο οποίος πάντα και για πάντα θα βάζει τα κέρδη πάνω από τους ανθρώπους, γιατί όσο υπάρχουν κέρδη οι άνθρωποι θα πεθαίνουν στη σκιά τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την τωρινή θέση του Αγκάμπεν δεν τη χρησιμοποιούν τα κινήματα, αλλά την περιφέρουν οι νεοναζί σαν θεωρητική επιβεβαίωση των παρανοϊκών τους ισχυρισμών. 

Ο συλλογικός νους των ενεργών κοινωνικών κινημάτων είναι πιο οξυδερκής από οποιονδήποτε φιλόσοφο, εξαιτίας της διαρκούς ώσμωσης των αγωνιστών με τις πραγματικές συνθήκες που πρέπει να αντιμετωπιστούν ως απτά ζητήματα και όχι ως πνευματικές ασκήσεις. Επειδή ζουν την ταξική πάλη ως απαραίτητη καθημερινή διαδρομή μπορούν να ελέγξουν τη χρησιμότητα της σκέψης του καθενός, μπορούν να κρατήσουν τα χρήσιμα και να πετάξουν τα βλαβερά για να συνθέσουν την απελευθερωτική οπτική. Έτσι προχωράει η ιστορία της σκέψης των καταπιεσμένων, κι ο Αγκάμπεν, εν αντιθέσει ασφαλώς με τον Μπιτσώρη, έχει μια θέση δίπλα σε όσους την προώθησαν. 


[1] «Ο Αγκάμπεν και ο κορωνοϊός: Κατάσταση εξαίρεσης και βιοπολιτική». Ο ηλεκτρονικός σύνδεσμος για το άρθρο βρίσκεται εδώ
[2] «Η εξωτικοποίηση της Δικτατορίας». Ο ηλεκτρονικός σύνδεσμος για το άρθρο βρίσκεται εδώ

Η διάφανη Λίμνη